Σε δημοκρατικές κοινωνίες, στις οποίες η πολιτική θα έπρεπε να προωθεί την πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος και την βιωσιμότητα τόσο του ανθρώπου όσο και του οικοσυστήματος, διαπιστώνεται, ότι η δυναμική της εξέλιξης δεν είναι πολιτικά ελεγχόμενη και η πραγματικότητα θέτει επιτακτικά ερωτήματα σε σχέση με την προοπτική του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.
Αυτό πιστοποιείται από την ακολουθούμενη πολιτική για το κλίμα. Αν και το πολιτικό σύστημα στο πεδίο της διακυβέρνησης δεσμεύεται σε πλανητικό επίπεδο με συμφωνίες για την προστασία του (Συμφωνία για το κλίμα, Παρίσι, 2015), στην πράξη ακολουθείται μια πολιτική, η οποία δεν διασφαλίζει την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, αλλά διογκώνει επικίνδυνα το μέγεθος του προβλήματος και τον βαθμό διακινδύνευσης των κοινωνιών, που συνθέτουν την παγκόσμια κοινότητα.
Σύμφωνα με την «Έκθεση για την παγκόσμια διακινδύνευση» (Weltrisikobericht) των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, που συνεργάζονται στο πλαίσιο του «Bundnis Entwicklung hilft» και του πανεπιστημίου του Bochum στην Γερμανία, οι περισσότερο εκτεθειμένες χώρες του κόσμου στις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι οι νησιωτικές Vanuatu, Antigua, Barbuda και Tonga. Η Ελλάδα περιλαμβάνεται στις χώρες με «πολύ υψηλό βαθμό διακινδύνευσης», 19,62 έως 99,88% (Spiegel online, 12.9.2019, «Wo der Klimawandel am gefahrlichsten ist»).
Οι κίνδυνοι δε εκτείνονται από την πολύ υψηλή θερμοκρασία και τις ξηρασίες μέχρι τις ακραίες βροχοπτώσεις και τις πλημμύρες, ενώ οι επιπτώσεις στην υγεία είναι πολύ επικίνδυνες (π.χ. έλλειψη πόσιμου νερού, πρόβλημα στην καλλιέργεια διατροφικών αγαθών με αποτέλεσμα την πείνα κ.λ.π.) και παράλληλα θα αυξάνονται οι τοπικές συγκρούσεις και οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών.
Βέβαια οι υψηλές θερμοκρασίες έχουν και άλλες παρενέργειες στην ανθρώπινη υγεία, διότι προκαλούν «θερμοκρασιακό στρες» και καρδιακά προβλήματα. Ταυτοχρόνως στην Ευρώπη άρχισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και είδη κουνουπιών με επιβλαβείς επιπτώσεις, όπως ο ιός του Νείλου (Christiane Grefe, «Ich darf meinen Mund nicht halten, wenn Gefahr im Verzug ist», Zeit online, 11.9.2019).
Παράλληλα οι θαλάσσιοι πάγοι στην Αρκτική είναι στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας 7ετίας. Μόνο 3,9 εκατομ. τετραγωνικά χιλιόμετρα του Αρκτικού ωκεανού καλύπτονται με θαλάσσιους πάγους σύμφωνα με το Alfred-Wegener-Institut (AWI) στο Bremerhafen στην Γερμανία.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η δήλωση του διευθυντικού στελέχους του ινστιτούτου Christian Haas, ότι «μετά από δύο 10ετίες ίσως να μην υπάρχουν πάγοι το καλοκαίρι στην Αρκτική».
Είναι πλέον πολύ εμφανές, ότι οι προειδοποιήσεις της επιστημονικής κοινότητας για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της αλλά και οι ήδη συντελούμενες και πολύ ορατές αλλαγές με τα ακραία καιρικά φαινόμενα (και όχι μόνο) δεν αντιμετωπίζονται αποφασιστικά τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο.
Οι κοινωνίες τώρα αρχίζουν να διαισθάνονται (ακόμη δεν συνειδητοποιούν) τις ολέθριες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε σχέση με την βιωσιμότητα της ανθρώπινης οντότητας και του οικοσυστήματος. Και αυτό γίνεται περισσότερο στη νέα γενιά με αποτέλεσμα την διαμόρφωση ανάλογων κοινωνικών κινημάτων (Fridays for Future, Extinction Rebellion).
Στο πολιτικό πεδίο, στο πλαίσιο του οποίου θα μπορούσαν να ληφθούν λειτουργικές δεσμευτικές αποφάσεις για την άμεση και έγκαιρη αλλαγή της ακολουθούμενης αδιέξοδης πορείας, δεν γίνονται ουσιαστικές παρεμβάσεις. Συνεχίζει, για παράδειγμα, να στηρίζεται η παραγωγή ενέργειας σε ορυκτά καύσιμα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι αρνητικές για τον άνθρωπο και το περιβάλλον επιπτώσεις της εκπομπής αερίων.
Και ενώ οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σταδιακά διογκώνονται και δημιουργούν επικίνδυνες ανισορροπίες ακόμη και στις πλούσιες και ρυπογόνες χώρες με τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και τις αρνητικές συνθήκες ακόμη και για την υγεία των πολιτών, οι κυβερνήσεις ασχολούνται με την λειτουργικότητα και την οικονομική απόδοση των κοινωνικών συστημάτων, το μοντέλο οργάνωσης των οποίων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την κλιματική κατάρρευση.
Ακόμη δεν συνειδητοποιείται τόσο από το πολιτικό σύστημα όσο και από τις κοινωνίες, ότι δεν είναι εφικτή η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, εάν δεν γίνουν ριζικές αλλαγές στο μοντέλο οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών, οι οποίες «εγγίζουν» μέχρι και τον τρόπο ζωής των πολιτών (π.χ. διατροφικές συνήθειες, μέσα μετακίνησης κ.λ.π.).
Επείγει η έναρξη διαλόγου τόσο στις επιμέρους κοινωνίες όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο για την αναζήτηση λύσεων δομικού χαρακτήρα, οι οποίες πρέπει να είναι δεσμευτικές για όλους. Μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο μπορούν να αντιμετωπισθούν τα σύγχρονα πλανητικής εμβέλειας προβλήματα.
Η ευημερία, με τον τρόπο που οριοθετείται τώρα, υποσκάπτει την βιωσιμότητα του ανθρώπου, διότι δεν βασίζεται στην προσέγγιση της εξέλιξης μακροπρόθεσμα και των επιπτώσεων, που θα έχει στην πραγματικότητα σε βάθος χρόνου. Αυτά ισχύουν τόσο για το πολιτικό σύστημα όσο και για τις κοινωνίες.
Η ροή του χρόνου έχει πολύ μεγάλη ταχύτητα και επιβάλλει ανάλογη διαχείριση από τους πολιτικούς θεσμούς και από τους μεμονωμένους πολίτες και τις συλλογικές μορφές έκφρασης τους.
Επίσης στις κοινωνίες πρέπει να επανέλθει η διαμόρφωση λειτουργικών κοινωνικών αξιών, οι οποίες ισορροπούν την υλική ευημερία με το κοινωνικό συμφέρον και την βιωσιμότητα του ανθρώπου και του οικοσυστήματος.
Θα ανταποκριθεί τελικά η πολιτική στις ανάγκες του ανθρώπου και του οικοσυστήματος με στόχο την βιωσιμότητα τους ή θα υπηρετεί την μονοδιάστατη οικονομική λογική διαχειριστών κεφαλαίων σε πλανητικό επίπεδο, όπως είναι η Black Rock;