Πολιτική ευθύνη και χρόνος

Χρίστος Αλεξόπουλος 14 Ιαν 2018

Κοινή επιδίωξη για τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό ανάλογα με τον ρόλο, που τους ανατίθεται μετά από κάθε εκλογική διαδικασία, είναι είτε η ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας είτε η απαλλαγή από τις ευθύνες για τις επιπτώσεις των αποφάσεων τους στο πλαίσιο της κυβερνητικής τους θητείας.

Η μόνη επίπτωση σε σχέση με την ανάληψη ευθυνών περιορίζεται μόνο σε προσωπικό επίπεδο. Εάν, για παράδειγμα, το κόμμα, που διαχειρίζεται την κυβερνητική εξουσία, χάσει τις εκλογές, παραιτείται από την ηγεσία του ο διατελέσας πρωθυπουργός. Το κόμμα μετά τις αλλαγές σε προσωπικό επίπεδο, που κρίνονται αναγκαίες, διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία με άλλη ηγεσία και μάλιστα χωρίς να γίνονται οι όποιες διορθωτικές παρεμβάσεις κριθούν σκόπιμο να πραγματοποιηθούν με στόχο την βελτίωση της λειτουργικότητας του ως προς την ανάλυση της πραγματικότητας και τον πολιτικό σχεδιασμό της πορείας της κοινωνίας στο μέλλον.

Ο χρόνος δεν προσεγγίζεται από το πολιτικό σύστημα δυναμικά, δηλαδή ως αποτέλεσμα και των δικών του αποφάσεων, το οποίο προεκτείνεται ως προς τις επιπτώσεις του σε βάθος χρόνου και όχι μόνο σε μια τετραετία κυβερνητικής θητείας.

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρακτική, που ακολουθούν τα κόμματα, τα οποία κυβέρνησαν την Ελλάδα την τελευταία εικοσαετία μέχρι την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Ασκούν σκληρή κριτική στην παρούσα κυβέρνηση, ως ανίκανης να βγάλει την χώρα από τα μνημόνια, στα οποία τα ίδια την οδήγησαν με την πολιτική τους.

Το χειρότερο δε είναι, ότι δεν κάνουν ουσιαστική αυτοκριτική, η οποία καταλήγει στην επανεκκίνηση τους και στην σχεδίαση πολιτικών, που δεν αναπαράγουν τις παθογένειες του παρελθόντος, αλλά βοηθούν την κοινωνία να εκσυγχρονισθεί και να αποκτήσει δυναμική.

Το αποτέλεσμα βέβαια είναι η αδυναμία της χώρας να απαγκιστρωθεί από τα δομικά της προβλήματα σε πολύ δύσκολη εποχή, στην οποία εμφανίζονται ανάγλυφα οι ανεπάρκειες και τα αδιέξοδα του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης σε παγκόσμιο επίπεδο με την εκρηκτική αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Αυτό τεκμηριώνεται με τον καλύτερο τρόπο από τον Γάλλο οικονομολόγο Thomas Piketty και την ερευνητική του ομάδα. Σύμφωνα με πλανητικής εμβέλειας προσέγγιση το εισόδημα των πιο πλουσίων του παγκόσμιου πληθυσμού έχει υπερδιπλασιασθεί, ενώ η μεσαία κοινωνική τάξη δεν επωφελήθηκε.

Από το 1980 σε όλες σχεδόν τις χώρες ιδιωτικοποιήθηκε μεγάλο ποσοστό του δημόσιου πλούτου, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι δυνατότητες των κυβερνήσεων να καταπολεμήσουν τις ανισότητες. Έχει δε πολύ ενδιαφέρον, ότι οι κοινωνικές ανισότητες έχουν αυξηθεί και σε χώρες, όπως είναι η Κίνα και η Ρωσία. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και στην Β. Αμερική.

Στην Ευρώπη η κατάσταση είναι ακόμη ελαφρώς καλύτερη σε σύγκριση με άλλες ηπείρους. Συγκεκριμένα το 2016 το πλουσιότερο 10% του ευρωπαϊκού πληθυσμού κατείχε το 37% του εθνικού εισοδήματος, στη Β. Αμερική το 47% και στην Ανατολή το 61%.

Στην Ελλάδα η φτωχοποίηση της κοινωνίας προχωρεί ακάθεκτη και τα κόμματα διαγκωνίζονται, ποιό θα κοινοποιήσει τις πιο ελκυστικές «προθέσεις» για την ανακούφιση των πληγέντων κοινωνικών ομάδων με «κοινωνικά μερίσματα» και άλλα αποδοτικά επικοινωνιακά μυθεύματα, όπως είναι οι προσωπικές δεσμεύσεις των πολιτικών και ιδιαιτέρως αρχηγών κομμάτων, όταν αναλάβουν την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας.

Η σύνδεση της πολιτικής κυρίως με πρόσωπα και όχι με κόμματα (αυτό συμβαίνει σε δεύτερη φάση) συμβάλλει στην απενοχοποίηση των πολιτικών σχηματισμών από την πιθανή αρνητική πορεία της χώρας. Γι`αυτό με την αλλαγή ηγεσίας δρομολογείται μια επιθετική πολιτική διεκδίκησης της «διακυβέρνησης» της χώρας, χωρίς να λαβάνεται υπόψη η αρνητική διαδρομή στο παρελθόν ούτε και η αδυναμία του κόμματος να μετεξελιχθεί σε σύγχρονο πολιτικό οργανισμό. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ακολουθούμενη πολιτική από το κόμμα της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης (Νέα Δημοκρατία) και τον αρχηγό της.

Ο χρόνος χρησιμοποιείται και λειτουργεί ως μέσο για την «παραχάραξη» της πραγματικότητας και την αποφυγή ανάληψης της ευθύνης για την πολιτική ανεπάρκεια και την επανεκκίνηση των κομμάτων. Γι’ αυτό κυριαρχεί η πολιτική στασιμότητα και η κοινωνική ακινησία.

Βέβαια υπάρχουν και ενδείξεις, ότι οι πολίτες αρχίζουν πλέον να αντιλαμβάνονται τον προσανατολισμό του πολιτικού συστήματος στο παρελθόν. Αυτό πιστοποιείται από δύο έρευνες του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ με τίτλο «Παλιό-Νέο:Τάσεις και στάσεις στην Ελλάδα σήμερα», οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2017.

Η μία έγινε τηλεφωνικά από 10 έως 15 Νοεμβρίου 2017 σε δείγμα 1000 ατόμων και βασίσθηκε σε στρωματοποιημένη δειγματοληψία, με αναλογική εκπροσώπηση αστικών και αγροτικών περιοχών και ποσοστώσεις σε φύλο και ηλικία.

Η ηλεκτρονική έρευνα διεξήχθη μεταξύ 22/11 και 6/12 του 2017 με 1533 ερωτηματολόγια, που απαντήθηκαν από εγγεγραμμένους στο μητρώο ερωτώμενων της εταιρείας και από ανάρτηση δημόσιου συνδέσμου στην ιστοσελίδα News 24/7, ενώ βασίσθηκε σε μη τυχαία δειγματοληψία.

Συγκεκριμένα οι έρευνες προσεγγίζουν τις στάσεις των πολιτών σε σχέση με την επικαιρότητα ή μη εννοιών, οι οποίες έχουν φορτίο κοινωνικών αξιών, θεσμών και μορφών οργάνωσης της κοινωνίας καθώς και του ισχυρού κράτους πρόνοιας και των δημοσίων επενδύσεων.

Σύμφωνα με τις απαντήσεις των ερωτηθέντων το 71% θεωρεί επίκαιρη έννοια την αλληλεγγύη και το 66% την κοινωνική δικαιοσύνη. Απεναντίας το 52% θεωρεί παρωχημένο τον νεοφιλελευθερισμό.

Επίσης το 65% οριοθετεί τα κόμματα ως παρωχημένα, ενώ το 66% κρίνει επίκαιρη την ύπαρξη πολυκομματικών κυβερνήσεων. Τέλος το 70% θεωρεί επίκαιρο το ισχυρό κράτος πρόνοιας και το 58% τις δημόσιες επενδύσεις προφανώς ως αντίβαρο στην ανασφάλεια, που προκαλεί η κρίση, την οποία αντιμετωπίζει η χώρα.

Αυτά τα ευρήματα των δύο ερευνών από το ένα μέρος καταγράφουν τις στάσεις των πολιτών σε σχέση με την βιωνόμενη πραγματικότητα της κρίσης και τις επιπτώσεις της στην ζωή τους με την πρόκληση μεγάλης ανασφάλειας από την λειτουργία των θεσμών του κράτους και των «παρωχημένων» κομμάτων.

Από το άλλο μέρος αναδεικνύουν την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας και της ταχύτατα εξελισσόμενης πραγματικότητας.

Η πολιτική ευθύνη σε σχέση με την διαχείριση του χρόνου δεν αναλαμβάνεται. Γι’ αυτό και ο χρόνος δεν προσεγγίζεται από τα κόμματα σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του (δηλαδή το κοινωνικό γίγνεσθαι στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης), το οποίο συνδιαμορφώνουν οι πολιτικές αποφάσεις, αλλά αξιοποιείται ως μέγεθος χωρίς προοπτική στο μέλλον. Αυτό βέβαια αντιφάσκει με την ουσία της πολιτικής, η οποία με τις αποφάσεις της οριοθετεί την πορεία της κοινωνίας σε βάθος χρόνου.

Τα κόμματα λειτουργούν, ως εάν ο σχεδιασμός του μέλλοντος και οι πολιτικές τους αποφάσεις ολοκληρώνουν τον «βίο» τους κάθε φορά, που γίνονται εκλογές.

Με αυτά τα δεδομένα όμως και την πολυπλοκότητα της παγκόσμιας πραγματικότητας σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της συνεχώς εντεινόμενης αξιοποίησης της τεχνολογίας (ιδιαιτέρως της ψηφιακής, τεχνητής νοημοσύνης κ.λ.π., που επιταχύνουν την ροή των εξελίξεων) στην καθημερινότητα του ανθρώπου η αδυναμία ανάληψης της πολιτικής ευθύνης για την διαχείριση του χρόνου σε μακροπρόθεσμη βάση οδηγεί σε αδιέξοδο, διότι η δυναμική της εξέλιξης υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες των σημερινών κομμάτων.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η ελληνική κοινωνία να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας στην προβολή τους στο μέλλον.

Χρονικά περιθώρια όμως για ακόμη μεγαλύτερες καθυστερήσεις δεν υπάρχουν.