Όσο προχωρούμε προς το μέλλον γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές, ότι η διαχείριση του χρόνου από τον ανθρώπινο παράγοντα στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης του είναι πιο δύσκολη. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα η ταχύτητα πρόσδωσης περιεχομένου στη ροή του είναι πολύ αργή και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πραγματικότητας, διότι ήδη έχουν διαμορφωθεί άλλα δεδομένα.
Αν θεωρήσουμε, ότι ο χρόνος αποτυπώνει στην ανθρώπινη συνείδηση την κίνηση και τις εξελίξεις, που συντελούνται από το παρελθόν προς το παρόν με κατεύθυνση το μέλλον τώρα πλέον σε πλανητικό επίπεδο και όχι μόνο στην άμεσα αντιληπτή πραγματικότητα της τοπικής κοινωνίας, τότε εύκολα μπορεί κάποιος να κατανοήσει τους λόγους της προβληματικής διαχείρισης του.
Μόνο που αυτό δεν αρκεί για την επίλυση των προβλημάτων, τα οποία συνεχώς πληθαίνουν και οδηγούν τις κοινωνίες σε πολύπλοκες συνθήκες διακινδύνευσης.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από την ουσιαστική και σε βάθος προσέγγιση των νέων δεδομένων, που χαρακτηρίζουν τον χρόνο στη σύγχρονη εποχή. Ειδάλλως υπάρχει κίνδυνος να ανακύψουν ανυπέρβλητα εμπόδια, διότι η δυναμική, που αναπτύσσεται από τις κοινωνίες στο παρόν, προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό και το μέλλον.
Αρκεί να αναφερθεί μόνο το παράδειγμα της Ελλάδας και της πορείας, που ακολούθησε στο παρελθόν και των πολιτικών επιλογών, οι οποίες έγιναν από τις διάφορες κυβερνήσεις και οδήγησαν στην προβληματική κατάσταση, που αντιμετωπίζει ο τόπος τα τελευταία χρόνια της κρίσης (από το 2009 μέχρι σήμερα).
Δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, ούτε επίσης η μη λειτουργική οργάνωση του δημόσιου τομέα, το πελατειακό σύστημα, η συντεχνιακή λογική και η διαφθορά, η οποία αποτελεί πλέον δομικό στοιχείο της πραγματικότητας.
Στο ίδιο μήκος κύματος και με βαθύτερες προεκτάσεις κινείται και η διαχείριση του χρόνου από το πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως από τα κόμματα, τα οποία κυβέρνησαν την χώρα. Βέβαια πρέπει να επισημανθεί, ότι το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν στο σύνολο τους τα πολιτικά κόμματα και οι κυβερνήσεις σε υπερεθνικό επίπεδο. Διαφέρει όμως το μέγεθος του. Στην Ελλάδα συνδυάζεται και με παρακμιακών διαστάσεων παθογένειες.
Επίσης η διαχείριση του χρόνου από το πολιτικό σύστημα και την κάθε φορά κυβερνητική του έκφραση είναι καταστροφική.
Αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Κατ’ αρχήν δεν συμπορεύεται η οργανωτική τους μορφή με τις δυνατότητες, που συνεχώς προσφέρονται από την δυναμική της εξέλιξης και επιβάλλουν τον συνεχή μετασχηματισμό της πραγματικότητας.
Βέβαια η ταχύτητα της ροής του χρόνου διαφέρει από χώρα σε χώρα, όπως και το περιεχόμενο του επίσης. Τα βασικά αίτια είναι η διαφορετικού βαθμού ευελιξία των κοινωνικών δομών και η δυνατότητα των κοινωνικών συστημάτων να αξιοποιούν τα πλεονεκτήματα, που απορρέουν από την επιστημονική γνώση και τις τεχνολογικές της εφαρμογές και τις συνθήκες, που κυριαρχούν στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της αλληλεξάρτησης των κοινωνιών σε συνθήκες παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας.
Εάν μια κοινωνία επιθυμεί να κινηθεί σε αυτό το επίπεδο, δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια, ούτε και οργανωτικά να παραμένει στατική. Οι δομές της πρέπει να είναι εξωστρεφείς και να αξιοποιούν στο έπακρο τις δυνατότητες της γνώσης.
Αυτό σημαίνει, ότι τόσο το πολιτικό όσο και τα υπόλοιπα κοινωνικά συστήματα (οικονομικό, υγείας, δημόσια διοίκηση κ.λ.π.) είναι απαραίτητο να αξιοποιούν τις νέες δυνατότητες της τεχνολογίας και ιδιαιτέρως της ψηφιακής και να είναι ανοιχτά στις αναγκαίες αλλαγές στο εσωτερικό τους, ώστε να αποκτήσουν σύγχρονη λειτουργικότητα.
Δεν μπορεί, για παράδειγμα, το πελατειακό σύστημα να αποτελεί το βασικό κριτήριο για την κάλυψη θέσεων εργασίας στη Δημόσια Διοίκηση και όχι μόνο. Ούτε και η συντεχνιακή λογική να κυριαρχεί σε ορισμένα επαγγέλματα σε βάρος του κριτηρίου της επάρκειας και της δυνατότητας υψηλού επιπέδου απόδοσης και επίδοσης των δραστηριοποιούμενων στους διάφορους τομείς.
Οι αναγκαίες αλλαγές όμως είναι ανέφικτες, εάν το πολιτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να σχεδιάσει μακροπρόθεσμα με βάση τις ανάγκες της πραγματικότητας στη δυναμική προβολή της στο μέλλον και τις δυνατότητες, που χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες της γνώσης.
Για να μπορούν να κινηθούν τα κόμματα σε αυτό το επίπεδο πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Κατ’ αρχήν είναι αδήριτη ανάγκη να διαθέτουν μόνιμους μηχανισμούς πολιτικού σχεδιασμού με τεχνοκρατική επάρκεια, οι οποίοι ανεξάρτητα από την θέση του κόμματος (κυβερνητική ή αντιπολίτευση) θα προσαρμόζουν και θα αναθεωρούν τα όποια σχέδια ανάλογα με τα δεδομένα (εθνικά, ευρωπαϊκά, πλανητικά), που προκύπτουν στο πλαίσιο της δυναμικής της εξέλιξης σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης.
Επίσης η λήψη πολιτικών αποφάσεων δεν μπορεί να γίνεται με βάση εκλογικές σκοπιμότητες ή την δυνατότητα αποδοχής τους από την τοπική κοινωνία. Βασικό κριτήριο πρέπει να είναι η διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την ευημερία και την βιωσιμότητα του κοινωνικού συνόλου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, αν βασική πολιτική επιδίωξη είναι η πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος, ανεξάρτητα από το κομματικό συμφέρον ή αυτό των οικονομικών ελίτ.
Προς την ίδια κατεύθυνση, που επιτάσσει το κοινωνικό συμφέρον, πρέπει να κινούνται τα κόμματα, ανεξάρτητα από το εάν διαχειρίζονται κυβερνητική εξουσία ή όχι και να κάνουν ουσιαστικό διάλογο με στόχο την έκφραση της κοινωνικής πλειοψηφίας στο επίπεδο της λήψης πολιτικών αποφάσεων, οι οποίες δεσμεύουν το μέλλον όλων των πολιτών.
Τέλος η μεγάλη ταχύτητα, που προσδίδει η εξέλιξη της τεχνολογίας και ιδιαιτέρως της ψηφιακής, στη ροή του χρόνου με την συσσώρευση πληροφοριών και δεδομένων, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την λήψη λειτουργικών πολιτικών αποφάσεων, είναι απαραίτητη η επεξεργασία τους τόσο από τα κόμματα όσο και από τις δομές της κοινωνίας πολιτών με δυνατότητες ανάλυσης της σύνθετης πραγματικότητας (επιστημονικοί φορείς) και απλοποίησης της, ώστε στο επικοινωνιακό επίπεδο να είναι εφικτή η κατανόηση της από τους απλούς πολίτες.
Αυτό αποτελεί προϋπόθεση και για την δημοκρατική λειτουργία. Οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν, που οδηγούν οι επιλογές τους στις διάφορες εκλογικές διαδικασίες.
Αν στο εθνικό επίπεδο η διαχείριση του χρόνου βασίζεται στην πλήρωση μιας σειράς προϋποθέσεων, σε ευρωπαϊκό οι δυσκολίες είναι πιο σύνθετες, διότι παρεμβάλλονται ζωτικής σημασίας παράμετροι για την αποδοχή υπερεθνικής εμβέλειας πολιτικών αποφάσεων από τις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες ακόμη ψηφίζουν με εθνικά κριτήρια για την Ευρωβουλή.
Η πολιτική διαχείριση του χρόνου σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν είναι εύκολη, διότι από το ένα μέρος οι πολίτες δεν έχουν ευρωπαϊκή συνείδηση και από το άλλο η νομιμοποίηση των κυβερνήσεων, που εκπροσωπούνται στα ευρωπαϊκά όργανα λήψης αποφάσεων, γίνεται σε εθνικό επίπεδο και εδράζεται σε ανάλογα κριτήρια.
Με αυτά τα δεδομένα δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την λήψη αποφάσεων στο σωστό χρόνο με στόχο την προώθηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και την επίλυση προβλημάτων. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα διάφορα ευρωπαϊκά όργανα (π.χ. Eurogroup) σε σχέση με την λήψη αποφάσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ελλάδα ή την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Συμπερασματικά το πολιτικό σύστημα πρέπει να συνειδητοποιήσει, ότι η πολιτική διαχείριση του χρόνου μπορεί να είναι λειτουργική και προς όφελος των πολιτών, εάν εκσυγχρονισθεί το ίδιο και αποκαταστήσει μια διαφορετική σχέση με την κοινωνία, η οποία θα βασίζεται στον προσανατολισμό στο μέλλον και τον σχεδιασμό της πορείας προς αυτό με βάση τα δεδομένα της δυναμικής της εξέλιξης και όχι τις παθογένειες του παρελθόντος. Και είναι πολλές και επικίνδυνες.
Τέλος πρέπει να τονισθεί ιδιαιτέρως, ότι στο μέλλον οι δυσκολίες σε σχέση με την λειτουργική διαχείριση του χρόνου λόγω της πολυπλοκότητας και των αντιφάσεων της πραγματικότητας επιβάλλουν από τώρα την ποιοτική αναβάθμιση και του πολιτικού προσωπικού, ώστε να είναι σε θέση να σχεδιάσει το περιεχόμενο, με το οποίο θα συγκεκριμενοποιήσει την μετάβαση στην κάθε φορά επόμενη φάση της εξέλιξης.