«τους αφήσαμε στην Ομόνοια γιατί εκεί είναι το φτηνό φαγητό, οι συμπατριώτες τους, το μετρό. Το επιχείρημα “γιατί όχι στην Εκάλη;» απαντώ τι να κάνουν στην Εκάλη….! Είναι σαν το ερώτημα «γιατί δεν τους πάει η υπουργός στο σπίτι της;»! Επειδή το Υπουργείο εδώ έχει γίνει το σπίτι μου θα τους φέρω εδώ, στο Υπουργείο, αν ενοχλούν. Έχει πολλούς διαδρόμους…»
«το ότι κοιμούνται στο δρόμο και δεν έχουν πού να πάνε και ότι ψάχνονται είναι ψέμα», σημειώνοντας ότι «στους όρους που έχουμε βάλει είναι να δηλώσει οικία κατοικίας αλλά και Αστυνομικό Τμήμα που θα πρέπει να παρουσιάζεται κάθε 15 μέρες».
Και με αυτές τις φράσεις η ΑΝΥΠ Μεταναστευτικής Πολιτικής επανέφερε το θέμα του μεταναστευτικού ως πρόβλημα. Δύσκολα κατανοεί κάποιος την ενέργειά της. Προφανώς, εγκλωβισμένη στην αφέλεια και εμμονές των αριστεροφανών προσεγγίσεων του κυβερνώντος κόμματος -αυτό συνάγεται και από την πενία των επιχειρημάτων της-, δεν αντιλαμβάνεται τις επιπτώσεις σε μέσο και απώτερο χρόνο από αυτήν την πράξη. Σε καμία περίπτωση, δεν είμαι θιασώτης αντιλήψεων εξοστρακισμού των μεταναστών και ούτε θεωρώ την εκ τύχης Ελληνική ιθαγένεια μου ως συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων. Έχω την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι και η ποιότητά τους δεν συναρτάται από το διαβατήριό τους, την πίστη ή το φύλο τους. Είμαι όμως πολίτης ενός Κράτους που οφείλει να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του με ρεαλισμό, σοβαρό προγραμματισμό και μέθοδο. Που οφείλει να ασκεί πολιτική υπέρ όλων, όσων βρίσκονται εντός των ορίων της επικράτειάς του.
Το μεταναστευτικό δεν είναι ήσσονος σημασίας κοινωνικό ζήτημα, καθώς συνδέεται άμεσα με την κοινωνική συνοχή, την παραγωγική διαδικασία, την δημόσια τάξη και ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις και με την εθνική ασφάλεια. Σε καμία περίπτωση δεν είναι ζήτημα που πρέπει να προσεγγίζεται με αφέλεια ή να χρησιμοποιείται ως όχημα επίδειξης επιτηδευμένης αριστεροσύνης.
Σε κάθε περίπτωση, όταν οι άνθρωποι μετακινούνται, είναι ευάλωτοι, αγχωμένοι και η ανασφάλεια κυριαρχεί την συμπεριφορά τους. Ακόμη και κατά τις μετακινήσεις ρουτίνας, αν και επιδρά ή δύναμη της συνήθειας και δεν είναι απολύτως συνειδητή αυτή η αίσθηση, θα παρατηρήσουμε ότι όλοι μας είμαστε ευαίσθητοι σε κάποιον άλλο θόρυβο, έξω από τον καθημερινό, στρέφουμε το βλέμμα αν ακουστεί κάποιος βηματισμός και θέλουμε να φθάσουμε το ταχύτερο δυνατόν στην ασφάλεια του χώρου τον οποίο γνωρίζουμε. Μπορούμε, επομένως, να φανταστούμε, πόσο αυτά τα αισθήματα οξύνονται όταν η μετακίνηση είναι αιφνίδια και ο προορισμός άγνωστος, δεν αφορά στην υποχρεωτική αυτή καθημερινότητα, αλλά προκύπτει υπό όρους εξαναγκασμού, βίας –όχι μόνον της προκαλουμένης εκ φυσικών καταστροφών ή εμπολέμων καταστάσεων, αλλά και εξ αυτής την οποία γεννά η οικονομική ένδεια.
Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία υποδοχής και ειδικότερα όταν δεν είναι προετοιμασμένη, εκλαμβάνει την έλευση των «ξένων» ως εισβολή και κυριαρχείται σταδιακά από την ανασφάλεια και τον φόβο, συναισθήματα που προκαλούνται τόσο από την παρουσία του άγνωστου και απρόσωπου αλλοδαπού, όσο και εκείνη την οποία επιφέρει η ύπαρξη μιας οικονομικής κρίσης, καθώς διάφοροι ανόητοι καλλιεργούν την εντύπωση ότι για την ανεργία των γηγενών ή ημεδαπών, ευθύνεται η παρουσία ξένων και όχι η ύφεση και η αδυναμία αναπτυξιακής δυναμικής.
Εντός αυτού του πλαισίου, η πιθανότητα δημιουργίας οξύνσεων, συνδυαζόμενη με την απουσία ουσιαστικής πολιτικής για την μετανάστευση και αδιάβλητων, αποτελεσματικά λειτουργικών θεσμικών οργάνων, αυξάνεται σε υψηλά επίπεδα επικινδυνότητας. Η πρόσφατη εμπειρία μας, το επιβεβαιώνει. Η ανεπάρκεια των οργάνων της Πολιτείας και η παρουσία αλλοδαπών, υπό καθεστώς γκρίζας ζώνης και σε κατάσταση οριακής εξαθλίωσης, απουσία ουσιαστικών ελέγχων έδωσε σε κάποια φασιστοειδή αποβράσματα την δυνατότητα να εκμεταλλευτούν το κενό και να «πουλάνε» προστασία στους κατοίκους του Αθηναϊκού κέντρου και να εκτονώνουν την ψυχωτική αθλιότητά τους, πάνω σε κάθε μετανάστη.
Η εικόνα που παρουσιάζει η ελληνική Πολιτεία στην αντιμετώπιση του θέματος, επιτρέπει την γέννηση σοβαρών αμφιβολιών που σχετίζονται με το κατά πόσο υπάρχει συνείδηση της ευθύνης την οποία συνεπάγεται η ύπαρξη άνω του 1,5 εκμ. αλλοδαπών. Η γενική αρχή της πολιτικής πρακτικής, να παραπέμπεται κάθε «καυτό» πρόβλημα στο μέλλον εφαρμόσθηκε απολύτως και σε αυτή την περίπτωση. Σύμφωνα με αυτήν, η πολιτική για την μετανάστευση, καρκινοβατεί ανάμεσα στην άρνηση και στην αφομοίωση, δίχως να διαμορφώνεται ένα σαφές και καθαρό πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον. Η ασάφεια και η άγνοια στην διαχείριση, είχαν ως αποτέλεσμα την αποτυχία ακόμη και στο ελάχιστο μέτρο, εκείνο δηλαδή της ένταξης του μεταναστευτικού πληθυσμού σε έναν κοινά αποδεκτά τρόπο καθημερινής διαβίωσης. Πρέπει να αποφασίσουμε αν θα είμαστε χώρα αφομοίωσης –έστω και μερικής- των μεταναστών είτε χώρα μη αφομοίωσης, δηλαδή χώρα που απλώς αναζητά εργατικό δυναμικό. Είναι προφανείς οι διαφορές που ανακύπτουν από την διάκριση των δύο αυτών προσεγγίσεων. Επ’ αυτού, δεν έχει προκληθεί καμία συζήτηση και μόνον δόγματα εκφράζονται. Κάθε πλευρά λαϊκίζει και η προκαλούμενη αντιπαράθεση στερείται ουσιαστικού περιεχομένου.
Αν για το ζήτημα των νομίμων και ειδικότερα των οικονομικών μεταναστών του πρώτου κύματος από την Αλβανία και τις πρώην Ανατολικές χώρες έχει, έστω και εκ των πραγμάτων, δρομολογηθεί κάποια λύση -με πάντοτε ανοικτά τα θέματα ένταξης και δικαιωμάτων που δεν πρέπει να θεωρούνται ασήμαντα ή μη χρίζοντα παρεμβάσεων-, το μείζον ζήτημα σήμερα, ανακύπτει από την παράνομη, αθρόα προσέλευση αλλοδαπών από την Ασία ( Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ιράκ κ.ά.) και από χώρες της Αφρικής. Μεταξύ των δύο ρευμάτων υφίστανται σημαντικές διαφοροποιήσεις.
Αφ’ ενός, οι πρώτοι μετανάστες ήταν πιο κοντά πολιτισμικά στην ελληνική κοινότητα (λόγω θρησκευτικής και εν γένει πολιτισμικής συνάφειας) και αφ’ ετέρου, είχαν στην μεγάλη πλειοψηφία τους προορισμό την Ελλάδα, είτε προσωρινά για την συγκέντρωση κάποιου κεφαλαίου από την εργασία τους και μετά να επιστρέψουν στην πατρίδα τους είτε αποσκοπούσαν σε μόνιμη μετοικεσία· οι πληθυσμοί μεταναστών του νέου ρεύματος, προσέρχονται με κάθε μέσο στην χώρα, προκειμένου να την χρησιμοποιήσουν κυρίως, ως πύλη εισόδου και διάμεσο σταθμό, για την μετάβασή τους σε άλλες, ανεπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. (Γερμανία, Σουηδία κ.λπ.) ή τις Η.Π.Α. και Καναδά (σε μια διαδρομή μέσω Ισπανίας). Για λόγους είτε οικονομικής αδυναμίας είτε νομικών εμπλοκών (σύλληψη, καταγραφή κ.λπ.), «κολλάνε» στην Ελλάδα και δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο μια κατηγορία σύγχρονων νομάδων πόλεων, από τους οποίους, άλλοι αρνούνται και άλλοι αδυνατούν να καταγραφούν και να αποκτήσουν νομιμοποιητικά έγγραφα, με επακόλουθη συνέπεια την ανεξέλεγκτη περιφορά τους στα αστικά κέντρα.
Η αδυναμία, ταυτοπροσωπίας και προσδιορισμού της χώρας προελεύσεως (όχι της χώρας διελεύσεως) –εφ’ όσον οι Διπλωματικές Αρχές των χωρών αυτών είτε δεν επιθυμούν την συνεργασία με τις ελληνικές Αρχές είτε πράγματι αδυνατούν να βεβαιώσουν την υπηκοότητά τους-, καθιστά αδύνατη την επαναπροώθησή τους και φυσικά δεν υπάρχουν κρατητήρια που να χωρέσουν όλους αυτούς τους ανθρώπους, με αποτέλεσμα μετά από κάποιες ημέρες (30-90 στην χειρότερη περίπτωση), να αφήνονται ελεύθεροι, για να επανεκκινήσει ο κύκλος όταν συλληφθούν την επόμενη φορά. Εφ’ όσον δεν αισθάνονται τον έλεγχο ή ακόμη και αυτήν την ελάχιστη υποχρέωση λογοδοσίας, την οποία συνεπάγεται η καταγραφή τους από τις Αρχές, δεδομένης της ένδειας και απόγνωσης -συνδυαζόμενες με το πολιτισμικό background (π.χ., για κάποιον φανατικό ισλαμιστή, η καταβολή χρηματικού αντιτίμου είναι υποχρέωση των αλλοθρήσκων για την δυνατότητά τους να έχουν άλλη θρησκεία και να συνεχίσουν να ζουν)-, αυξάνονται οι κίνδυνοι τέλεσης εγκληματικών πράξεων, φυσικά όχι ως γενικευμένη κατάσταση, από ακραία ή άτομα με οριακή και παραβατική συμπεριφορά. Ας μου επιτραπεί να παραθέσω κάποιες σκέψεις επί του θέματος, με κίνητρο την προσπάθεια εισφοράς στον δημόσιο διάλογο.
Προβλήματα στον σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικής για την μετανάστευση: Το μεταναστευτικό είναι θέμα με δύο κατευθύνσεις. Προσεγγίζεται και αντιμετωπίζεται είτε ως ζήτημα κοινωνικής ένταξης είτε ως ζήτημα Δημόσιας Τάξης (και εύκολα, ιδιαίτερα σήμερα, τρέπεται και σε πρόβλημα Εθνικής ή/και Ευρωπαϊκής Ασφάλειας). Ατυχώς, η επί 10ετίες, έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής για την μετανάστευση ή η ατολμία με την οποία αντιμετωπίσθηκε το θέμα, είχε οδηγήσει τα πράγματα –ειδικά στο κέντρο της Αθήνας-, στα όρια της δεύτερης εκδοχής, με τις ομάδες νεοφασιστών να αλωνίζουν, υποκαθιστώντας τις Αρχές.
Ο σχεδιασμός μιας πολιτικής για την μετανάστευση οφείλει να αφορά σε όλα τα στάδια που περιλαμβάνει η μετακίνηση. Απαιτούνται δηλαδή πρόνοιες για την είσοδο, την υποδοχή, την καταγραφή την παροχή εγγράφων ταυτοπροσωπίας και νομιμοποιητικών της παραμονής ή διαμονής, τον καθορισμό ποιός είναι μετανάστης και ποιός πρόσφυγας και ποιος δικαιούται απονομής ασύλου και για ποιους λόγους (ο ορισμός και οι προβλέψεις της Συμβάσεως της Γενεύης έχουν εκ των πραγμάτων ξεπερασθεί και χρίζουν αναθεωρήσεων). Ο όποιος σχεδιασμός όμως, πρέπει να είναι συμβατός με την επιλογή στόχου ο οποίος θα έχει τεθεί σχετικά με την προσδοκία αυτής της πολιτικής. Δηλαδή, θα στοχεύει στην πολιτική αφομοίωσης-ενσωμάτωσης ή απλώς θα διαχειρίζεται έναν πληθυσμό μεταναστών και θα δημιουργεί συνθήκες που θα τους υποχρεώνει να εγκαταλείψουν την χώρα, αφού πρώτα τους έχει εκμεταλλευθεί ως εργατικό δυναμικό; Η δεύτερη επιλογή φυσικά και δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει επιλογή. Εκτός του ότι στερείται ηθικής, δεν είναι συμβατή με την γενικότερη αντίληψη στην Ε.Ε. και κυρίως, με τις αρχές του σύγχρονου δικαίου. Η χρήση όρων αφομοίωση-ενσωμάτωση-ένταξη, προκαλεί σύγχυση καθώς η σημασιολογία τους δεν καθορίζεται επακριβώς. Οι όροι ενσωμάτωση και ένταξη είναι πολιτικοί και επομένως το περιεχόμενο και η σημασιολογία τους, υπόκεινται στις εκάστοτε κοινωνικές μεταβολές. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η ύπαρξη μιας «ένταξης» και «ενσωμάτωσης» κοινά αποδεκτής, καθώς οι μέθοδοι οι οποίες προωθούνται εξαρτώνται ευθέως και ανάλογα με τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες.
Αν προσπαθήσουμε να δώσουμε μία κατεύθυνση για την διεργασία αφομοίωσης, πρέπει να πούμε ότι πρόκειται για μια διαδικασία αλληλοδιείσδυσης και συγχώνευσης κατά την οποία συσσωματώνεται μία ομάδα στην κοινή πολιτιστική ζωή. Αυτή η διαδικασία είναι συνδεδεμένη με την «ορατότητα» (όρος που περιγράφει ο R. Park) δηλαδή την εμφανή διαφορετικότητα του μετανάστη λόγω των ιδιαίτερων πολιτισμικών στοιχείων τα οποία αυτός προσκομίζει από την χώρα προελεύσεώς του και τον κάνουν να διακρίνεται ως μέλος μιας ξεχωριστής ομάδας. Η διακοπή της επίδειξης αυτών διακριτών στοιχείων, καθιστούν τον μετανάστη «αόρατο» από το σύνολο της κοινωνίας στην οποία υπάρχει. Ευνοήτως, αυτή η διεργασία διαφοροποιείται από το άτομο σε σχέση με την ομάδα, η οποία καθίσταται ορατή ως διαφορετική πιο εύκολα και η διαδικασία αφομοίωσης καθίσταται πιο μακρά και σύνθετη. Και αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν στον σχεδιασμό μεταναστευτικής πολιτικής. Το δε υποκείμενο της διεργασίας αυτής μετέρχεται από διαφορετικά στάδια:
i. Την τεχνική και οικονομική αφομοίωση, δηλαδή μία εξωτερική προσαρμογή και συμμόρφωση στον γενικό τρόπο ζωής.
ii. Την πολιτισμική αφομοίωση, όπου κατά το στάδιο αυτό, προσλαμβάνονται νέα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, παραλλάσσονται τα παλαιά μέσω διεργασιών ψυχολογικής επαναπροσαρμογής
iii. Την εθνική αφομοίωση, δηλαδή την βιολογική ανάμιξη ουσιασικά μέσω επιγαμίας, θέμα που εξαιρετικά σπανίως αφορά την πρώτη γενιά.
Καθίσταται κατανοητό ότι για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αφομοίωσης, απαιτούνται, τουλάχιστον τρεις διαδοχικές γενεές.
Ένα σημείο το οποίο πρέπει να συγκρατείται, είναι πως οι μετανάστες εκτός από την υποχρέωση, να διαχειρισθούν θέματα που σχετίζονται με την άμεση επιβίωσή τους, πρέπει να ξεπεράσουν το πολιτισμικό shock που συνεπάγεται η μετακίνησή τους και η απότομη επαφή με έναν διαφορετικό πολιτισμό. Ταυτοχρόνως, δηλαδή, πρέπει να διέλθουν από μια διαδικασία από-κοινωνικοποίησης σε σχέση με την ήδη κοινωνικοποίησή τους στην χώρα προέλευσης και επανα-κοινωνικοποίησης στην χώρα την οποία προσήλθαν. Τούτο σημαίνει πως πρέπει να αποβάλλουν αξίες της κοινωνίας από την οποία έφυγαν και να υιοθετήσουν αξίες και στοιχεία της κοινωνίας υποδοχής. Η εξέλιξη αυτής της διεργασίας και η επιτυχής πορεία της χαρακτηρίζει την κατάληξη της διαδικασίας ενσωμάτωσης.
Για να γίνει δυνατή και επιτυχής η διαδικασία αυτή, πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν μια σειρά μεταβλητών παραμέτρων, όπως:
i. Η φύση των κινήτρων μετανάστευσης και ιδιαίτερα να εκτιμάται η φύση της κρίσης η οποία ώθησε τους μετανάστες στην μετακίνηση,
ii. Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και η δομή της μεταναστευτικής διαδικασίας,
iii. Η διαδικασία θεσμοποίησης στην χώρα υποδοχής
iv. Οι διευκολύνσεις που οι θεσμοί αυτοί παρέχουν προς τους μετανάστες και οι υποχρεώσεις και απαιτήσεις που έχουν από αυτούς.
v. Η συμβατότητα των δυνατοτήτων και απαιτήσεων με τις προσδοκίες των μεταναστών και τις κοινωνικο-πολιτικές τους αξίες,
vi. Τα όρια ανοχής, πλουραλισμού και ευελιξίας της κοινότητας υποδοχής σχετικά με την κατανομή και το περιεχόμενο των κοινωνικών ρόλων
vii. Η παρουσία παραγόντων που δημιουργούν συνθήκες, αν όχι διάλυσης, πάντως διατάραξης της κοινωνικής συνοχής.
Ένα βασικό σφάλμα, στην όλη διαχείριση της μετανάστευσης στην χώρα μας, εντοπίζεται στο γεγονός ότι η συζήτηση εστιάζει αποκλειστικά στο πεδίο των Δικαιωμάτων –προφανώς αυτό δεν υποτιμάται-, δίχως να επεκτείνεται στην ανάλυση και προσπάθεια κατανόησης των αιτίων τα οποία ωθούν πληθυσμούς στην μετακίνηση από την πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών. Τούτο, έχει ως άμεση επίπτωση την αντιμετώπιση του μετανάστη ως αυτουργού και όχι ως υποκειμένου της μετακίνησης, πράγμα που δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες, προκειμένου να αποκτήσουν ερείσματα οι ρατσιστικές και εν πάση περιπτώσει, οι αντιδραστικές και ξενοφοβικές προσεγγίσεις. Αυτό, η προσπάθεια δηλαδή της επεξήγησης του φαινομένου ως διαχρονικό και ανεξαρτήτου της βουλήσεως των ατόμων, έχω την εντύπωση ότι θα βοηθούσε σημαντικά στην δημιουργία και στήριξη από το σύνολο των πολιτών, μιας ουσιαστικής και αποδοτικής πολιτικής για την μετανάστευση και θα διευκολυνθούν οι διαδικασίες και τα στάδια αφομοίωσης και ενσωμάτωσης.
Η μετανάστευση στην Ελλάδα: Η ελληνική Επικράτεια, έχει καταστεί τόπος υποδοχής πληθυσμών εκτός Ελλάδος σε πολλές ιστορικές περιόδους. Ομογενείς πρόσφυγες από χώρες του Πόντου ή από την Αφρική, μετά το τέλος της αποικιοκρατίες, ενώ οι πολιτικές αλλαγές και οι κρίσεις που αυτές επέφεραν κατά την 10ετία 1970 προεκάλεσαν την δημιουργία ρεύματος εισροής Αράβων –κυρίως Χριστιανών-, από τις χώρες της Μέσης και Εγγύς Ανατολής. Επίσης, κατά το πρώτο ήμισυ της 10ετίας αυτής εμφανίζεται η προσέλευση εργατών από Φιλιππίνες, Αίγυπτο, Μαρόκο κ.λπ. Οι επίσημοι υπολογισμοί παρουσιάζουν έναν αριθμό 15.000 παρανόμως διαμενόντων αλλοδαπών εργαζομένων, ενώ εκτιμήσεις επιστημονικών και κοινωνικών φορέων ανεβάζουν αυτόν τον αριθμό στις 60-100.000 και το 1989 ο αριθμός αυτός ανέρχεται περί τις 200-300.000. Είναι σημαντικό να συγκρατηθεί ότι το πρόβλημα της καταγραφής και υπάρξεως πραγματικών στοιχείων περί του αριθμού, εθνικής κατανομής και ειδικότητας, παραμένει το ίδιο σε όλη την διάρκεια 3ων-4ων δεκαετιών και φυσικά είναι απορίας άξιον διότι η Ελλάδα, ειδικά την 10ετία του 1970, έχει υπάρξει, ταυτοχρόνως και χώρα υποδοχής και χώρα εξαγωγής μεταναστών.
Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι η χώρα μας δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αποδέκτης μεταναστών, αλλά και σε προηγούμενες περιόδους, ομάδες ανθρώπων, μετακινήθηκαν προς αυτήν. Μην παραβλέπουμε ότι ακόμη και οι ομογενειακοί πληθυσμοί, διαβιούντες εκτός Ελλάδας, μεταφέρουν σημαντικές μνήμες και πολιτισμικά στοιχεία από την κοινωνία της χώρας όπου προήλθαν. Είναι άλλωστε, γνωστά τα προβλήματα της ένταξης στην καθημερινή ζωή, των προσφύγων από την Μικρά Ασία ή των ομογενών από τον Πόντο και την τότε ΕΣΣΔ, αυτά υπάρχουν σε κάθε περίπτωση, καθώς ο γηγενής πληθυσμός της χώρας υποδοχής είτε είναι ελλειπώς προετοιμασμένος είτε δεν διαθέτει την ελαστικότητα και την ανοχή για την ενσωμάτωση των προσερχομένων είτε αισθάνεται να απειλείται. Φυσικά στην περίπτωση ομογενειακής ομάδας η προοπτική ενσωμάτωσης επιταχύνεται καθώς η διαδικασία υποβοηθείται από τα ενυπάρχοντα -έστω και παρηλλαγμένα-, κοινά εθνοτικά χαρακτηριστικά και είναι πιο βατή.
Αρχικώς, η αιφνιδιαστική είσοδος κατά την 10ετία του 1990 αντιμετωπίσθηκε με διστακτικότητα και υπό την πίεση κραυγών (θυμόμαστε πόσοι «πρόεδροι» συλλόγων ληστευθέντων, παρήλαυναν από τα τηλεοπτικά δίκτυα…). Μόλις το 2001, μετά δηλαδή από μια 10ετή περίοδο υποδοχής μεταναστευτικών ροών ψηφίζεται ο Ν. 2910/2001. Ήταν απολύτως ανεπαρκής και ασαφής, καθώς δεν απαντούσε ουσιαστικά σε κανένα από τα ζητήματα που ανέκυπταν από την εισροή μεταναστών στην Ελλάδα. Η ελληνική κακοδαιμονία που επηρεάζει και την νομοθετική πρωτοβουλία, δηλαδή η σύνταξη νόμων υπό την πίεση των γεγονότων και όχι υπό το πρίσμα μιας ανάλυσης και σχεδιασμού, οδήγησε στην δημιουργία του επομένου Ν.3386/2005 και ο οποίος, αποτελούσε μια αντιγραφή με κάποιες, ελάχιστες, βελτιώσεις του προηγουμένου 2910/01 και κρίθηκε αναγκαία η τροποποίησή του με τον Ν.3448/2006 και αργότερα αντικατεστάθη από τον Ν.3536/2007 που ατύχησε και αυτός, όπως και οι προηγούμενοι. Η δημιουργία 3 νομοθετημάτων και τα άπειρα Προεδρικά Διατάγματα, σε πραγματικό χρονικό διάστημα μικρότερο της 2ετίας, είναι ενδεικτικό σημείο της πρόχειρης αντιμετώπισης του μεταναστευτικού –πλέον- προβλήματος.
Επομένως, θα ανέμενε κάποιος, η σημερινή Κυβέρνηση να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη σοβαρότητα το ζήτημα και να δώσει λύσεις πιο σοβαρές. Να εξαγγείλει και να εφαρμόσει μία συγκροτημένη και επεξεργασμένη πολιτική. Είναι σημαντικό και απολύτως θετικό το γεγονός της ίδρυσης χαρτοφυλακίου, μιας και απαιτείται πολιτική και όχι απλά, διοικητική παρέμβαση. Αυτό, ακυρώνεται όμως από την προχειρότητα των ενεργειών της Αναπληρ. Υπουργού. Δεν είναι ο αριθμός φιλοξενουμένων –πράγματι μικρός σε σχέση με το σύνολο των μεταναστών-, στα Κέντρα Κράτησης, αλλά η όλη αποτρεπτική λειτουργικότητά τους.
Η εικόνα που εμφανίσθηκε με το «άδειασμα» δεκάδων μεταναστών, χύδην, στο Αθηναϊκό κέντρο, δημιουργεί ευρέα περιθώρια επαναφοράς του κλίματος 2008-2010, πράγμα άκρως επικίνδυνο την περίοδο την οποία διανύουμε, με ακραίες ομάδες να αποενοχοποιούνται και να επιχειρούν να καταστήσουν την Χρυσή Αυγή ως τον εναλλακτικό πόλο.
Αναγκαίες παρεμβάσεις:.
Υπό την ανάγκη λειτουργικότητας και ταχύτερης διεκπεραίωσης διαδικασιών νομιμοποιητικών εγγραφων και αδειών διαμονής, κρίνεται επιβεβλημένη η μεταφορά της αρμοδιότητας των διοικητικών διαδικασιών σχετικές με αλλοδαπούς και πάλι στους ΟΤΑ Α΄ & Β΄ βαθμού. Στο Δήμο και την γειτονιά ο μετανάστης εντάσσεται, ο Δήμος και η γειτονιά τον υποδέχεται και εκεί κοινωνικοποιείται. Παραλλήλως είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι ΟΤΑ για δημιουργία δομών για την κοινωνική και πολιτισμική υποστήριξη των μεταναστών, καθώς και για την διερεύνηση και ανάδειξη δεξιοτήτων που οι μετανάστες έχουν, οι οποίες σίγουρα, είναι αξιοποιήσιμες και χρήσιμες στους Έλληνες επαγγελματίες, καλλιτέχνες και γενικότερα στους πολίτες, ενώ παραλλήλως δημιουργούν σχέσεις συνάφειας και ισότιμης συναλλαγής με ταυτόχρονη δημιουργία όρων αποτροπής του κοινωνικού αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Σημαντική επίσης, παράμετρος είναι και η ύπαρξη φόβου για το/τον «άγνωστο».
Εδώ, εκτός από την Κεντρική Κυβέρνηση, σημαντικό ρόλο πρέπει να έχουν και οι Δήμοι. Είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν σε εβδομαδιαία ή 15νθήμερη βάση γεγονότα στις γειτονιές εκείνες όπου παρουσιάζονται τα γνωστά προβλήματα, έτσι ώστε οι ημεδαποί πολίτες να βγουν από τα σπίτια τους. Να έρθουν σε επαφή με τους μετανάστες, να γνωριστούν, με στόχο την άρση του «απρόσωπου» το οποίο αποξενώνει και τρομάζει. Εάν δεν ανοίξουν πάλι οι πόρτες π. χ. στην Αλκιβιάδου, την Αχαρνών, την Ηπείρου, την Νεοφύτου Μεταξά κ.α., από μόνη της η παρουσία της αστυνομίας –η οποία πρέπει, σαφώς, να είναι εμφανής και ουσιαστική-, δεν αρκεί, δεν αποτελεί λύση. Η λήψη μέτρων στο πλαίσιο των οποίων και η ενίσχυση της αστυνόμευσης δεν πρέπει να παραβλέπεται και να ενοχλεί. Έχουμε προχωρήσει ως κοινωνία από την εποχή του εμφυλίου και της δικτατορίας και συνεπώς, δεν νοείται η αντιμετώπιση των αστυνομικών αρχών με την αντίληψη των παρελθουσών περιόδων. Αντιθέτως, σε μια σύγχρονη, δημοκρατική κοινωνία η αστυνομία είναι εγγυητής της προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Τέλος, απαιτείται η διεξοδική ανάπτυξη προβληματισμού, προκειμένου να εξευρεθούν μέσα και τρόποι πλήρους αξιοποιήσεως του μεταναστευτικού δυναμικού της Ελλάδας, στο οικονομικό-παραγωγικό γίγνεσθαι της Χώρας, θέμα που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σημασία στο, υπό τις σημερινές συνθήκες δημοσιονομικής κρίσεως, νέο διαμορφούμενο πλαίσιο.
Σχετικά με τους αιτούντες άσυλο: Είναι η κατηγορία αλλοδαπών η οποία και αντιμετωπίζει τα μεγαλύτερα προβλήματα, καθώς, η επίκληση ασύλου γίνεται αδιακρίτως και από μετακινούμενους που απλώς επιθυμούν να μεταναστεύσουν αναζητούντες καλύτερη οικονομική προοπτική Κάθε παρανόμως εισελθών στην χώρα, επικαλείται την διαδικασία ασύλου προκειμένου να παραμείνει στην Ελλάδα.
Δεδομένου, όπως προκύπτει και από προαναφερόμενες διατυπώσεις η νομιμοποίηση ή και η χορήγηση νομιμοποιητικών εγγράφων, είναι βασική προϋπόθεση για κάθε άλλη συζήτηση περί ενσωμάτωσης, πρέπει τα έγγραφα αυτά να είναι ισχυρά και να τελούν εν ισχύ έως την τελική κρίση του αιτήματος απονομής ασύλου και να εμπεριέχουν τα αναγκαία βιομετρικά στοιχεία του κατόχου. Αυτό είναι δυνατόν να επιτευχθεί με την αποκέντρωση των υπηρεσιών υποδοχής, για την Υγεία και Εθνική Ασφάλεια, στις πύλες εισόδου (Έβρο, νησιά Αιγαίου), έτσι ώστε να μην καταλήγουν ανεξέλεγκτα στην Πρωτεύουσα όλοι οι προσφεύγοντες.
Όσον αφορά τέλος, την συζήτηση περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτά είναι προφανώς αδιαπραγμάτευτα, πλην της περιπτώσεως που τίθεται ζήτημα εθνικής ασφαλείας. Όμως, σαφώς, και υπάρχουν όρια. Εκείνα της Συνταγματικότητας, εκείνα, τα οποία ορίζονται από το Συνταγματικό κεκτημένο της χώρας υποδοχής. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να επιτρέπεται σε κάποιον μετανάστη να κακοποιεί την σύζυγό του ή να διακόπτει την σχολική εκπαίδευση της 9χρονης κόρης του, επειδή, αυτό αποτελεί πολιτισμικό του δεδομένο. Στην Ελλάδα, υφίστανται Συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. Αυτό είναι το όριο.
Ακόμη, θα ήθελα να τονίσω, ότι είναι αναγκαίο η Πολιτεία και ειδικότερα τα κόμματα ως θεσμοί Πολιτειακής συγκρότησης, να συνομιλούν κα να απευθύνονται στους μετανάστες ατομικά και όχι πάντοτε δια μέσου διαφόρων μεσαζόντων. Βεβαίως να αξιοποιηθούν οι συλλογικότητες των μεταναστών, αλλά, είναι απαραίτητο να εξετάζεται η νομιμοποιητική βάση τους (σε πόσους και πώς απευθύνονται) και σε κάθε περίπτωση να μπορεί ο εκάστοτε φορέας να δημιουργεί διαύλους επικοινωνίας με τους μετανάστες ανεξαρτήτως παρεμβάσεων οποιωνδήποτε «καλοπροαίρετων» διαμεσολαβητών, οι οποίοι τις περισσότερες φορές απευθύνονται σε πολύ περιορισμένο και … ειδικό (!) κοινό.
Τέλος, θεωρώ αναγκαίο να επισημάνω -είναι εντυπωσιακή η άγνοια ή η ηθελημένη παραπληροφόρηση για το θέμα-, ότι αυτά που αναμασούν πολλοί σχετικά με το Δουβλίνο ΙΙ (DublinGroup II), απέχουν κατά πολύ από την πραγματικότητα και μόνον στην σφαίρα της φαντασίωσής τους υπάρχουν. Πρόκειται για ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ και όχι συνθήκη ή οδηγία.
Η πολιτική της Ένωσης διακρίνει σαφώς την παράνομη από την νόμιμη μετανάστευση Συναφώς με την περίπτωση της νόμιμης μετανάστευσης, δεν υπάρχει ολοκληρωμένη πολιτική εντεταγμένη σε κοινό σχεδιασμό. Αν ανιχνεύονται ψήγματα συν-αντίληψης, αυτά αφορούν κυρίως στο πεδίο της ένταξης και διαχέονται προς εφαρμογή μέσω οδηγιών· δηλαδή απλώς ορίζεται ένα γενικό πλαίσιο το οποίο δεν δεσμεύει τα Κ-Μ, κάθε ένα εκ των οποίων είναι ελεύθερο να σχεδιάζει την δική του πολιτική. Για την παράνομη μετανάστευση, την μη νόμιμη, υπάρχει αυστηρή πολιτική καθόσον η κατηγορία αυτή μετανάστευσης θεωρείται -και όχι χωρίς βάσιμες αιτίες-, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ασφάλεια και η πολιτική επ’ αυτού του πεδίου, ασκείται μέσω κανονισμών και αποφάσεων του Συμβουλίου. Επομένως, κάθε αιτίαση περί αναθεωρήσεως ή καταγγελίας του, είτε αγνοεί είτε σκοπίμως παραβλέπει το γεγονός ότι αφ’ ενός οι αλλαγές κανονισμών δεν αποτελούν συνήθη πρακτική της Ε.Ε. και αφ’ ετέρου, προκειμένου να συμβεί αυτό, προϋποτίθεται συναίνεση, την οποία δεν συγκεντρώνει η άποψη για αλλαγή ή τροποποίηση του συγκεκριμένου.
Υπάρχουν επιχειρήματα, τα οποία η ελληνική πλευρά θα εδύνατο να αντιπαρατάξει στην προσπάθεια τροποποιήσεων του Δουβλίνου ΙΙ και της αναπροσαρμογής του; Φυσικά και υπάρχουν, όπως ούτως ή άλλως, συν τω χρόνω, επέρχεται και η αντικειμενική μέσο/μακροπρόθεσμη αναγκαιότητα τροποποιήσεων και προσαρμογών –τα κανονιστικά κείμενα τροποποιούνται δύσκολα, δεν είναι όμως το ιερό Κοράνι. Πρώτα όμως θα πρέπει η Ελλάδα να χρησιμοποιήσει τις υφιστάμενες διατάξεις και να αξιοποιήσει κάθε δυνατότητα που δίδεται δια του παρόντος κανονισμού, κάτι που δεν έχει γίνει. Δεν έχω ακούσει κάποιο σοβαρό επιχείρημα από όσους κραυγάζουν περί αυτού και δυστυχώς συμπεριλαμβάνονται και υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί παράγοντες, πρώην και νυν.
Χρήσιμη βιβλιογραφία:
Μουσούρου Λουκία, Μετανάστευση και μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα και την Ευρώπη, Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, Αθήνα 1991.
Βεντούρα Λίνα, Μετανάστευση και ένταξη των μεταναστών στην Ελληνική κοινωνία, Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, Αθήνα 2006.
Χατζάκος Λυκούργος, Μετανάστευση και Ε.Ε. – κανονισμός Dublin II, στο: http://metarithmisi.gr/%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7-amp-%CE%B5-%CE%B5-%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%83-dubli-ii/
Χρήσιμοι ιστότοποι:
http://www.europarl.europa.eu/aboutparliament/el/displayFtu.html?ftuId=FTU_5.12.3.html
http://europa.eu/legislation_summaries/justice_freedom_security/free_movement_of_persons_asylum_immigration/jl0059_el.htm
http://www.migrationpolicy.org/
Δημοσιεύτηκε στο reader.gr