Πολιτική και συναίσθημα: Η περίπτωση του Γ. Κωνσταντινίδη

Αγγελική Σπανού 14 Φεβ 2018

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης είχε προβλέψει σωστά τη μεγάλη νίκη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 και την άνετη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Και στις δύο αυτές εκλογικές αναμετρήσεις η κυρίαρχη ανάλυση αναφερόταν σε ένα ντέρμπυ που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Συνομιλώντας τότε με τον Κωνσταντινίδη έχω άμεση γνώση των σωστών του εκτιμήσεων, της αλαζονείας που δεν του έφερε αυτή του η επιτυχία και της δίκαιης αναγνώρισης που δεν του προσφέρθηκε στο βαθμό που θα έπρεπε, ίσως γιατί υπάρχει μικροψυχία, ίσως και γιατί το σύστημα εξουσίας όπως είναι το σύστημα διαμόρφωσης και επηρεασμού της κοινής γνώμης έχει την τάση να μην αναγνωρίζει τα λάθη του και να μην προχωρά σε αναστοχασμό.

Η περίπτωσή του ήταν εντελώς ιδιαίτερη. Στην πορεία κατάλαβα ότι ο λόγος που τα κατάφερνε τόσο καλά ήταν ότι είχε μια πολύ άρτια επιστημονική μεθοδολογία και την ίδια ώρα ήταν απόλυτα έντιμος, με την έννοια ότι δεν έπαιζε κανένα παιχνίδι, δεν εξυπηρετούσε κανένα συμφέρον ούτε καν τις προσωπικές του απόψεις. Λειτουργούσε με την ψυχρότητα του χειρουργού πάνω από τους αριθμούς και τα ποσοστά, δεν προσπαθούσε να τα φέρει στα μέτρα τα δικά του ή του πελάτη του, δεν επηρεαζόταν από την κυρίαρχη αφήγηση γύρω και δεν θόλωνε η ματιά του από υποκειμενισμούς, πόσο μάλλον από φανατισμό ή δογματισμό.

Αυτό είχε ήδη φανεί στα κείμενά του, τα οποία δεν είχαν ίχνος εμπάθειας, προκατάληψης ή ιδιοτέλειας. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να επιβάλλει άποψη, να προπαγανδίσει, να δικαιώσει τις αντιλήψεις του ή να θίξει φαντασιακούς ή πραγματικούς αντιπάλους. Ηταν πάντα τόσο δίκαιος, τόσο έντιμος και τόσο αποστασιοποιημένος που ένας παρατηρητής θα απορούσε με την ψυχραιμία και τη φλεγματικότητά του. Κάποιος που τον γνώριζε προσωπικά θα μπορούσε να απορήσει ακόμη περισσότερο γιατί δεν είναι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων και χαμηλής συναισθηματικής έντασης. Κάθε άλλο. Είναι ένας ιδεαλιστής που παθιάζεται, συγκινείται και συγκλονίζεται, καθόλου της ευθύγραμμης πορείας και της αταραξίας.

Γι αυτό ίσως άλλωστε και φάνηκε τόσο πρωτοπόρος στην ανάλυσή του για τη λειτουργία του συναισθήματος στην πολιτική διαδικασία. Κατάλαβε πολύ νωρίς τη θυμική διάσταση της εκλογικής συμπεριφοράς γι αυτό και δεν ξαφνιάστηκε, ήταν έτοιμος, όταν προέκυψαν θρίαμβοι του λαϊκισμού και του αντισυστημισμού σε πλανητικό επίπεδο. Δεν ήταν καταγγελτικός, δεν ήταν απαξιωτικός, δεν ήταν εμβρόντητος μπροστά στα ακραία πολιτικά φαινόμενα που άρχισαν να αναπτύσσονται σε ολόκληρο τον κόσμο, από τη Γαλλία της Λεπέν μέχρι την Αμερική του Τραμπ. Ο ΓΚ μπορούσε να περιγράψει, να ερμηνεύσει και να κατανοήσει τις υπόγειες διεργασίες στα έγκατα των κοινωνιών και αν κανείς παρακολουθήσει τη σκέψη του μπορεί να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα, συχνά δυσάρεστα, αλλά πάντως ικανά να τον βοηθήσουν να καταλάβει τι συμβαίνει και τι θα συμβεί.

Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα μπορεί και να αγαπήσει τις δημοσκοπήσεις σε μια συγκυρία στην οποία η αξιοπιστία τους αμφισβητείται όσο ποτέ άλλοτε. Ο συγγραφέας εξηγεί πολύ πειστικά γιατί η απλουστευτική αποδόμηση των δημοσκοπήσεων είναι ανόητη και αποκαλύπτει μυστικά για τον σωστό τρόπο ανάγνωσης των αριθμών ώστε να καταλαβαίνει κανείς την πολιτική δυναμική πέρα από ττίτλους και κλισέ. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι υπερασπίζεται τις δημοσκοπήσεις ένας επαγγελματίας των δημοσκοπήσεων που συχνά πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα και ακούγεται σαν παράφωνος ή και σαν παράταιρος. Είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον ότι για τις αστοχίες που έχουν συμβεί και την υπερκατανάλωση προβλέψεων που στην κάλπη διαψεύδονται δεν καταλογίζει όλη την ευθύνη στις εταιρείες αλλά αντιμετωπίζει ως συμμέτοχους και τους πολίτες που απαντούν στις ερωτήσεις και διαβάζουν τα συμπεράσματα. Περιγράφει δηλαδή μια κατάσταση στην οποία οι δημοσκόποι προσπαθούν να ικανοποιήσουν ένα κοινό διψασμένο για βεβαιότητες (καίγεται για παράδειγμα για τον πίνακα με τη διαφορά στην πρόθεση  ψήφου) όταν η μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα που προκύπτει από την ευμεταβλητότητα της πολιτικής στάσης και τις αποφάσεις της τελευταίας στιγμής.

Το σημαντικότερο ίσως είναι ότι διαβάζοντας κανείς το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα βρίσκει τις απαντήσεις σε ερωτήσεις που για πολλούς παραμένουν μετέωρες. “Οταν ο θυμός νίκησε το φόβο” είναι ο τίτλος του άρθρου του που εξηγεί τι συνέβη στο δημοψήφισμα του 2015 και γιατί θριάμβευσε το ΟΧΙ. “ΣΥΡΙΖΑ, νεομνημονιακός αλλά νέος” είναι ο τίτλος άθρου του πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 με το οποίο εξηγεί γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ θα κέρδιζε τις εκλογές παρά το φοβερό εξάμηνο Βαρουφάκη που προηγήθηκε, παρά τη διάσπασή του με την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας, παρά το μεγάλο συμβιβασμό με τους πιστωτές που έφερε το τρίτο μνημόνιο.

Είχα διαβάσει πριν από την έκδοση αυτού του βιβλίου τα περισσότερα από τα κείμενά του που έχουν δημοσιευτεί αλλά ξαναδιαβάζοντάς τα τώρα σε μια συνέχεια διαπίστωσα κάτι που δεν είχα καταλάβει ως αναγνώστρια αποσπασματικών άρθρων και αναλύσεών του, ότι υπάρχει ένας εσωτερικός ειρμός, κάτι που συνδέει τα κείμενα μεταξύ τους και αυτό το κάτι δεν είναι η στράτευση σε μια ιδεολογία, πόσο μάλλον σε μια παράταξη, αλλά η στράτευσή του στην προσπάθεια κατανόησης του ατόμου ως πολιτικού όντος, είτε κανείς αισθάνεται και αυτοπροσδιορίζεται έτσι είτε είναι χωρίς να το ξέρει επειδή ψηφίζει ή επειδή δεν ψηφίζει.

Γι αυτήν ακριβώς την επιμονή του να περιγράψει με ακρίβεια και να κατανοήσει τις τάσεις της κοινής γνώμης έχει αντιμετωπιστεί ως φιλοΣΥΡΙΖΑ δημοσκόπος από φανατικούς του αντιΣΥΡΙΖΑ μπλοκ, για το ακριβώς αντίθετο από τους φανατικούς της άλλης πλευράς, ενώ μετά την ένταξή του στο Ποτάμι, στο οποίο δεν έδωσε ποτέ μεγαλύτερα ποσοστά από εκείνα που το έδιναν άλλες εταιρείες μετρήσεων, διακινήθηκαν σενάρια για δήθεν κρυφή ατζέντα του Ποταμιού που, φυσικά, διαψεύστηκαν στην πράξη. Γιατί ο ΓΚ ακόμη και όταν ανήκει κάπου πολιτικά μπορεί να προστατεύσει την επιστημονική του ακεραιότητα, που γι αυτόν είναι πυρηνικό στοιχείο της ταυτότητάς του.

Οταν ένας νεαρός επιστήμονας που ασχολείται με τις δημοσκοπήσεις καταφέρει να πέσει μέσα εκεί όπου όλοι έπεσαν έξω είναι πραγματικά απορίας άξιο να δει κανείς γιατί εγκαταλείπει το χώρο αυτόν για να ασχοληθεί με την πολιτική. Πόσο μάλλον όταν το κόμμα που επιλέγει για να ενταχθεί βρίσκεται δημοσκοπικά στο ναδίρ. Ο ΓΚ  στρατεύτηκε στο Ποτάμι στην χειρότερη κυριολεκτικά στιγμή του, όταν κανείς δεν πίστευε ότι υπάρχει δυνατότητα εκλογικής ανάκαμψης. Ο ίδιος όμως το πίστευε και ήταν αυτό κάτι σαν ιδιοτροπία, ένα παράξενο πείσμα που τον έκανε να ριχτεί σε μια μάχη μάλλον άνιση, παίρνοντας ένα ρίσκο μάλλον μεγάλο, βάζοντας στόχους μάλλον άπιαστους και προσπαθώντας να ξεπεράσει δυσκολίες που μάλλον τον υπερέβαιναν.

Η τριετία στην οποία αναφέρεται ο ΓΚ σ αυτό το βιβλίο τα έχει όλα: Τη μεγάλη ανατροπή του πολιτικού σκηνικού με τις εκλογικές νίκες του ΣΥΡΙΖΑ, την συμμαχία ενός κόμματος που αυτοπροσδιορίζεται ως ριζοσπαστική αριστερά με ένα κόμμα, στην πιο ήπια περιγραφή του, της λαϊκής και λαϊκιστικής δεξιάς, την αλλαγή ηγεσίας στη ΝΔ, την προσπάθεια συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων του ενδιάμεσου χώρου.

Το σύντομο πέρασμά του από την πολιτική ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον πέρα από όλα τα άλλα γιατί δείχνει πώς ένας απολύτως κατάλληλος για εμπλοκή στη δημόσια σφαίρα, που έχει και την πνευματική και την ψυχική συγκρότηση να το κάνει καλά, μπορεί να μη βρει τρόπο να συμφιλιωθεί με τις μυλόπετρες των μηχανισμών και της ίντριγκας, να μην μπορέσει δηλαδή να παίξει το παιχνίδι με τους κανόνες του τους οποίους ο ίδιος δεν μπορεί να αλλάξει ή να μην έχει την προσαρμοστικότητα ή τον κυνισμό να αλλάξει ο ίδιος μέσα στη γύρω αλλαγή. Μπορεί και να μην ισχύει τίποτα από αυτά, γιατί έτσι κι αλλιώς, ο ΓΚ θα ασχολείται με την πολιτική, ουσιαστικά και δημιουργικά, όπως κι αν έρθουν τα πράγματα. Είτε μέσα από την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία, είτε μέσα από τις δημοσκοπήσεις και τα κείμενα, είτε δίπλα σε έναν πολιτικό αρχηγό και μέσα σε μια παράταξη.

Τον Σταύρο Θεοδωράκη δεν τον πίστεψε απλώς, τον αγάπησε. Αυτό δεν είναι απαραίτητα πλεονέκτημα για όποιον αποφασίζει να μπερδευτεί στα κοινά, είναι όμως πολύ συμβατό με την προσωπικότητά του ΓΚ και τη βαθύτερη πίστη του στη σημασία της σύνδεσης συναισθήματος και σκέψης. Το ότι κατέληξε σ αυτό το βιβλίο νομίζω πως είναι κάτι σαν αυτο-ίαση. Συγκεντρώνει τις σκέψεις του στα τρία χρόνιο που υπήρξαν ανατρεπτικά, με την καλή και την κακή έννοια για τη χώρα, ανατρεπτικά για τον ίδιο προσωπικά, που διένυσε μια τεράστια απόσταση χωρίς κανέναν προφανή λόγο αλλά για πολλές αφανείς αιτίες που άλλες τις έχει βρει και άλλες τις ψάχνει, όπως κάνει συνήθως και στη δουλειά του, δεν αρκείται στα πρώτα ευρήματα αλλά πηγαίνει όλο και πιο μέσα για να ανακαλύψει την αλήθεια ή τέλος πάντων όση αλήθεια υπάρχει.

Στην ερώτηση γιατί να διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο η απάντηση είναι “για να καταλάβει τι έγινε και γιατί έγινε όπως έγινε, για να μάθει περισσότερα για το συλλογικό εαυτό μας και για να μπορέσει να δει καθαρά κάπως μπροστά, γνωρίζοντας πια τι στ αλήθεια υπάρχει πίσω”.

Στην ερώτηση τι θα κάνει ο ΓΚ απο δω και μπρος η απάντηση είναι “κάτι ωραίο και σημαντικό” γιατί δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο από αυτό.

*Από την παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Κωνσταντινίδη «Επιλέγοντας»