Πολιτική διαχείριση της εξέλιξης

Χρίστος Αλεξόπουλος 14 Ιουλ 2019

Η συστηματική προσέγγιση και ανάλυση των δεδομένων της πραγματικότητας σε σχέση με την πολιτική διαχείριση της εξέλιξης δείχνει την ανεπάρκεια τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και των πολιτών ως ατόμων και ως συλλογικών υποκειμένων να ανταποκριθούν σε αυτή την λειτουργία, ενώ ταυτοχρόνως διαφαίνεται ο υψηλός βαθμός διακινδύνευσης, που θα χαρακτηρίζει την πορεία των κοινωνιών προς το μέλλον.

Δημιουργούνται μάλιστα εύλογα ερωτηματικά για την αδυναμία άμεσης αντίδρασης για την αντιμετώπιση αυτού του υπαρξιακών διαστάσεων προβλήματος, αν και είναι ήδη ορατοί οι κίνδυνοι, που συνεπάγεται αυτή η πολιτικά στατική θεώρηση της πραγματικότητας.

 

Μπορεί οι προβληματικές συνθήκες να είναι άμεσα αντιληπτές, όμως η αντιμετώπιση τους δεν δρομολογεί λύσεις, αλλά δυστυχώς  αναπαράγει τα γενεσιουργά αίτια, που αναφέρονται μεν στο παρελθόν, αλλά διαμορφώνουν αδιέξοδες καταστάσεις στο παρόν και στην πορεία προς το μέλλον.

Τα παραδείγματα εκτείνονται σε πλανητικό επίπεδο και λόγω του υψηλού βαθμού αλληλεξάρτησης των κοινωνιών έχουν ανάλογες διαστάσεις. Είναι δε ιδιαιτέρως επικίνδυνες, αν οι κρατικές οντότητες, που έχουν την ευθύνη, είναι ισχυρές και με παγκόσμιας εμβέλειας γεωπολιτικό ρόλο.

Αρκεί να ληφθεί υπόψη η πολιτική, που ακολουθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, υποτίθεται, είναι σύμμαχος τους στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ο αμερικανός πρόεδρος Donald Trump συμβουλεύει τους Βρετανούς να εγκαταλείψουν τις συνομιλίες για το Brexit, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν τους δώσει αυτά, που επιθυμούν. Σε συνέντευξη του μάλιστα στην εφημερίδα Sunday Times έφτασε στο σημείο να προτείνει την εμπλοκή του εθνικιστή Nigel Farage στις διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες.

Αυτή η εθνικιστική οπτική με έντονο προσανατολισμό στο παρελθόν και στην λογική της εκμετάλλευσης των άλλων, αν και η παγκοσμιοποίηση διαπερνά την οικονομική και την πολιτισμική δραστηριότητα με αποτέλεσμα την αλληλεξάρτηση των κοινωνιών, είναι επικίνδυνη και απειλεί με συρρίκνωση την συνοχή του παγκόσμιου συστήματος ασφαλείας. Παράλληλα καθιστά μη ελεγχόμενη την δυναμική της εξέλιξης.

 

Βέβαια τα παραδείγματα δεν εξαντλούνται στην στάση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, ούτε και αναφέρονται μόνο στις επιπτώσεις στον τομέα της ασφάλειας.

Αυτό γίνεται άμεσα αντιληπτό, αν λάβουμε υπόψη την πολιτική, που ακολουθεί ο ακροδεξιός πρόεδρος της Βραζιλίας Jair Bolsonaro, ο οποίος από το ένα μέρος νομιμοποιεί και προωθεί την καταστροφή του τροπικού δάσους του Αμαζονίου με στόχο την οικονομική εκμετάλλευση της έκτασης του με την καλλιέργεια εξαγωγικών αγροτικών προϊόντων. Από το άλλο μέρος έχει δημιουργηθεί μεγάλο πρόβλημα, διότι επιτρέπει την χρήση επικίνδυνων παρασιτοκτόνων για τον άνθρωπο με στόχο την αύξηση του κέρδους. Και ενώ στην Ευρώπη αυτά τα παρασιτοκτόνα απαγορεύονται, παρά ταύτα κυκλοφορούν «ελεύθερα» με την εισαγωγή αγροτικών προϊόντων από την Βραζιλία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία των πολιτών.

 

Στο ίδιο μήκος κύματος, δηλαδή την μη ελεγχόμενη πορεία της εξέλιξης από την πολιτική, κινείται και το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Τόσο τα κόμματα όσο και το πολιτικό προσωπικό ασχολούνται είτε με την διαχείριση κυβερνητικής εξουσίας και την καλλιέργεια φαντασιώσεων σε σχέση με το μέλλον στο πλαίσιο ηθικολογικού και γενικόλογου πολιτικού λόγου, είτε με την δημιουργία συγκρουσιακού κλίματος με  σημείο αναφοράς την «ανικανότητα» ή την έλλειψη «ηθικής» των αντιπάλων.

Αυτό είναι πολύ εμφανές στις προεκλογικές περιόδους, στις οποίες δεν γίνεται ουσιαστικός και συστηματικός διάλογος για τον προγραμματικό σχεδιασμό των κομμάτων. Είναι βέβαια αναμενόμενο, διότι στους παράλληλους μονόλογους, κομμάτων και πολιτικών προσώπων, γνωστοποιούνται «προθέσεις» και «δεσμεύσεις» για την επίτευξη της ευημερίας του «λαού», η απήχηση των οποίων εξαρτάται από τον βαθμό ενεργοποίησης του συναισθήματος από την υποσχεσιολογία και την αξιοποίηση της κοινωνίας του θεάματος (με λογική διαφήμισης).

Η αφηρημένη σκέψη και ο ορθολογισμός, ως εργαλεία για την ανάλυση του εκφερόμενου πολιτικού λόγου και την πραγματοποίηση του απαραίτητου διαλόγου, δεν αξιοποιούνται. Οι πολίτες αντιμετωπίζονται ως καταναλωτές διαφημιστικών πολιτικών μηνυμάτων και όχι ως ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα.

Για αυτό και η κοινωνία πολιτών είναι αδύναμη και αξιοποιείται ως μαζικός χώρος, ο οποίος επιδιώκεται από το πολιτικό σύστημα να λειτουργεί ως προέκταση του και δεξαμενή ψήφων.

Στο ευρωπαϊκό επίπεδο η πολιτική διαχείριση της εξέλιξης γίνεται ακόμη πιο δύσκολη, διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζεται κατά κύριο λόγο ως οικονομικό μόρφωμα, χωρίς μέχρι τώρα να έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για ευρύτερη και σε βάθος σύγκλιση των κοινωνιών, η οποία θα συνέβαλε στην οικοδόμηση ευρωπαϊκής συνείδησης στους πολίτες και θα οδηγούσε στην ενοποίηση και στην ολοκλήρωση του εγχειρήματος.

Ακόμη το πολιτικό σύστημα και οι πολιτικές ηγεσίες των κρατών-μελών λειτουργούν με εθνικά κριτήρια στη λήψη αποφάσεων, ενώ δεν προωθείται η απαλλαγή από τις οικονομικές ανισορροπίες μεταξύ τους και τις κοινωνικές ανισότητες, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται ο ευρωσκεπτικισμός και να βρίσκει «πρόσφορο έδαφος» ο εθνικιστικός λαϊκισμός.

Ο πολιτικός πραγματισμός με στόχο την διατήρηση και αναπαραγωγή του ισχύοντος μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι μεγάλες αλλαγές, που επέφεραν η παγκοσμιοποίηση και η ψηφιακή τεχνολογία (και ιδιαιτέρως η τεχνητή νοημοσύνη) στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης οντότητας, μεγιστοποιεί την αδυναμία πολιτικής διαχείρισης της εξέλιξης λειτουργικά για τους πολίτες.

Η εμπειρική προσέγγιση της πραγματικότητας (τα προαναφερθέντα παραδείγματα είναι αντιπροσωπευτικά) οδηγεί σε συμπεράσματα, τα οποία πιστοποιούν, ότι οι συνθήκες, που διαμορφώνονται, δεν είναι εύκολα κατανοητές και επεξεργάσιμες από το πολιτικό σύστημα, ώστε να αντιμετωπίζονται λειτουργικά και με σημείο αναφοράς την ανθρώπινη οντότητα και την ελεύθερη βούληση των πολιτών στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Για παράδειγμα, η εικονική βίωση της πραγματικότητας στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος και της διαφήμισης μετατρέπει τον πολίτη σε ενεργούμενο, ενώ προσδίδει στο επικοινωνιακό μέσο λειτουργία υποκειμένου. Ακόμη και βασικές κοινωνικές αξίες δεν είναι προϊόν κοινωνικών διεργασιών, αλλά αποτέλεσμα της μαζικής διοχέτευσης προτύπων από τα μέσα της κοινωνίας του θεάματος.

Με αυτό τον τρόπο εργαλειοποιείται ο πολίτης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη και να ελέγχονται οι επιπτώσεις. Ο τρόπος προσέγγισης της πραγματικότητας, που καλλιεργείται, με την αξιοποίηση της περιγραφικής σκέψης και του συναισθήματος και όχι της αφηρημένης σκέψης και του ορθολογισμού σε συνθήκες διαλόγου και όχι μονοδιάστατης εικονικής επικοινωνίας (π.χ. με τα τηλεοπτικά μέσα), διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την χειραγώγηση των πολιτών και την μη έκφραση του κοινωνικού συμφέροντος.

Επίσης η δημοκρατία συρρικνώνεται, ενώ διευκολύνεται η απαξίωση του πολιτικού συστήματος ως μέσου για την διαμόρφωση συνθηκών ευημερίας. Δεν είναι τυχαία η έντονη πολιτικοποίηση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία σε μεγάλο βαθμό υποκαθιστούν το πολιτικό σύστημα και με στοχευμένη εκπομπή μηνυμάτων και πληροφοριών διαμορφώνουν πολιτικές στάσεις.

Τέλος η παγκοσμιοποίηση με τις συνθήκες αλληλεξάρτησης, που δημιουργεί, σε συνδυασμό με την ταχύτατη ροή του χρόνου (με την συμβολή της επιστήμης και των τεχνολογικών της εφαρμογών κυρίως στον ψηφιακό τομέα) αυξάνει την πολυπλοκότητα.

Το αποτέλεσμα είναι να δυσκολεύει σε υπερβολικό βαθμό, προς το παρόν τουλάχιστον, η πολιτική διαχείριση της εξέλιξης, διότι οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αφού έχει γίνει επαρκής επεξεργασία όλων των παραμέτρων της πολύπλοκης πραγματικότητας (πολιτικών, οικονομικών, περιβαλλοντικών, πολιτισμικών κ.λ.π.).

Παράλληλα πρέπει και οι πολίτες να είναι ενημερωμένοι για όλες τις διαστάσεις της δραστηριότητας, που αναπτύσσεται σε υπερεθνικό πλανητικό επίπεδο, ώστε να είναι σε θέση να κρίνουν τις πολιτικές διεργασίες και να διαμορφώνουν πολιτική στάση.

Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να γίνει λειτουργική πολιτική διαχείριση της εξέλιξης από τα κόμματα και τις κυβερνήσεις, αν δεν αντιμετωπισθούν η ανισορροπία στην οικονομική ανάπτυξη των κοινωνιών σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή, τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, την γήρανση των ανεπτυγμένων κοινωνιών, τον εθνικισμό και την απουσία μιας λειτουργικής μορφής παγκόσμιας διακυβέρνησης.

Προς το παρόν αυτό είναι ανέφικτο. Όμως πρέπει άμεσα να διαμορφωθούν άλλες ισορροπίες, οι οποίες επιτρέπουν τον μακροπρόθεσμο πολιτικό σχεδιασμό και την συμπόρευση της λήψης πολιτικών αποφάσεων με τις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της δυναμικής της εξέλιξης στην ταχύτατη ροή του χρόνου.

Αυτό μπορεί να γίνει, αν ξεπερασθεί η λογική των εθνικών ορίων νομιμοποίησης του πολιτικού σχεδιασμού και αποκατασταθεί λειτουργική ισορροπία μεταξύ της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και της πολιτικής λειτουργίας με στόχο την βιωσιμότητα της ανθρώπινης οντότητας και γενικότερα του πλανήτη.