Αποτελεί εμπειρική διαπίστωση, ότι όσο περισσότερο γερνάει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο αναπολεί το παρελθόν, το οποίο ως ένα βαθμό εξιδανικεύει και το χρησιμοποιεί ως αξιακή αφετηρία για να κρίνει και να αξιολογήσει το παρόν και το μέλλον.
Φαίνεται, ότι ανάλογη πορεία γήρανσης ακολουθούν και συλλογικά πολιτικά μορφώματα, όπως είναι τα κόμματα. Το κακό δε είναι, ότι η γήρανση αυτή υπερβαίνει τα βιολογικά όρια του πολιτικού προσωπικού και των πολιτών, οι οποίοι ενεργοποιούνται στα κόμματα και στις πολιτικού χαρακτήρα εκδηλώσεις και άπτεται του τρόπου σκέψης και του περιεχομένου της πολιτικής.
Πολύ χαρακτηριστικό ποιοτικό στοιχείο του τρόπου, με τον οποίο προσεγγίζεται η πραγματικότητα στο επίπεδο της πολιτικής σκέψης, από την ανάλυση μέχρι τον σχεδιασμό, είναι η στατικότητα και ο ιδεοληπτικός προσανατολισμός στο παρελθόν, τα οποία δεν συμπορεύονται με την δυναμική της εξέλιξης. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να την εκφράσει το πολιτικό σύστημα και πολύ περισσότερο να την σχεδιάσει.
Δεν είναι σε θέση να κατανοήσει, ότι η εξέλιξη εκτείνεται στο μέλλον και μετασχηματίζει την πραγματικότητα, στην οποία βασίζεται ο αναγκαίος μακροπρόθεσμος στρατηγικός και πολιτικός σχεδιασμός. Οι συνθήκες ρευστότητας, οι οποίες κυριαρχούν στα διάφορα κοινωνικά συστήματα (οικονομικό, πολιτισμικό, ασφαλιστικό κ.λ.π.) αποτελούν τροχοπέδη για τις δυνατότητες των σημερινών κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού.
Αδυνατούν να επεξεργασθούν πολιτικά τις αλλαγές, οι οποίες είναι απότοκοι της κυριαρχίας της κοινωνίας της γνώσης και της παγκοσμιοποίησης και να εγγυηθούν την ομαλή πορεία της κοινωνίας προς το μέλλον. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν η πραγματικότητα εξελίσσεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα με την αξιοποίηση της τεχνολογίας και έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της πολυπλοκότητας.
Όσο δε προχωρούμε προς το μέλλον, οι δυσκολίες θα πολλαπλασιάζονται, διότι οι παράμετροι, οι οποίες θα πρέπει να συνυπολογισθούν στον στρατηγικό και πολιτικό σχεδιασμό, θα πληθαίνουν και θα είναι πιο σύνθετες.
Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την δυνατότητα των πολιτών, τόσο ως ατομικών όσο και ως συλλογικών υποκειμένων στο πλαίσιο της κοινωνικής τους αναφοράς, να κατανοήσουν την πολυδιάστατη και πολύπλοκη πραγματικότητα, που τους περιβάλλει. Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα αυτό το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο, διότι η κοινωνία δεν έχει αποκτήσει ακόμη σύγχρονη δυναμική, ώστε να μπορεί να αντέξει την ταχύτητα μετασχηματισμού της σύμφωνα με τους ρυθμούς των ανεπτυγμένων κοινωνιών του Βορρά.
Αυτές οι συνθήκες διαμορφώνουν το κατάλληλο κλίμα για την κυριαρχία της λογικής της κοινωνίας του θεάματος στο επίπεδο της πολιτικής επικοινωνίας.
Με την καλλιέργεια φαντασιώσεων σε σχέση με το μέλλον «άγονται και φέρονται» οι πολίτες σύμφωνα με τις επιδιώξεις των κομμάτων στο πλαίσιο της διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας.
Αυτό όμως συμβάλλει ακόμη περισσότερο στην στασιμότητα και στην ακινησία του τρόπου σκέψης και του περιεχομένου, που χαρακτηρίζουν το πολιτικό σύστημα.
Αρκεί να λάβουμε υπόψη δειγματοληπτικά μόνο ένα μέρος των παραμέτρων, οι οποίες διαμορφώνουν την σημερινή πολύπλοκη πραγματικότητα στην Ελλάδα και θα αναδυθεί στην επιφάνεια το μέγεθος των δυσκολιών, που καλούνται να αντιμετωπίσουν το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία.
Οι συνθήκες, στις οποίες κινείται η χώρα, οριοθετούνται, μεταξύ άλλων, από την οικονομική κρίση, τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και την πορεία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για να καταστεί εφικτή η διαχείριση τους από το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
Κατ’ αρχήν επιβάλλεται να πραγματοποιηθούν συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις για την οικονομική εξυγίανση και την διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την πρόσδωση παραγωγικών χαρακτηριστικών στην οικονομία. Αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να γίνουν λειτουργικές επιλογές ως προς τους τομείς δραστηριοποίησης, ώστε να διασφαλισθεί η ανταγωνιστικότητα.
Παράλληλα πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια θα παίξει η αξιοποίηση της τεχνολογίας και οι αναγκαίες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε το ανθρώπινο κεφάλαιο να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις εργασιακές ανάγκες σε βάθος χρόνου.
Ταυτοχρόνως η χώρα έχει να διαχειρισθεί το φορτίο των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας είναι μέλος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάληψη των ευθυνών της ως προς την υποδοχή του αριθμού των προσφύγων, που της αναλογούν. Αυτό σημαίνει, ότι το πολιτικό σύστημα πρέπει να έχει σχέδιο για την εργασιακή και κοινωνική τους ενσωμάτωση. Η κοινωνία δε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις συνθήκες, που διαμορφώνονται χωρίς ρατσιστικές εξάρσεις και εσωστρέφεια.
Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, όταν η ανεργία υπερβαίνει το 24%, η νέα γενιά και ιδιαιτέρως αυτή, που έχει υψηλά προσόντα, μεταναστεύει, η φτωχοποίηση της κοινωνίας είναι σε πλήρη άνθιση και οι πολίτες έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο πολιτικό σύστημα, ενώ παράλληλα βιώνουν την έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης σε κάθε τους βήμα. Αρκεί να ληφθεί υπόψη η αδυναμία (ή έλλειψη βούλησης) για την αντιμετώπιση της διαφθοράς (π.χ. φοροδιαφυγή) και η δυσανάλογη επιβάρυνση των οικονομικά ασθενέστερων τόσο με τους άμεσους όσο και με έμμεσους φόρους.
Τέλος η προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαντάζει μακρινό όνειρο.
Οι κυβερνήσεις και οι κοινωνίες των κρατών-μελών αποδεικνύονται ανίκανες να ολοκληρώσουν το όραμα για μια Ενωμένη Ευρώπη. Η προσκόλληση στο ανύπαρκτο, ιδεοληπτικού τύπου σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, εθνικό συμφέρον δεν επιτρέπει την ολοκλήρωση του εγχειρήματος με την πολιτική και οικονομική ενοποίηση και στόχο την πραγμάτωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμφέροντος, αυτού που ταυτίζεται με την ισόρροπη ανάπτυξη ανάλογα με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας-μέλους.
Και όλα αυτά είναι μόνο ένα μέρος των παραμέτρων, οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη για ένα μακροπρόθεσμο πολιτικό σχεδιασμό από το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα.
Δυστυχώς τα πολιτικά κόμματα, τόσο του κυβερνητικού συνασπισμού όσο και της αντιπολίτευσης, μέχρι τώρα αποδεικνύονται ανεπαρκή για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας. Το μόνο, που κάνουν με επιτυχία, είναι η αναπαραγωγή ενός παρωχημένου τρόπου πολιτικής σκέψης χωρίς μακροπρόθεσμο (εικοσαετή τουλάχιστον) σχεδιασμό, ο οποίος θα επαληθεύεται από την εξέλιξη της πραγματικότητας και δεν θα αρκείται στην ιδεοληπτικού τύπου νομιμοποίηση σε «θεωρητικό» επίπεδο.
Επίσης αδυνατούν να αντιληφθούν και να κατανοήσουν, ότι η δυναμική της εξέλιξης στην εποχή της γνώσης έχει μεγάλη ταχύτητα και όποια κοινωνία δεν μπορεί να συμπορευθεί, αυτοπεριθωριοποιείται.
Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση σε άρθρο, το οποίο δημοσιεύθηκε στο πλαίσιο των διεργασιών για την δημιουργία ενός σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού φορέα στην Μεταρρύθμιση. «Αν προωθηθεί η ιδέα της συγκρότησης της επιτροπής με την συμμετοχή σημαντικών προσωπικοτήτων, τότε θα έχει γίνει ένα σημαντικό βήμα για τη δημιουργία ενός μεγάλου μεταρρυθμιστικού και προοδευτικού φορέα. Αυτό, δηλαδή, που τόσα χρόνια συζητάμε και τόσο ανάγκη έχει ο τόπος» (Α. Παπαδόπουλος, «Ξαναέγινε Ποτάμι», Μεταρρύθμιση, 31.3.2016).
Η διαπίστωση, «Αυτό, δηλαδή, που τόσα χρόνια συζητάμε και τόσο ανάγκη έχει ο τόπος», δείχνει με τον καλύτερο τρόπο την πολύ αργή κίνηση των πολιτικών εξελίξεων και κατ’ επέκταση της κοινωνικής δυναμικής.
Ο χρόνος στην Ελλάδα δεν εμπλουτίζεται με τα νέα δεδομένα, που διαμορφώνονται σε γεωπολιτικό επίπεδο και παράγονται στις διάφορες επιστήμες και στις τεχνολογικές τους εφαρμογές, με την ταχύτητα, η οποία θα ταίριαζε σε μια σύγχρονη ανεπτυγμένη κοινωνία.
Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τα υπόλοιπα κοινωνικά συστήματα. Γι’ αυτό δεν μπορεί η κοινωνία να απελευθερωθεί από τις παθογένειες του παρελθόντος. Αρκεί να αναφερθούν το πελατειακό σύστημα και η συντεχνιακή λογική, τα οποία πλέον αποτελούν δομικά στοιχεία του ελληνικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Η κοινωνία γερνάει όχι μόνο βιολογικά, αλλά και στην πολιτική της λειτουργία. Αν θα ήθελε κάποιος να την αποτυπώσει με παραστατικό τρόπο, τότε μόνο μία εικόνα ταιριάζει. Αυτή που συναντά κανείς στα καφενεία, όπου γίνεται ο «πολιτικός σχολιασμός» από τους γέροντες, οι οποίοι γαντζωμένοι στο παρελθόν κρίνουν το παρόν και το μέλλον, κουβαλώντας στις γηρασμένες και δύσκαμπτες πλάτες τους το δοξασμένο ιστορικό παρελθόν και τις παθογένειες του, αν και ζουν σε συνθήκες παρακμής.
Ανάλογος βέβαια είναι και ο πολιτικός διάλογος. Τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά εξαντλούνται στην προσπάθεια φθοράς των αντιπάλων με στόχο την ανάληψη της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας, χωρίς ολοκληρωμένη μακροπρόθεσμη πρόταση για την βιώσιμη πορεία της χώρας.
Για παράδειγμα ο πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε μετά τις αποκαλύψεις του Wikileaks για τον διάλογο Τόμσεν-Βελκουλέσκου και τις αντιδράσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ότι «Ο κ. Τσίπρας είναι αδιόρθωτος. Ζημιώνει τη χώρα. Κανείς δεν ελπίζει τίποτα από αυτόν. Γι’ αυτό πρέπει να φύγει τώρα» (Το Βήμα online, 6.4.2016).
Το θέμα όμως δεν είναι μόνο, εάν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ βλάπτει τη χώρα με τις πρακτικές, που ακολουθεί και την ανικανότητα της να καταπολεμήσει τις παθογένειες του παρελθόντος, που ταλαιπωρούν ακόμη τον τόπο, με σύγχρονη μακροπρόθεσμης στόχευσης πολιτική. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης χρεώνεται με καθοριστική συμμετοχή στην αδιέξοδη πορεία του τόπου, της οποίας τα αποτελέσματα υφίσταται τώρα η ελληνική κοινωνία.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Η κριτική στην κυβέρνηση δεν συνοδεύεται με την κατάθεση μιας ολοκληρωμένης πρότασης. Πολύ περισσότερο δεν πιστοποιείται η απελευθέρωση του κόμματος από τις δομικές του ανεπάρκειες και τις γενικότερες παθογένειες του πολιτικού συστήματος (π.χ. έλλειψη αξιόπιστων επιστημονικών μηχανισμών ανάλυσης της ελληνικής, ευρωπαϊκής και πλανητικής πραγματικότητας και σχεδίασης μακροπρόθεσμης βιώσιμης πολιτικής).
Με αυτά τα δεδομένα της πολιτικής και κοινωνικής γήρανσης η χώρα ακροβατεί στο κενό και κινείται προς το μέλλον «με βάρκα την ελπίδα» και πολύ υψηλό βαθμό διακινδύνευσης.