Φαίνεται, ότι η μυθοπλασία διαπερνά την ελληνική πραγματικότητα από την αρχαιότητα, όταν ο μύθος αποτελούσε στοιχείο του στοχασμού και είχε οργανικό δεσμό με τον λόγο στην προσπάθεια κατανόησης του κόσμου, μέχρι σήμερα.
Βέβαια στην σύγχρονη εποχή της κυριαρχίας της επιστημονικής γνώσης και της τεχνολογίας ο μύθος δεν αποτελεί εργαλείο για την ερμηνεία της πραγματικότητας στην δυναμική προβολή της στο μέλλον. Σίγουρα μπορεί να είναι χρήσιμος στο πλαίσιο της αποτύπωσης μεταφυσικών αναζητήσεων.
Στην Ελλάδα όμως βρίσκει πρόσφορο έδαφος για την ευδοκίμηση του τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η μυθοπλασία ακμάζει και αποτελεί μάλιστα δομικό στοιχείο της πραγματικότητας. Μόνο που τώρα έχει αλλάξει προσανατολισμό και στα δύο προαναφερθέντα επίπεδα και στοχεύει είτε στην καλλιέργεια φαντασιώσεων στους πολίτες σε σχέση με την βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους στο μέλλον είτε στην αποδοχή από τον πολίτη, καταναλωτή της μυθοπλασίας, ότι η φαντασίωση κινείται στα όρια της πραγματικότητας.
Γι’ αυτό και στις δύο περιπτώσεις απουσιάζει ο ορθολογισμός. Βασικό εργαλείο είναι η καλλιέργεια ονειρικών καταστάσεων στους πολίτες σε σχέση με το απροσδιόριστο μέλλον. Το θέμα είναι, ο πολίτης να δεχθεί την αληθοφανή παρουσίαση της πολιτικής μυθοπλασίας και να αντιδράσει θετικά στις εκλογικές του επιλογές.
Πέρα από την ωραιοποίηση της πραγματικότητας του μέλλοντος και την παρουσίαση της ως εφικτό πολιτικό στόχο, ακόμη και αν υπερβαίνει τα όρια της λογικής και των αντικειμενικών δυνατοτήτων του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, η μυθοπλασία ως μέσο πολιτικής επικοινωνίας βασίζεται και ταυτοχρόνως επενδύει σε ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης.
Στο πλαίσιο αυτού του τρόπου η μυθοπλασία λειτουργεί ως παράγωγο της εξιδανίκευσης του παρελθόντος, ενώ παράλληλα προωθεί μια μορφή εγκυκλοπαιδισμού στη νοητική προσέγγιση του ως γνωστικού αντικειμένου, ώστε ο πολίτης να μπορεί να γενικεύει το περιεχόμενο της μυθοπλασίας και να του προσδίδει ρεαλιστικές διαστάσεις. Το παρελθόν είναι πραγματικό και πάνω του μπορεί να χτίσει τα όνειρα του.
Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα με το πλούσιο και ευρύτερα σημαντικό ιστορικό παρελθόν είναι εύκολο, εάν δοθούν τα κατάλληλα ερεθίσματα, να πιστεύει ο κάθε πολίτης, ότι μπορεί να «τα κάνει όλα», αφού άφησε παρακαταθήκη μια τόσο αξιόλογη πνευματική κληρονομιά. Με άλλα λόγια εξιδανίκευση του ιστορικού παρελθόντος ως προς τις δυνατότητες του «έθνους» και κατ’ επέκταση αποδοχή της μυθοπλασίας σε σχέση με την ορθότητα της και την υλοποίηση της. Ο αρχαιοελληνικός στοχασμός και λόγος προϋποτίθενται, χωρίς να ισχύουν τώρα.
Οι «δάφνες» του παρελθόντος νομιμοποιούν την σημερινή στατικότητα και απραξία της κοινωνίας σε σχέση με το μέλλον. Με αυτό τον τρόπο βέβαια δεν γίνονται οι απαραίτητες υπερβάσεις, ώστε να μην λειτουργούν ανασταλτικά οι παθογένειες τόσο της κοινωνίας όσο και του πολιτικού συστήματος.
Ο χρόνος περνά με μεγάλη ταχύτητα, χωρίς να πραγματοποιούνται οι κατάλληλες δομικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα συμβάλλουν στην απόκτηση κοινωνικής δυναμικής. Όλα μένουν στατικά ή οι πολιτικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται στο σωστό χρόνο και οι εκπορευόμενες από αυτές δράσεις ακολουθούν ανάλογη πορεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μεταρρυθμίσεις, που έπρεπε να έχουν γίνει στο παρελθόν με στόχο τον ζωτικής σημασίας για την χώρα εκσυγχρονισμό των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων. Δεν έγιναν στο σωστό χρόνο και τις κάνουμε τώρα στο πλαίσιο του μνημονίου με βίαιο τρόπο.
Η κοινωνία όμως δυσκολεύεται και αποδυναμώνεται η συνοχή της, ενώ η πορεία παρακμής συνεχίζεται.
Για τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ είναι όλα «υπό έλεγχο», ακόμη και ο αυτοκαταστροφικός προσανατολισμός της. Αρκεί να λειτουργεί ο εγκυκλοπαιδισμός του τρόπου σκέψης, σύμφωνα με τον οποίο σχεδόν όλα ερμηνεύονται με την επίκληση του ιστορικού παρελθόντος και παράλληλα δεν χρειάζεται η επεξεργασία και μετεξέλιξη του, ώστε να γεφυρώνεται το κενό μεταξύ αυτού και του παρόντος στην δυναμική προβολή του στο μέλλον. Αυτό το έλλειμμα καλύπτεται από την μυθοπλασία.
Με αυτό τον τρόπο είναι εύκολη η χειραγώγηση των πολιτών, διότι διαμορφώνονται οι κατάλληλες συνθήκες για την ενεργοποίηση του συναισθήματος και την λειτουργία του ως μηχανισμού αξιολόγησης των πολιτικών υποσχέσεων για το μέλλον. Οπότε είναι πολύ φυσικό να εξαρτάται η αξιοπιστία τους από τα πολιτικά πρόσωπα και τις φαντασιώσεις, που δρομολογούν και όχι από την λογική συνέπεια των επιχειρημάτων και την αντικειμενική πραγματικότητα.
Αυτή η κατάσταση βέβαια ερμηνεύει και την ποιότητα του πολιτικού λόγου και τους ισχυρισμούς των πολιτικών προσώπων στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης, οι οποίοι στοχεύουν κυρίως στην μείωση της αξιοπιστίας των αντιπάλων προσώπων και μέσα από αυτό να πλήξουν τις προτάσεις των κομμάτων αναφοράς τους. Ουσιαστικός διάλογος για το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα των προτάσεων και προγραμμάτων σε σχέση με την πραγματικότητα δεν γίνεται.
Γι’ αυτό και περισσεύουν οι «πολιτικές μαγκιές» και οι χαρακτηρισμοί «ψεύτης», «ανίκανη κυβέρνηση» και πολλοί άλλοι. Με αυτά τα δεδομένα τόσο τα κόμματα όσο και τα πολιτικά πρόσωπα, ακόμη και σε κρίσιμες περιόδους για την προοπτική της χώρας, δεν διαλέγονται ούτε αναζητούν κοινά σημεία και δυνατότητες σύγκλισης και συναίνεσης.
Ο καθένας «τραβάει το δρόμο του» και πίσω του ακολουθεί το τμήμα της κοινωνίας, που επενδύει στις μυθοπλασίες, τις οποίες εύκολα του «πουλάνε», ή διογκώνεται σταδιακά η αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη περισσότερο προβληματική και επικίνδυνη, όταν η μυθοπλασία υπερβαίνει τα όρια του εργαλείου στο πλαίσιο της πολιτικής επικοινωνίας και παίρνει διαστάσεις πλήρους υποκατάστασης της σύγχρονης πραγματικότητας από το ιστορικό παρελθόν και την εξιδανίκευση του ως προς την υπεροχή του «έθνους».
Από αυτό το σημείο και μετά ο εθνολαϊκισμός κυριαρχεί ανεξάρτητα από την πολιτική γεωγραφία των κομμάτων. Εκφράζεται δε με πολλούς τρόπους, ανάλογα με την ιδεολογική και πολιτική αφετηρία κομμάτων και προσώπων. Κυρίως καλλιεργείται η εσωστρέφεια, είτε με το περιτύλιγμα του εθνικισμού είτε με την μορφή της συνωμοτικής λειτουργίας των «ξένων» κατά της χώρας με στόχο να την «υποδουλώσουν» ή με σύγχρονη ορολογία «να την εξαγοράσουν».
Με αυτούς τους τρόπους διευκολύνεται η άσκηση επιρροής στις κοινωνικές μάζες, διότι ουσιαστικά «καταργείται» ο ορθολογισμός. Αρκεί να ληφθεί υπόψη, ότι η εσωστρέφεια προωθείται, χωρίς να υπολογίζεται, ότι στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση των κοινωνιών σε όλους τους τομείς, από τον οικονομικό και τον πολιτικό μέχρι τον πολιτισμικό και κατ’ επέκταση αξιακό. Με άλλα λόγια, η χώρα ωθείται σε άλμα στο κενό.
Το πρόβλημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, αν συνυπολογίσουμε και την ύπαρξη μη παραγωγικής οικονομίας και την πολύ αργή κίνηση του χρόνου στην Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο το κοινωνικά ωφέλιμο εξαρτάται από την βούληση των πολιτικών προσώπων και των οικονομικών ελίτ και όχι από τις ανθρώπινες ανάγκες και τα κοινωνικά συστήματα, που το παράγουν.
Το παράδειγμα της «μεγαλοθυμίας» του πρωθυπουργού, να δοθούν τα εκατομμύρια ευρώ από την δημοπράτηση των αδειών λειτουργίας των τηλεοπτικών καναλιών στους «αδύναμους», είναι χαρακτηριστικό του πολιτικού παραλογισμού, όταν ακόμη δεν υπάρχει πρόταση για το οικονομικό μοντέλο, που θα ακολουθήσει η χώρα για να γίνει ανταγωνιστική και να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα της.
Συμπληρωματικό ρόλο στις πολλαπλασιαστικές αρνητικές επιπτώσεις της μυθοπλασίας παίζει η παθητική συμμετοχή της κοινωνικής πλειοψηφίας, επειδή δεν αξιοποιεί επαρκώς τον ορθολογισμό στην πολιτική της λειτουργία, αλλά «αφήνεται» στην ονειρική πραγματικότητα σε σχέση με το μέλλον, με την οποία «βομβαρδίζεται» επικοινωνιακά.
Το αρνητικό είναι, ότι το πολιτικό σύστημα στο σύνολο του λειτουργεί με αυτή την λογική. Αξιοποιεί δε ανάλογα και τις δυνατότητες της τεχνολογίας στον επικοινωνιακό τομέα, με αποτέλεσμα την χειραγώγηση των πολιτών, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς δεν είναι σε θέση, ως άτομα, να προσεγγίσουν, να αναλύσουν και να κατανοήσουν τον πολύπλοκο κόσμο, που τους περιβάλλει.
Με αυτά τα δεδομένα όμως ο σχεδιασμός του μέλλοντος γίνεται πολύ δύσκολος, διότι οι κοινωνίες δεν αναπτύσσουν την δυναμική, που απαιτείται, στην ταχύτατα μετασχηματιζόμενη πραγματικότητα. Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι πολύ αντιπροσωπευτικό. Οι πολίτες παραμένουν ακόμη δέσμιοι των μυθοπλασιών και της ακινησίας ή καλύτερα προσκόλλησης στο εξιδανικευμένο και μη επεξεργασμένο και μετεξελιγμένο ιστορικό παρελθόν ως μέσο αυτοπροσδιορισμού.
Αυτό σταδιακά οδηγεί την κοινωνία στην πολιτισμική αλλοτρίωση, διότι δεν παράγει αξίες, οι οποίες ισορροπούν την σύγχρονη δυναμική της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής κυριαρχίας σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης με την πολιτισμική της ταυτότητα, που διαμόρφωσε στην ιστορική της διαδρομή. Αργά μεν αλλά σταθερά εσωτερικεύει αξίες, οι οποίες διοχετεύονται στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και εκφράζουν τις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης.
Επειδή δε η νεολαία είναι πιο θετική σε αυτό το φαινόμενο της «διεθνοποίησης» της κουλτούρας, προκαλούνται μερικές φορές διαγενεακές αντιθέσεις, διότι η τρίτη ηλικία δύσκολα μπορεί να συμπορευθεί. Σε αυτή την περίπτωση η μυθοπλασία δεν προσφέρει την αναγκαία βοήθεια. Σε βάθος χρόνου η πολιτισμική αλλοτρίωση θα έχει συντελεσθεί πλήρως.