Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, εκτός των άλλων επιπτώσεων, ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο και τα όρια του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Ουσιαστικά τέθηκε επιτακτικά η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας του, πολιτικής και ιδεολογικής, ώστε να αποκτήσει προοπτική και αυτό και ο τόπος. Η κοινωνία νιώθει στην καθημερινότητα της αυτή την ανάγκη και την εκφράζει με την αποστασιοποίηση της από το πολιτικό γίγνεσθαι, το οποίο αναπαράγει τις αγκυλώσεις και τα προβλήματα πολιτικών σχηματισμών, οι οποίοι δεν διαθέτουν πλέον τα απαραίτητα για μια δυναμική πορεία ποιοτικά στοιχεία. Γι΄αυτό και τα ποσοστά τους χωρίς αναγωγή κινούνται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Κόμματα εξουσίας δεν ξεπερνούν το 20 με 25 % στην καλύτερη περίπτωση και στη χειρότερη το ποσοστό κυμαίνεται από 4 έως 8 %. Αυτή την κατάσταση διαπιστώνουν πολλά στελέχη είτε υπαρχόντων πολιτικών φορέων είτε της κοινωνίας πολιτών και χωρίς να καταθέτουν προτάσεις, οι οποίες ανταποκρίνονται στην σύγχρονη πραγματικότητα στην προβολή της στο μέλλον, προχωρούν στην ίδρυση νέων κομμάτων ή ευρύτερων παρατάξεων. Μερικά στελέχη προέρχονται από τον χώρο των μίντια. Στην εποχή της εικόνας και του θεάματος ζούμε, οπότε είναι ερμηνεύσιμο αυτό το φαινόμενο.
Όμως ποια είναι τα αρνητικά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας, τα οποία έχουν εγκλωβίσει την κοινωνία σε μια πολιτική κρίση διαρκείας;
Κατ΄αρχήν οι ιδεολογικές αφετηρίες, όσων κομμάτων φιλοδοξούν να τεκμηριώνουν την λειτουργία τους σε αντίστοιχες ταυτότητες, δεν έχουν μετεξελιχθεί λαμβάνοντας υπόψη τον διαρκή μετασχηματισμό της πραγματικότητας. Ο σύγχρονος άνθρωπος τόσο ως άτομο όσο και ως συλλογικό υποκείμενο δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά του παρελθόντος. Ο τρόπος σκέψης δεν είναι ο ίδιος, ούτε και η κοινωνική διαστρωμάτωση υπόκειται στους ίδιους κανόνες με αυτούς, οι οποίοι ίσχυαν πριν από εκατό ή και πενήντα χρόνια. Από το ένα μέρος η παγκοσμιοποίηση κεφαλαίου και εργασίας και από το άλλο η ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας και η μαζική αξιοποίηση τους στην καθημερινότητα του εργαζόμενου πολίτη, καθώς και τα πλανητικής εμβέλειας προβλήματα (κλιματική αλλαγή, σταδιακή εξάντληση φυσικών πόρων, φαινόμενο μετακίνησης πληθυσμών, ρύπανση του περιβάλλοντος κλπ.) διαμορφώνουν μια πραγματικότητα, η οποία προκαλεί ριζικές αλλαγές τόσο σε σχέση με τον τρόπο σκέψης του ανθρώπου όσο και σε σχέση με την κοινωνική του λειτουργία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαμόρφωση γνώμης από τον σύγχρονο πολίτη και η δυνατότητα του να κρίνει και να κάνει πολιτικές επιλογές. Η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας, που τον περιβάλλει, σε συνδυασμό με την φυσιολογική αδυναμία του να επεξεργασθεί νοητικά ένα πλήθος στοιχείων και δεδομένων, τα οποία συνεχώς και σε συνθήκες ταχύτατης ροής του χρόνου αλλάζουν, καθιστούν ακόμη και τον σκεπτόμενο πολίτη αδύναμο και εύκολο θύμα των μέσων διακίνησης της πληθώρας των πληροφοριών, οι οποίες πλέον έχουν εικονικά χαρακτηριστικά στην παρουσίαση τους. Ο λόγος, στο βαθμό που συνοδεύει την εικόνα, είναι περιγραφικός και δεν μπορεί στην πυκνότητα που χαρακτηρίζει την εικονική αποτύπωση της πραγματικότητας, η οποία χωράει στην εικόνα, να προκαλέσει διεργασίες αυτόνομης νοητικής επεξεργασίας. Εξάλλου ο σύγχρονος άνθρωπος δεν διαθέτει χρόνο. Έχει να διεκπεραιώσει μια πληθώρα κοινωνικών ρόλων, οι οποίοι καλύπτουν τη ζωή του στο χρόνο, που απομένει, εάν αφαιρεθεί ο εργασιακός. Η πίεση είναι πολύ μεγάλη και δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αυτόνομη διαμόρφωση άποψης. Αυτή την νέα πραγματικότητα οφείλουν να λάβουν υπόψη τους οι πολιτικοί σχηματισμοί στην ιδεολογική προσέγγιση της.
Πώς να γίνει όμως αυτό, όταν δεν υπάρχουν στη δομή τους αξιόπιστοι μηχανισμοί επιστημονικής προσέγγισης και ανάλυσης της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας σε συνδυασμό με την γενικότερη ευρωπαϊκή και παγκόσμια δυναμική της εξέλιξης. Στην Γερμανία, για παράδειγμα, τα κόμματα έχουν στη διάθεση τους ερευνητικά ιδρύματα, οι μελέτες των οποίων τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο, αποτελούν προϋπόθεση για την επεξεργασία πολιτικών. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έχει το Friedrich-Ebert-Stiftung, ενώ το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα το Konrad-Adenauer Stiftung. Βεβαίως, χώρες σαν τη Γερμανία στηρίζονται σε σχέση με το μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης στη γνώση και στην τεχνολογία. Στην Ελλάδα δεν συμβαίνει το ίδιο, οπότε ανάλογη είναι και η αξιοποίηση τέτοιων μηχανισμών από τα κόμματα. Ο εμπειρισμός και η ιδεοληψία καθώς και η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού κυριαρχούν στην πολιτική. Η ροή του χρόνου δε είναι τόσο αργή, ώστε η λήψη πολιτικών αποφάσεων ακολουθεί την εξέλιξη, δεν την προδιαγράφει. Η ελληνική πολιτική πραγματικότητα δεν συμπορεύεται με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Έτσι κι’ αλλιώς δεν έχει πρόταση για την οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ανάλογα με την πολιτική τους συγγένεια τα κόμματα ακολουθούν αυτά των ισχυρότερων χωρών μελών της Ε.Ε. Γι’αυτό και την Ευρώπη την μεταχειρίζονται είτε για να αποφεύγουν πολιτικό κόστος είτε για να αντλούν πόρους, εάν έχουν κυβερνητικό ρόλο. Αυτή η κατάσταση του πολιτικού συστήματος συνέβαλε αποφασιστικά στην παρακμή της ελληνικής κοινωνίας και την ανάπτυξη της πελατειακής λογικής και της διαφθοράς, από τα οποία δεν είναι εύκολο να απαλλαγεί ο τόπος. Η ροή του χρόνου είναι πολύ γρήγορη και αυτό απαιτεί βίαιες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, ώστε να μπορέσει η χώρα να συμπορευθεί με τα ανεπτυγμένα κράτη και να αποκτήσει δυναμική.
Με αυτά τα δεδομένα είναι εύκολα ερμηνεύσιμη και κατανοητή η έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα. Η ελληνική κοινωνία νιώθει, ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο και αισθάνεται ανασφαλής σε σχέση με το μέλλον. Και αυτό είναι επικίνδυνο, διότι εύκολα μπορεί βασιζόμενη στο θυμικό να ακολουθήσει τους ολισθηρούς δρόμους του εθνικισμού και της εσωστρέφειας ή και ενός λαϊκισμού, ο οποίος χαϊδεύει αυτιά και προωθεί μια πολιτική, η οποία «κρύβει τα προβλήματα κάτω από το χαλί». Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει και ένας άλλος παράγων, η απουσία ουσιαστικού πολιτικού διαλόγου τόσο μεταξύ των κομμάτων, όσο και μέσα στην κοινωνία. Κυριαρχεί ο γενικευτικός χωρίς τεκμηρίωση πολιτικός λόγος και οι παράλληλοι μονόλογοι. Στο επίπεδο δε της διακυβέρνησης βασιλεύει η πολιτική ασυνέχεια ακόμη και σε τομείς, οι οποίοι δεν έχουν ιδεολογικό φορτίο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο χώρος της εκπαίδευσης. Κάθε νέα κυβέρνηση επιχειρεί τη δική της εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Βέβαια η εκπαίδευση παραμένει στάσιμη. Αυτό όμως δεν γίνεται αντιληπτό. Η συναίνεση για το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα και η συμβιβαστική λύση αποτελούν «προδοσία».
Αυτή η ζοφερή εικόνα της πολιτικής κρίσης δεν φαίνεται να μπαίνει σε τροχιά ανάκαμψης, διότι οι κοινωνικές συνθήκες δεν ευνοούν μια τέτοια προοπτική. Δυστυχώς παρατηρείται το αντιφατικό φαινόμενο, από το ένα μέρος το κοινωνικό σώμα να νιώθει την ύπαρξη του πολιτικού αδιεξόδου, από το άλλο όμως ανίκανο να αναπτύξει δυναμική υπέρβασης, διότι δεν διαθέτει τις αντίστοιχες δομές, παραμένει δέσμιο της πελατειακής λογικής και της διαφθοράς, τα οποία για δεκαετίες αποτελούσαν δομικά στοιχεία του συστήματος. Και ας καταρρέει το μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Η μεσαία κοινωνική τάξη ισοπεδώνεται, η φτωχοποίηση ευδοκιμεί, το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται επικίνδυνα, ενώ ταυτοχρόνως η οικονομική πορεία της χώρας χωρίς προτεραιότητες και λειτουργική ένταξη στο πλαίσιο της παγκόσμιας κατανομής εργασίας και διακίνησης κεφαλαίων προχωρεί με «βάρκα την ελπίδα». Όσο για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, η ελληνική κοινωνία έχει χάσει το ενδιαφέρον της και την πίστη στην αναγκαιότητα ολοκλήρωσης αυτού του εγχειρήματος. Έτσι κι’ αλλιώς η συνύπαρξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε συνθήκες αλληλεγγύης δεν φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα για το ευρωπαϊκό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο. Ακόμη κυριαρχεί το εθνικό συμφέρον.
Παράλληλα ως περιφερειακή κοινωνία δεν παράγει πολιτισμικές αξίες αντλώντας ερεθίσματα από την μεγάλη παράδοση από την εποχή της αρχαιότητας και την σύγχρονη πραγματικότητα των κοινωνιών της γνώσης. Απλά καταναλώνει εισαγόμενα πολιτισμικά προϊόντα και διατρέχει τον κίνδυνο σταδιακά χωρίς την ενεργοποίηση δημιουργικών διεργασιών και την ανάπτυξη διαλόγου στο εσωτερικό της να μεταλλαχθεί σε ουρά της διαμόρφωσης υπερεθνικών οντοτήτων χωρίς σημειολογική έστω παρουσία. Όλες αυτές οι παράμετροι διαμόρφωσης της κοινωνικής πραγματικότητας στην Ελλάδα οριοθετούν μια πορεία προς το μέλλον χωρίς κοινωνική συνοχή. Ούτε και η πολιτική επικοινωνία λειτουργεί ανασταλτικά στα χαρακτηριστικά παρακμής, που σηματοδοτούν τις κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα. Και αυτό, διότι στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος προωθείται η λογική της αναγνωρισιμότητας και η απουσία πολιτικού διαλόγου. Ο δε άκρατος κομματισμός στο χώρο των δομών της κοινωνίας πολιτών, δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη διαλόγου. Το αντίθετο συμβαίνει. Προωθείται η τυφλή αντιπαράθεση χωρίς επιχειρήματα, ενώ δεν αναδεικνύεται το κοινωνικό συμφέρον. Το τελευταίο ταυτίζεται με το κομματικό συμφέρον. Γι’αυτό και τα κινήματα είτε δεν διαμορφώνονται, ακόμη και όταν οι συνθήκες είναι θετικές είτε «εκφράζονται» μέσα από τους κομματικούς υπερπατριώτες και «ήρωες» του λαού.
Η πολιτική κρίση έχει ρίξει άγκυρα στα βαθειά και χρειάζεται μεγάλη αποφασιστικότητα και χρόνος, ο οποίος δεν υπάρχει. Για την υπέρβαση αυτής της κρίσης σίγουρα δεν βοηθούν ούτε «Ποτάμια» ούτε καλές προθέσεις πολιτών μόνο, οι οποίοι πελαγοδρομούν μεταξύ πολιτικών σχηματισμών σε αποδρομή και αδυναμίας πρόσδωσης σύγχρονης πολιτικής ταυτότητας στην όποια προσπάθεια απαλλαγής από την κρίση διαρκείας, που ταλανίζει το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία.