Είναι πλέον εμφανές και «δια γυμνού οφθαλμού», τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές ή μη χώρες, ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μια πολιτική επανεκκίνηση, η οποία θα αφορά όχι μόνο στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της πολιτικής, αλλά θα θέτει ταυτοχρόνως επί τάπητος και την ανάγκη μετεξέλιξης των πολιτικών σχηματισμών, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στα σύνθετα προβλήματα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Η μέχρι τώρα πρακτική της πολιτικής λειτουργίας κομμάτων και κοινωνίας έχει εγγίσει τα όρια της. Τα μεν κόμματα αρκούνται στην επιδίωξη ή διαχείριση κυβερνητικής εξουσίας, οι δε πολίτες στην αποκόμιση οφέλους σε σχέση με την απόκτηση πλούτου και πιθανόν κοινωνικής καταξίωσης. Αυτή η κατάσταση όμως οδήγησε στην συνολική παρακμή, πολιτικού συστήματος και κοινωνίας.
Στην Ελλάδα συνειδητοποιήθηκε αυτή η παρακμιακή κατάσταση με αφορμή την οικονομική κρίση και την κατάρρρευση του πελατειακού κράτους και του μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Το θέμα είναι όμως, ότι και σε άλλες χώρες, οι οποίες δεν ευρίσκονται στη δίνη της οικονομικής κρίσης, όπως η Γερμανία, οι πολίτες έχουν την αίσθηση, ότι τα κόμματα δεν έχουν πραγματικές εναλλακτικές προτάσεις για τον σχεδιασμό του μέλλοντος και οι πολιτικοί είναι αναξιόπιστοι. Το αποτέλεσμα είναι να απομακρύνονται από την εφαρμοζόμενη πολιτική και να θεωρούν, ότι η αποχή από εκλογικές διαδικασίες αποτελεί πολιτική στάση. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον, ότι στο πλαίσιο εμπειρικής έρευνας, η οποία πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του ιδρύματος Friedrich-Ebert-Stiftung (πρόσκειται στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα), το 32 % των ερωτηθέντων (συνολικό δείγμα 3.501 πολιτών—εκλογέων που δεν ψηφίζουν) θεωρεί, ότι με την ψήφο του δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, ενώ το 77 % εκτιμά βαθύτατα το θεσμό των εκλογών, αν και δεν θα ψηφίσει. Στο επίπεδο του δημόσιου λόγου έχουμε επίσης ανάλογα φαινόμενα. Σε πολλές αναλύσεις θεωρείται, ότι τα κόμματα και η πολιτική δεν έχουν τα απαραίτητα ποιοτικά χαρακτηριστικά για να διαχειρισθούν τα θέματα και τα προβλήματα της σύγχρονης πραγματικότητας, όπως η κρίση στην Ευρωζώνη, η υπόθεση της παρακολούθησης από NSA.
Στην Ελλάδα βέβαια η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη και η αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής πολύ μεγαλύτερη, διότι καταρρέει το μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης και μάλιστα με βίαιο τρόπο. Ανάλογες είναι και οι κοινωνικές αντιδράσεις, χωρίς να διαμορφώνονται προοπτικές υπέρβασης, αφού δεν φαίνεται ικανό το πολιτικό σύστμα να συμπορευθεί με την δυναμική της εξέλιξης, ώστε να παίζει τον ρυθμιστικό του ρόλο με βιώσιμο τρόπο και με την νομιμοποίηση της κοινωνίας. Δυστυχώς οι πολιτικές δομές δεν έχουν δυναμικά χαρακτηριστικά. Η πραγματικότητα αλλάζει και αυτές μένουν στατικές. Ο εκσυγχρονισμός τους, λόγω της διαφθοράς και της αδυναμίας τους να κατανοήσουν τα νέα δεδομένα, τα οποία δημιουργούν η παγκοσμιοποίηση και η επιστήμη σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές της εφαρμογές, περιορίζεται στην ανάδειξη «?φθαρτων» προσώπων ή στην διαμόρφωση νέων πολιτικών σχηματισμών, ώστε να μην επιβαρύνονται με τα πεπραγμένα του παρελθόντος. Εάν μάλιστα διαχειρίζονται κυβερνητική εξουσία καταφεύγουν στην σκηνοθετημένη πολιτική της μιντιακής εικονικής πραγματικότητας, ώστε να αμβλύνουν στο μέτρο του δυνατού τις αρνητικές επιπτώσεις της πολιτικής τους λειτουργίας στην πραγματικότητα, που βιώνουν οι πολίτες στην καθημερινότητα τους. Επί της ουσίας την ίδια τακτική ακολουθούν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μόνο που αποτελούν την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος. Αυτά προσπαθούν να αξιοποιήσουν την πραγματικότητα που βιώνει ο πολίτης με την προώθηση μιας εικονικής ιδεατής πραγματικότητας, η οποία δεν έχει χαρακτηριστικά ρεαλιστικής ουτοπίας. Στο όνομα δε μιας πλασματικής ανθρωπιστικής λογικής, η οποία έχει ιδεολογηματικά χαρακτηριστικά, επιδυνώνουν τις κοινωνικές συνθήκες και δημιουργούν εκρηκτικές καταστάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τοποθέτηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για την αντιμετώπιση του φαινομένου της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών και της λαθρομετανάστευσης, διότι αυτό δεν είναι πρόταση πολιτικής. Βεβαίως πρέπει να έχουν και αυτοί μια αξιοπρεπή διαβίωση και στο μέτρο των δυνατοτήτων της κοινωνίας και της πολιτείας να προωθηθεί η κοινωνική τους ενσωμάτωση. Τι γίνεται όμως, όταν ο αριθμός των μεταναστών υπερβαίνει τις δυνατότητες ενσωμάτωσης και απειλείται η κοινωνική συνοχή, ενώ διαμορφώνονται και οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του ρατσισμού και της ξενοφοβίας και ταυτοχρόνως αναπτύσσεται η ακροδεξιά. Αντί για ιδεολογήματα είναι καλύτερα να γίνουν προτάσεις για τον σχεδιασμό μιας μακροπρόθεσμης μεταναστευτικής πολιτικής, διότι το φαινόμενο της μετακίνησης πληθυσμών θα εντείνεται, όσο προχωρούμε προς το μέλλον. Η αντιμετώπιση του δεν μπορεί να γίνει σε εθνικό επίπεδο μόνο, πολύ περισσότερο μάλιστα από μια περιφερειακή χώρα, όπως η Ελλάδα. Το πρόβλημα έχει ευρύτερες διαστάσεις και είναι αναγκαία η εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της παγκόσμιας κοινότητας. Και εδώ αρχίζουν να γίνονται ορατές οι εσωτερικές αντιφάσεις και ανεπάρκειες της σύγχρονης πολιτικής.
Ενώ τα προβλήματα έχουν πλανητικές διαστάσεις (μετακίνηση πληθυσμών, εξάντληση φυσικών πόρων, κλιματική αλλαγή, κ.λ.π.), η πολιτική αντιμετώπιση γίνεται σε εθνικό επίπεδο. Δεν υπάρχουν ακόμη πολιτικοί μηχανισμοί σε παγκόσμιο επίπεδο, οι αποφάσεις των οποίων από το ένα μέρος θα είχαν την πολιτική νομιμοποίηση της παγκόσμιας κοινωνίας και από το άλλο θα μπορούσαν να παίξουν ρυθμιστικό ρόλο σε σχέση με την ισορροπία της ανάπτυξης σε πλανητικό επίπεδο και την διακίνηση κεφαλαίων και εργασίας ανάλογα με τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ και όχι των κοινωνιών.
Η σύγχρονη πολιτική δεν μπορεί να περιορίζεται στην έκφραση του εθνικού συμφέροντος. Η δυναμική, η οποία αναπτύσσεται στον οικονομικό τομέα, υπερβαίνει τα εθνικά όρια και διαπλέκεται σε τέτοιο βαθμό παγκοσμίως, ώστε ανατρέπει το δεσμευτικό χαρακτήρα των πολιτικών αποφάσεων.
Η μονοδάστατη δε πολιτική σε όλους τους τομείς με κριτήριο μόνο την οικονομική παράμετρο οδηγεί τις κοινωνίες σε μη ισορροπημένες σχέσεις και εξελίξεις στα υπόλοιπα κοινωνικά συστήματα (υγεία, εκπαίδευση κ.λ.π.) και σε ισοπέδωση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων των κοινωνιών και ιδιαιτέρως την περιφερειακών. Με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της κοινωνίας του θεάματος, η οποία λειτουργεί με βάση το οικονομικό συμφέρον, ισοπεδώνονται πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και δημιουργείται ένας μονοδιάστατος κόσμος, ο οποίος διαπερνάται από την καταναλωτική λογική. Το χειρότερο δε είναι, ότι στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μαζικών καταναλωτικών κοινωνιών χάνονται οι πολτισμικές ιδιαιτερότητες σε τοπικό επίπεδο και αμβλύνεται η κοινωνική συνοχή, ενώ ευδοκιμεί η αποξένωση. Δεν είναι τυχαίο, ότι στις τοπικές κοινωνίες δεν παράγονται πλέον πολιτισμικές αξίες, αλλά καταναλώνονται τα καταναλωτικά πρότυπα, τα οποία διοχετεύονται πλουσιοπάροχα από τα μίντια.
Η δυναμική της εξέλιξης δε είναι πλέον τοσο σύνθετη και γρήγορη λόγω της παγκοσμιοποίησης και της συνεχούς παραγωγής γνώσεων σε συνδυασμό με την τεχνολογική τους εφαρμογή, που δημιουργείται η ανάγκη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και απόδοσης της πολιτικής σε βάθος χρόνου. Οι πολίτες όμως κρίνουν και νομιμοποιούν βραχυπρόθεσμα, οπότε στο πολιτικό σύστημα λειτουργεί ανασταλτικά η διαμορφωνόμενη λογική του πολιτικού κόστους.
Αυτό το πρόβλημα δυστυχώς το πολιτικό σύστημα είναι ανίκανο να το επιλύσει στο πλαίσιο του διαλόγου. Απλά το χρησιμοποιεί ως εργαλείο για την πολιτική αντιπαράθεση και την κατάκτηση της εξουσίας. Με αυτό τον ρόπο επιβραδύνεται η ταχύτητα της ροής του χρόνου και της ανάπτυξης σύγχρονων εργαλείων για το σχεδιασμό του μέλλοντος. Γι’αυτό και η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται κυρίως με στόχο την φθορά της αξιοπιστίας των αντιπάλων και όχι την κατάθεση προτάσεων για το μέλλον.
Τέλος η ακολουθούμενη πολιτική της διαμόρφωσης κοινωνιών, οι οποίες αποτελούνται από καταναλωτές πολιτικής και όχι πολίτες με ελεύθερη βούληση και ικανότητα νοητικής επεξεργασίας της πραγματικότητας, δεν μπορεί να συνεχισθεί. Οι σύγχρονες κοινωνίες και ιδιαιτέρως αυτές του μέλλοντος πρέπει να ισορροπήσουν διαφορετικά, εάν βεβαίως επιθυμούν να λειτουργούν και να πορεύονται στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος επί της ουσίας. Πέρα όμως από την δημοκρατική λειτουργία υπάρχει και ένας άλλος πολύ σημαντικός λόγος. Όσο προχωρούμε προς το μέλλον, τόσο περισσότερο θα κυριαρχεί η γνώση σε σχέση με την διαχείριση της πραγματικότητας.
Οι πολίτες πρέπει να είναι σε θέση να την επεξεργαστούν και να την καταλάβουν νοητικά, ώστε να είναι σε θέση να συμπορευθούν με την δυναμική των πολιτικών αποφάσεων στο σωστό χρόνο. Οι κοινωνίες, που χειραγωγούνται, είναι πιο αργές στην κίνηση τους προς το μέλλον. Ο λαϊκισμός της σύγχρονης πολιτικής πρακτικής κομμάτων και πολιτικών προσώπων δεν έχει θέση και λόγο ύπαρξης στις κοινωνίες, οι οποίες θέλουν να κινηθούν δυναμικά προς το μέλλον. Όσο πιο γρήγορα γίνει αυτό συνείδηση στην Ελλάδα, τόσο πιο εύκολα θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα, τα οποία απειλούν να ανακόψουν την πορεία της.
Το πολιτικό σύστημα έχει τεράστια ευθύνη. Για να μπορέσει να ανταποκριθεί στο ρόλο του, πρέπει να κάνει βαθιές τομές στον ίδιο του τον εαυτό. Η πολιτική επανεκκίνηση είναι πλέον απαραίτητη προϋπόθεση για την συνέχιση της ιστορικής διαδρομής αυτού του τόπου σε μία Ευρώπη και ένα πλανήτη, που ουσιαστικά ακροβατούν με τις επιλογές του παρελθόντος, οι οποίες οδήγησαν σε επικίνδυνες ανισορροπίες την παγκόσμια κοινότητα.