Το μεγαλύτερο πρόβλημα της σύγχρονης πραγματικότητας ίσως είναι η πολιτική διαχείριση του χρόνου σε σχέση με την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της τόσο στο φυσικό περιβάλλον και στον άνθρωπο όσο και στον τρόπο δραστηριοποίησης των κοινωνιών σε συνδυασμό με την δυναμική, που αναπτύσσεται στις μεταξύ τους σχέσεις.
Η εμπειρική προσέγγιση και ανάλυση της πραγματικότητας πιστοποιεί με τον καλύτερο τρόπο, ότι το πολιτικό σύστημα και όχι μόνο αυτό, δεν συνειδητοποιεί τον αποφασιστικής σημασίας ρόλο της διαχείρισης του χρόνου για την ποιότητα της εξέλιξης και την προοπτική του μέλλοντος.
Σύμφωνα με έκθεση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών από το 2001 έως το 2020 έχουν καταγραφεί πολύ περισσότερες φυσικές καταστροφές σε σύγκριση με την προηγούμενη 20ετία. Η αιτία είναι η κλιματική αλλαγή.
Από το 2000 έως το 2019 έγιναν σε παγκόσμιο επίπεδο 7.348 φυσικές καταστροφές, δηλαδή περίπου διπλάσιες από αυτές, που έγιναν από το 1980 έως το 1999 (4.212 φυσικές καταστροφές).
Στις ίδιες χρονικές περιόδους ο αριθμός των νεκρών λόγω των φυσικών καταστροφών από 1,19 εκατομμύρια αυξήθηκε στα 1,23 εκατομμύρια. Επίσης την τελευταία 20ετία επλήγησαν από φυσικές καταστροφές 4,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι, ενώ από το 1980 έως το 1999 επλήγησαν μόνο 3,25 δισεκατομμύρια. Οι ήπειροι, που επλήγησαν περισσότερο είναι η Ασία (2000 φυσικές καταστροφές) και ακολουθούν η Αμερική (1800) και η Αφρική (1000).
Έχει δε πολύ ενδιαφέρον η επισήμανση της Mami Mizatori, διευθύντριας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ότι «Καταστρέφουμε, αν και έχουμε πλήρη γνώση. Είναι το μόνο συμπέρασμα, που μπορεί να εξαχθεί, όταν παρατηρεί κάποιος τις καταστροφές των τελευταίων 20 ετών».
Μπορεί οι επιπτώσεις της συντελούμενης κλιματικής αλλαγής να βιώνονται με πολύ βάναυσο τρόπο και αρκετά υψηλό κόστος, όμως η πολιτική διαχείριση της αντιμετώπισης τους είναι πολύ αργή, χωρίς να επιλύει το ζωτικής σημασίας πρόβλημα για την βιωσιμότητα του ανθρώπου.
Γενικότερα η ανθρώπινη δραστηριότητα στα διάφορα κοινωνικά συστήματα οριοθετείται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον βιολογικό χρόνο και την βίωση των αποτελεσμάτων της δραστηριοποίησης, ατομικής ή συστημικής, στα όρια του, ανεξάρτητα από τις πιθανές επικίνδυνες ανισορροπίες, που προκαλούνται σε βάθος χρόνου.
Είναι δε το λιγότερο τραγικό, η πανδημία του κορωνοϊού (Covid-19) να συμβάλλει στην μείωση της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου με τις μεγάλες αλλαγές, που έπιφέρει στον τρόπο ζωής των ανθρώπων (π.χ. εργασία στο σπίτι, μείωση της κινητικότητας κ.λ.π.), ο οποίος ρυπαίνει την ατμόσφαιρα.
Σύμφωνα με έρευνα από υπερεθνικά στελεχωμένη ομάδα επιστημόνων, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Communications, το πρώτο εξάμηνο του 2020 διαπιστώνεται σημαντική μείωση εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε σύγκριση με το προηγούμενο χρονικό διάστημα η εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα μειώθηκε κατά 1.551 εκατομμύρια τόννους.
Σύμφωνα με αυτά τα ευρήματα η πανδημία του κορωνοϊού (Covid-19) προκάλεσε μεγαλύτερη μείωση από ό,τι η οικονομική κρίση και ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος.
Όταν τον Απρίλιο του 2020 οι περισσότερες χώρες περιόρισαν την δραστηριοποίηση τους στους διάφορους τομείς της οικονομίας (Lockdown), μειώθηκε η εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα κατά 16,9%. Κύρια αιτία ήταν η πτώση της κινητικότητας λόγω της εργασίας από το σπίτι.
Αυτό παραπέμπει στην ζωτικής σημασίας ανάγκη για επαναπροσανατολισμό της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και του τρόπου ζωής γενικότερα (κοινωνικές αξίες, καταναλωτικά πρότυπα στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος κ.λ.π.) με σημείο αναφοράς την βιωσιμότητα του ανθρώπου και της βιοποικιλότητας.
Όλες οι κοινωνίες, που συνθέτουν την παγκόσμια κοινότητα και ιδιαιτέρως οι πολιτικές τους ηγεσίες θα πρέπει να λάβουν υπόψη αυτό το μήνυμα και να αλλάξουν πορεία χωρίς χρονοτριβή. Οι ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες πρέπει άμεσα να αναλάβουν τις ευθύνες τους, διότι είναι οι μεγαλύτεροι ρυπαντές.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον βαθμό ανταπόκρισης των βιομηχανικών χωρών είναι η ανεύθυνη αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής από την Συμφωνία για το Κλίμα, που υπεγράφη στο Παρίσι το 2016 και η ακολουθούμενη πορεία από την Γερμανία.
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της γερμανικής κυβέρνησης μέχρι το 2020 η μείωση της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου θα κυμανθεί στο 40% σε σύγκριση με το 1990. Μέχρι το 2030 η μείωση θα φτάσει στο 55% και μέχρι το 2050 στο 80 έως 95%. Ήδη ο στόχος του 40% μέχρι το 2020 δεν πρόκειται να επιτευχθεί.
Σύμφωνα με έρευνα στο πλαίσιο του κινήματος Fridays for Future για την επίτευξη της ουδετερότητας ως προς το διοξείδιο του άνθρακα πρέπει να ληφθούν μέτρα στους τομείς της παραγωγής ενέργειας, της βιομηχανίας, της κινητικότητας και των κτιριακών υποδομών.
Και όλα αυτά πρέπει να γίνουν άμεσα και όχι με την λογική της αποφυγής του πολιτικού κόστους, επειδή οι κοινωνίες κρίνουν με βάση το προωθούμενο σύστημα αξιών του μαζικού καταναλωτισμού και της κοινωνίας του θεάματος για την επίτευξη της ευημερίας (χωρίς προοπτική).
Βέβαια υπάρχουν και ελπιδοφόρα σημάδια στον ορίζοντα. Στο Ευρωκοινοβούλιο οι ευρωβουλευτές προωθούν την επιτάχυνση της υλοποίησης των στόχων για την προστασία του κλίματος μέχρι το 2030 με την μείωση της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου κατά 60% σε σύγκριση με το 1990 και όχι κατά 40%, που ισχύει μέχρι τώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το θέμα όμως είναι, τι αποφάσεις θα πάρουν οι εθνικές κυβερνήσεις, οι οποίες δυστυχώς κινούνται σε άλλο «μήκος κύματος», το οποίο οριοθετείται από την πολύ αργή διαχείριση του χρόνου, την βραχυπρόθεσμη πολιτική οπτική με σημείο αναφοράς το πολύ τον βιολογικό χρόνο (για να μην έχουν πολιτικό κόστος, αν οι αποφάσεις δεν δρομολογούν άμεσα ορατά αποτελέσματα για τους ψηφοφόρους) και την έλλειψη ενός εναλλακτικού μακροπρόθεσμου σχεδιασμού για το μοντέλο οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών στην δυναμική προβολή τους στο μέλλον, ώστε ο χρόνος να είναι διαχειρίσιμος πολιτικά χωρίς επικίνδυνες καθυστερήσεις και ανισορροπίες.