Μια μακρά (και αχρείαστη;) εκλογική διαδικασία, τελειώνει επιτέλους. Οι διαρκείς συζητήσεις στα τηλεοπτικά στούντιο άφηναν απ’ έξω την ουσία της υπόθεσης, την ίδια την κοινωνική βάση. Όλα τα προγράμματα των κομμάτων εστιάστηκαν σε μέτρα πολιτικής, που ουσιαστικά δεν θα μπορούν και να εφαρμόζονται. Περισσότερο κι από την προηγούμενη χαμένη διετία. Η κοινωνία δεν ακούει.
.
Μέσα σ’ αυτόν τον αχταρμά, εμείς υποστηρίξαμε ως πολιτική λύση το, όπως το ονομάσαμε, Κέντρο έκτακτης ανάγκης. Το κόμμα-κλειδί αυτού του Κέντρου, εκ των πραγμάτων, έχει αναδειχθεί η ΔΗΜΑΡ. Είναι το πιο αξιόπιστο στη συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία. Δεν βαρύνεται τόσο με τα σφάλματα του πρόσφατου παρελθόντος. Όπως δικαίως και αδίκως το ΠΑΣΟΚ, μαζί με μικρότερες δυνάμεις, που επίσης στις σημερινές συνθήκες αποτελούν μέρος του Κέντρου.
.
Για μας, το να ενισχυθεί το Κέντρο και ειδικότερα η ΔΗΜΑΡ, σημαίνει μεγαλύτερες δυνατότητες επιτυχίας της μόνης διεξόδου, της εθνικής συνεννόησης. Όσο πιο μεγάλη είναι η εκλογική του δύναμη, τόσο θα αναγκάσει και τις δυο άκρες του όψιμου διπολισμού (και όποιον κόψει πρώτος το νήμα) να αποδεχθεί μια μετακίνηση προς τη λογική. Η πλατφόρμα της ΔΗΜΑΡ μπορεί να είναι η βάση συζήτησης στην προσπάθεια συγκρότησης κυβέρνησης εθνικής συνεννόησης.
.
Αν μια τέτοια προσπάθεια έχει στοιχειώδη αποτελέσματα και σχηματιστεί μια ευρεία κυβέρνηση, μπορούμε να ελπίζουμε ότι η χώρα έχει πιθανότητες αποφυγής της καταστροφής.
.
Με δύο προϋποθέσεις :
.
Η πρώτη και πιο σημαντική αφορά το εθνικό μέτωπο. Το μέγα πρόβλημα της χώρας είναι η αποκατάσταση σχέσεων εμπιστοσύνης με την κοινωνία. Αυτές οι σχέσεις διερράγησαν πλήρως, γιατί το πολιτικό σύστημα (ως σύνολο: κυβέρνηση και αντιπολίτευση) δεν κατάφερε να πείσει τους πολίτες ότι μπορεί να νοικοκυρέψει με δίκαιο τρόπο την εκτροχιασμένη ελληνική οικονομία. Αλλά και η ίδια η κοινωνία, υφιστάμενη την τρομακτική πολιτική ανεπάρκεια στη διαχείριση της καθημερινής μας ζωής, αλλά και αναπολώντας το πρωτοφανές για τα ελληνικά μέτρα, επίπεδο ευημερίας, δυσκολεύεται να αποδεχθεί να μπει σε μια νέα προσπάθεια ανάκαμψης.
.
Αυτή η άρνηση, δεν αποτελεί «προνόμιο» μόνο της ελληνικής κοινωνίας (παρά τις ακραίες μορφές που εδώ καταλαμβάνει), αλλά χαρακτηρίζει σε ανάλογο βαθμό το σύνολο των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Κι η πραγματικότητα αυτή αποτελεί το υπόβαθρο του συνόλου των εγκατεστημένων θεσμών των καθέκαστα εθνικών κοινωνιών, αλλά και των ευρωπαϊκών θεσμών. Είναι θεσμοί μιας εποχής που παρήλθε ανεπιστρεπτί. Με άλλα λόγια, η ανάκαμψη -κι αυτή είναι η δεύτερη προϋπόθεση- είναι δύσκολη, θα καθυστερήσει κι αν έρθει, θα αφορά την Ευρώπη ως σύνολο. Θα αφορά την αναμόρφωση του παραγωγικού και εργασιακού περιβάλλοντος πρωτίστως. Η αξία της εργασίας έχει υποβαθμιστεί μέσα στις ίδιες τις κοινωνίες μας. Το παραγωγικό περιβάλλον έχει καταστεί σχεδόν παρασιτικό και διαφορικά, στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Και οι κοινωνικοί όροι, υποκειμενικοί (κατανόηση της νέας κατάστασης) και αντικειμενικοί (δημογραφική κατάρρευση), δεν βρίσκονται στην καλύτερή τους φάση. Αν προσθέσουμε και τη γενικότερη απώλεια οικονομικής ισχύος της Ευρώπης, έχουμε το δύσκολο τοπίο.
.
Αν η πραγματικότητα έχει τα παραπάνω στοιχεία, το μέγα εθνικό ερώτημα, είναι: Θα μπορέσει να υλοποιηθεί μέσα σ’ αυτό το τοπίο μια ιστορικής διάστασης εθνική συνεννόηση, στο πολιτικό πρωτίστως επίπεδο, ώστε να παρακολουθήσει και να συμμετάσχει στις δύσκολες αντιφατικές και αργές ευρωπαϊκές εξελίξεις; Και το σπουδαιότερο, αυτή η πολιτική συνεννόηση θα μπορέσει να «κατέβει» στην κοινωνία, ώστε να αρχίσει η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας;
.
Μπορούμε να θεωρήσουμε, ως υπόθεση εργασίας, ότι το κίνημα οργής για την απώλεια της (έστω με δανεικά) ευημερίας και μετάθεσης της ευθύνης στους άλλους, τους πολιτικά αντίθετους και την ευρωπαϊκή ηγεσία, έφτασε στο απόγειό του. Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει αυτή την εκτόξευση, όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και του Καμμένου, ακόμα και της Χρυσής Αυγής… Και αντίστοιχα, τον καταποντισμό των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων.
.
Η πραγματική αυγή της επόμενης ημέρας, δεν μπορεί παρά να είναι η εναρκτήρια της αυτογνωσίας της ίδιας της κοινωνίας, όλων μας. Και το πλαίσιο μιας εθνικής συνεννόησης είναι το μόνο κατάλληλο.