Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι τα προσεχή χρόνια ένα κόμμα του επιπέδου ακόμα και του 35%, κάνοντας αυτοδύναμη ή σχεδόν αυτοδύναμη κυβέρνηση ελέω εκλογικού νόμου και έχοντας αντίθετα ως είθισται όλα τα υπόλοιπα κόμματα, θα μπορέσει να καθοδηγήσει την Ελλάδα μέσα στην κρίση και μετά, στην εθνική ανασυγκρότηση; Και όμως αυτή είναι η φιλοδοξία του νέου μικρού δικομματισμού ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ. Και όμως αυτή είναι η υπόδειξη που προέρχεται από ποικίλα κέντρα και ΜΜΕ τα οποία προκαταβάλλουν το δίλημμα «Σαμαράς ή Τσίπρας». Τα κίνητρα της υπόδειξης ποικίλλουν. Είναι προπαγάνδα που καλλιεργείται από τους ενδιαφερόμενους, δηλαδή από τους κύκλους της ΝΔ ή του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος φαίνεται να έχει ξεχάσει τελείως τώρα που έγινε ψιλοβαθύ ΠαΣοΚ τι έσερνε η Αριστερά στον δικομματισμό όταν ήτανε μικρή. Είναι παραδοχή που γίνεται στο όνομα του ρεαλισμού και της προετοιμασίας προσαρμογής των οργανωμένων και μεμονωμένων συμφερόντων στην υποτιθέμενη νέα κατάσταση. Είναι αυτοεγκατάλειψη και υποταγή στο μοιραίο όταν το δίλημμα προβάλλεται ή υπονοείται από αυτούς που θα έπρεπε να το αποτρέψουν – τις δυνάμεις και το πολιτικό προσωπικό του λεγόμενου κεντροαριστερού «τρίτου πόλου».
Το ερώτημα όμως παραμένει. Μπορεί ένας νέος δικομματισμός ως τρόπος διακυβέρνησης να εξασφαλίσει την αναγκαία πολιτική σταθερότητα και να διαμορφώσει το κατάλληλο πολιτικό περιβάλλον ώστε να ξεδιπλωθεί μια μεσοπρόθεσμη εθνική στρατηγική ανασυγκρότησης όπως έχει ανάγκη η Ελλάδα; Η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ εικονογράφησε την απάντηση. Και ήταν αρνητική. Ηταν η απόδειξη των παθογενειών του νέου πολιτικού – κομματικού σκηνικού που οικοδομείται μέσα στην κρίση. Ή μάλλον παρά την κρίση, γιατί προφανώς το νέο σκηνικό αναπαράγει όλες τις αδυναμίες του μεταπολιτευτικού δικομματισμού σε ευτελέστερο επίπεδο, και με πολύ πιο επικίνδυνα χαρακτηριστικά.
Για να το πούμε αλλιώς, η οικονομία και η κοινωνία προσπαθούν να πάρουν τη «στροφή», να ανασυνταχθούν μέσα στην κρίση, να ξανακάνουν τα σχέδιά τους ενόψει της μεταμνημονιακής εποχής, αλλά η πολιτική παραμένει εν πολλοίς εγκλωβισμένη στις συμπεριφορές και στις ρουτίνες του παρελθόντος. Σαν να έχει τις πολυτέλειες της εποχής της ευημερίας. Την αδράνεια και την αναβολή των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών. Την αδυναμία επίτευξης μιας ελάχιστης συναίνεσης στον ορισμό του προβλήματος, αν όχι των λύσεων. Τη συγκάλυψη της προγραμματικής γύμνιας με την υπεριδεολογικοποίηση και την επίρριψη της ευθύνης πάντα σε κάποιους άλλους «κακούς». Τον απόλυτο αρνητισμό της εκάστοτε αντιπολίτευσης. Τον πολωτικό λόγο που σήμερα έχει πάρει εμφυλιοπολεμικές διαστάσεις. Οταν με το καλό περάσει η οξεία φάση της κρίσης της ευρωζώνης, θα μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα τις διαφορές στον τρόπο που χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ιρλανδία αντιμετώπισαν τη δοκιμασία. Θα βρούμε ανάμεσα στις αιτίες το διαφορετικό μέγεθος της κρίσης, τη διαφορετικότητα των οικονομικοκοινωνικών δομών, τα λάθη της «θεραπείας» και άλλα τέτοια. Ασφαλώς όμως θα βρούμε και την αδυναμία του ελληνικού πολιτικού – κομματικού – μιντιακού συστήματος να ανταποκριθεί στις έκτακτες συνθήκες μιας εθνικής καταστροφής όπως είναι η χρεοκοπία.
Το επικίνδυνο είναι ότι οι αδυναμίες αυτές έχουν εγγραφεί στο DNA του νέου κομματικού συστήματος. Προέκυψε από τον «εκλογικό σεισμό» του 2012 εκφράζοντας, όπως ήταν φυσικό, τον ριζοσπαστικό συντηρητισμό εκείνης της φάσης: την αγανάκτηση και την οργή για την ευημερία που χάθηκε. Κατά τούτο αποτελεί τον επίλογο της προ της κρίσης Ελλάδας και όχι την ατμομηχανή τής μελλοντικής. Γι? αυτό οι συμπεριφορές και οι αντιλήψεις του μεγαλύτερου μέρους του νέου κομματικού προσωπικού παραμένουν καθηλωμένες στο παρελθόν. Βεβαίως τα κομματικά συστήματα εξελίσσονται. Πολλές όμως φορές με ιδιαίτερα προβληματικό τρόπο και εξαιρετικά υψηλό κόστος. Στην παρούσα φάση, το ερώτημα αφορά πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη ΝΔ. Οι θιασώτες ή οι υποταγμένοι στο αναπότρεπτο του νέου μικρού δικομματισμού ελπίζουν στην «εξημέρωση» του ΣΥΡΙΖΑ. Ποντάρουν στην εμφανή επιθυμία των «προεδρικών» να κυβερνήσουν και θυμούνται την προηγούμενη «εξημέρωση» του ΠαΣοΚ στην περίοδο 1977-1981. Εχουν γραφτεί τόσα για τη διαφορά του τότε ΠαΣοΚ από τον τωρινό ΣΥΡΙΖΑ, του Αντρέα Παπανδρέου από τον Τσίπρα, των τότε συνθηκών από τις τωρινές, ώστε είναι περιττό να τα επαναλάβουμε εδώ. Αλλωστε η πλήρης απουσία θέσεων είναι έκδηλη, μέχρι σημείου να μην έχει αποφασίσει αν θα κάνει οικονομική πολιτική με το ευρώ ή τη δραχμή. Το μόνο που ίσως αξίζει να θυμίσουμε είναι ότι και τότε το κόστος προσαρμογής του ΠαΣοΚ δεν ήταν καθόλου αμελητέο. Χωρίς η διαπίστωση να εξαντλεί τον σύνθετο απολογισμό που θα χρειαζόταν να κάνουμε για τη δεκαετία του ?80, παραμένει το γεγονός ότι η Ελλάδα το 1985 κατέληξε σε μια μίνι δημοσιονομική χρεοκοπία και ότι προς το τέλος της περιόδου είχε συσσωρευτεί ένα επικίνδυνο δημόσιο χρέος. Από την άλλη, θα πρέπει επίσης να θυμίσουμε ότι η ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή ιδρύθηκε το 1974 με μια νέα αυτογνωσία στεκόμενη αυτοκριτικά σε σχέση με το παρελθόν της ως ΕΡΕ. Δεν έχουμε δει κάτι ανάλογο στη σημερινή ΝΔ ως προς τις ευθύνες της για τη χρεοκοπία, και η παράλειψη δεν προδικάζει ασφαλώς μια αναγεννημένη συνείδηση των ευθυνών της ως πυλώνα του νέου μικρού δικομματισμού.
Κοντολογίς, το υπό διαμόρφωση νέο πολιτικοκομματικό σκηνικό αν παγιωθεί, κινδυνεύει να λειτουργήσει σαν βαρίδι, αν όχι σαν νάρκη, στην πορεία της χώρας προς την ανασυγκρότηση. Να προσφέρει ασθενείς, ανασφαλείς και αναποτελεσματικές κυβερνήσεις που θα διαχειρίζονται στην καλύτερη περίπτωση διακεκομμένες περιόδους αναιμικής ανάκαμψης. Αρκεί αυτός ο κίνδυνος για να ανακόψει την τάση προς τον νέο μικρό δικομματισμό; Ασφαλώς όχι. Χρειάζεται οι πολίτες να έχουν μπροστά τους εναλλακτικές δυνατότητες. Το λένε στις δημοσκοπήσεις. Κρατούν χαμηλά τα δύο πρώτα κόμματα, ενώ ένα σεβαστό ποσοστό δηλώνει την ελπίδα του σε κάτι νέο. Υπό όρους και μεγάλες δυσκολίες, το νέο μπορεί να προέλθει από τον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο που θέλει να διατηρήσει την αυτονομία του από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κοινωνική βάση υπάρχει. Υπάρχει το κοινωνικό ΠαΣοΚ που δεν ψήφισε ΠαΣοΚ αλλά και δεν ενσωματώθηκε ακόμα στον ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει ο κόσμος της ευρύτερης δημοκρατικής Αριστεράς. Υπάρχει ο χώρος του φιλελεύθερου Κέντρου. Λείπει η πολιτική πρωτοβουλία από τα πάνω. Το ΠαΣοΚ, η ΔΗΜΑΡ, τα πολιτικά πρόσωπα του χώρου φαίνονται εγκλωβισμένα σε μια τροχιά παρακμής που κινδυνεύει να εξελιχθεί σε αποσάθρωση. Ο κίνδυνος όμως δεν φαίνεται να κεντρίζει το ένστικτο αυτοσυντήρησης, πόσω μάλλον την επιθυμία ανάληψης ευρύτερων πρωτοβουλιών. Γιατί ο «τρίτος πόλος» δεν μπορεί να γίνει σαν οργανωτική συγκόλληση μηχανισμών, ούτε σαν διεύρυνση των υπαρχόντων κομμάτων με «συνεργαζόμενους». Δεν έχει νόημα κάθε κόμμα και κομματίδιο να φτιάχνει τη δική του «Κεντροαριστερά», ούτε σχήματα τύπου «ΠαΣοΚ και συνεργαζόμενοι», «ΔΗΜΑΡ και συνεργαζόμενοι».
Μπορεί η συγκρότηση του «τρίτου πόλου» να γίνει με όρους μαζικής πολιτικής διαδικασίας, με σεβασμό στις ευαισθησίες των υπαρχόντων σχηματισμών, αλλά με σαφή κοινή πρόθεση να παραχθεί κάτι νέο; Αυτό είναι το μόνο πολιτικό στοίχημα για τον χώρο. Αν όχι, τα άλλα θα τα αναλάβουν πράγματι ο Σαμαράς και ο Τσίπρας.