Στην Ελλάδα της κρίσης και της διεύρυνσης της φτωχοποίησης της κοινωνίας με αποτέλεσμα την όξυνση των ανισοτήτων καταγράφονται επίσης φαινόμενα αποδυνάμωσης της κοινωνικής συνοχής και αντιδράσεις, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια της δημοκρατικής έκφρασης της αντίθετης άποψης.
Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα, που πιστοποιούν τέτοιου είδους αντιδράσεις, από τις κινητοποιήσεις πολιτών κατά των αναγκαστικών πλειστηριασμών μέχρι τις δράσεις των διαφόρων αναρχικών ομάδων.
Από το άλλο μέρος σε ευρωπαϊκές χώρες, που δεν αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση όπως η Ελλάδα, αλλά έχουν θετικό ρυθμό ανάπτυξης όπως η Γερμανία, αρχίζουν να τίθενται ερωτήματα σχετικά με το ποιός ωφελείται από την οικονομική ανάπτυξη. Η κοινωνία συνολικά ή μόνο μια ολιγομελής οικονομική ελίτ;
Σύμφωνα με στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπάρχει μεγάλης έκτασης κοινωνική ανισότητα στην Ευρωζώνη. Συνεχώς αυξάνεται η περιουσία των ελάχιστων δισεκατομμυριούχων. Επίσης στο πλαίσιο μιας προσέγγισης του Stefan Bach, ειδικού σε θέματα φορολόγησης από το Deutsches Institut fur Wirtschaftsforschung (Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών), στη Γερμανία 45 δισεκατομμυριούχοι έχουν περιουσία όσο το 50% του γερμανικού λαού.
Ανάλογη κατανομή πλούτου σε μεγάλο βαθμό διαπιστώνεται γενικότερα στην Ευρωζώνη. Απλά η φτώχεια είναι μεγαλύτερη από όσο στην Γερμανία. Έχει όμως ενδιαφέρον, ότι σύμφωνα με την Μη Κυβερνητική Οργάνωση Oxfam σε σχέση με τις κοινωνικές ανισότητες στην Ευρώπη πρώτη χώρα είναι η Λιθουανία και ακολουθεί η Γερμανία.
Επειδή αυτά τα δεδομένα πλέον σε σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες ισχύουν σε γενικευμένο βαθμό και όχι μόνο στις χώρες, που προαναφέρθηκαν ως παραδείγματα, αρχίζουν να δημιουργούνται αμφιβολίες και ερωτήματα ως προς τον ρόλο της πολιτικής και ισχυρός προβληματισμός, εάν η πολιτική εκφράζει και πραγματώνει το κοινωνικό συμφέρον με κάλυψη των βασικών ανθρώπινων αναγκών (υγεία, παιδεία, εργασία κ.λ.π.) και διασφαλίζει την βιωσιμότητα του πλανήτη.
Η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων αποκτά γενικευμένο χαρακτήρα και μάλιστα με την αποφασιστική συμβολή της πολιτικής, που ακολουθείται σε πλανητικό επίπεδο, ενώ παράλληλα η προοπτική της βιωσιμότητας συνεχώς συρρικνώνεται.
Τελικά η πολιτική έχει χάσει την κοινωνική της αναφορά;
Η εμπειρική προσέγγιση της πραγματικότητας είναι πολύ απογοητευτική και ανησυχητική.
Αρκεί να αναφερθούν τα ευρήματα μιας μελέτης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Το Βήμα online, 24.1.2018), σύμφωνα με τα οποία μεγάλωσε το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ των γενεών. Τα εισοδήματα στις ηλικίες από 18 έως 24 ετών παραμένουν στάσιμα, ενώ από 65 ετών και άνω αυξήθηκαν κατά 10% λόγω της προστασίας των συντάξεων.
Σύμφωνα με την διευθύντρια του ΔΝΤ Christine Lagarde «οι συντάξεις στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλές». Γι’ αυτό και η πολιτική κατεύθυνση είναι οι συνεχείς περικοπές τους. Σε άλλα κράτη, τα οποία μάλιστα έχουν υψηλό ρυθμό ανάπτυξης όπως η Γερμανία, οι συντάξεις σχεδόν δεν αυξάνονται, ενώ ταυτοχρόνως συρρικνώνεται και το κράτος πρόνοιας, όπως συμβαίνει και στις χώρες, που αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση.
Βέβαια οι εξαγγελλόμενες προθέσεις για το μέλλον από τα πολιτικά κόμματα παραπέμπουν σε συνθήκες ευημερίας, που δεν γίνονται ορατές για την κοινωνική πλειοψηφία, ενώ οι πρακτικές μιας μειοψηφίας πολιτών, οι οποίοι κινούνται εκτός των ορίων του νόμου, αντιμετωπίζονται αρνητικά ως ανατρεπτικές της κοινωνικής ασφάλειας παράμετροι, χωρίς να προσεγγίζονται τα αίτια, που τις προκαλούν. Σίγουρα αυτές οι πρακτικές είναι αδιέξοδες και μη δημοκρατικές. Ο κατασταλτικός τρόπος αντιμετώπισης τους όμως ουσιαστικά συντηρεί τις αρνητικές παθογένειες ενός μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, που τις δρομολογεί. Και δεν είναι τυχαίο, ότι σε αυτές τις πρακτικές καταφεύγουν οι νέοι, διότι δεν αισθάνονται, ότι μπροστά τους έχουν ένα μέλλον με προοπτική για την ζωή τους.
Είναι δε τόσο αντιφατική η πραγματικότητα, όταν από το ένα μέρος καλλιεργείται ο καταναλωτισμός ως βασικό «εργαλείο» για την ευημερία και την ποιότητα ζωής και από το άλλο το μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας παράγει συνεχώς ανισότητες, οι οποίες διαρκώς διευρύνονται προς όφελος μιας ολιγομελούς οικονομικής ελίτ, όπως αναφέρθηκε με το γερμανικό παράδειγμα.
Εξάλλου οι κοινωνικές παρενέργειες δεν περιορίζονται σε αναρχικού τύπου αντιδράσεις, αλλά εκτείνονται και σε άλλα αρνητικά φαινόμενα, τα οποία πιστοποιούνται με την συρρίκνωση της κοινωνικής συνοχής.
Παράλληλα αρχίζουν να μειώνονται η κοινωνική νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος, καθώς και η εμπιστοσύνη των πολιτών στις δυνατότητες της πολιτικής να εκφράσει και να πραγματώσει το κοινωνικό συμφέρον.
Οπότε το ερώτημα, εάν η πολιτική έχει χάσει την κοινωνική της αναφορά, αποκτά και διαζευκτικού χαρακτήρα προεκτάσεις με την προσθήκη, ότι μπορεί να υπηρετεί πλέον μόνο την συστημική λειτουργικότητα. Με αυτή την έννοια είναι ερμηνεύσιμα μεγέθη τόσο ο πολιτικός σχεδιασμός όσο και η εφαρμοζόμενη πολιτική, διότι υπηρετούν μόνο την λειτουργία και αναπαραγωγή ενός συστήματος, το οποίο στηρίζεται στις ανισότητες.
Αυτή η πραγματικότητα δεν συμπορεύεται με τις εξαγγελλόμενες εξιδανικευτικές πολιτικές προθέσεις στο επικοινωνιακό πεδίο, οι οποίες στοχεύουν στην διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας.
Σε αυτό το πλαίσιο αρχίζει σταδιακά να αποκτά γενικευμένη αποδοχή στην κοινή γνώμη, ότι τα κόμματα ως συστημικά μορφώματα δεν εκφράζουν το κοινωνικό συμφέρον, αλλά συμβάλλουν στην ευδοκίμηση των ανισοτήτων με αποτέλεσμα την παγίωση της κοινωνικής αδικίας.
Οπότε εύκολα διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για πριμοδότηση πολιτικών σχημάτων, τα οποία επενδύουν στην αντισυστημική ρητορική με όχημα τον εθνικισμό και την εσωστρέφεια, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι επιδιώκουν την μετάβαση σε ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Απλά καλλιεργούνται προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον με βασικό μοχλό για την πραγματοποίηση του «ονείρου» την εθνική αναφορά της κοινωνίας και της κυβερνητικής της έκφρασης.
Στο ίδιο μήκος κύματος ως προς τις ονειρικές προσδοκίες κινείται και ο αριστερός λαϊκισμός με εργαλείο την εξιδανικευτική προσέγγιση του «λαού» και τις ιδεοληπτικές επαγγελίες του κόμματος.
Στην Ελλάδα βέβαια ενισχυτικά σε τέτοιου είδους αρνητικές εξελίξεις λειτουργούν επίσης ο προσανατολισμός στο παρελθόν, ως σημείου αναφοράς για την αξιολόγηση του παρόντος και του μέλλοντος, καθώς και ο πολύ αργός ρυθμός του κοινωνικού μετασχηματισμού, όταν από το άλλο μέρος η τεχνολογία προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα στην δυναμική της εξέλιξης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τεχνολογία, που αναπτύχθηκε από την Hyperloop Transportation Technologies, στο πλαίσιο της οποίας οι χρήστες μαζικών μέσων μεταφοράς θα μετακινούνται μέσα σε θαλάμους, οι οποίοι στο εσωτερικό σωλήνων με πολύ χαμηλή πίεση θα αναπτύσσουν ταχύτητα πάνω από 1.000 χιλιόμετρα την ώρα.
Ήδη είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης η ανάθεση συνδέσεων μεταξύ μεγαλουπόλεων και των προαστείων τους στην Κίνα, Los Angeles και San Francisco στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Dubai και Abu Dhabi, καθώς και μια διαδρομή στη Γερμανία 1991 χιλιομέτρων, που θα περιλαμβάνει πολλές πόλεις από το Βερολίνο με κατάληξη το Αμβούργο.
Για την αποφυγή της γενικευμένης προσφυγής των κοινωνιών σε εξιδανικευτικές πολιτικές αυταπάτες είναι αναγκαία πλέον η αποκατάσταση μιας λειτουργικής σχέσης της πολιτικής με το κοινωνικό συμφέρον, με στόχο την διασφάλιση της κάλυψης των βασικών ανθρώπινων αναγκών και της βιωσιμότητας του πλανήτη.
Και αυτό δεν επιτυγχάνεται στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης και των αξιών, που διέπουν τις κοινωνικές σχέσεις και λειτουργούν ως δομικά στοιχεία των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων, στα οποία οι πολίτες στο πλαίσιο των κοινωνικών τους ρόλων (εργαζόμενος, φορολογούμενος, πολίτης κ.λ.π.) διεκπεραιώνουν τις αναπτυσσόμενες δραστηριότητες.
Διασφαλίζεται μόνο, ότι η αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική θα μεγαλώνει και η αντισυστημική κοινωνική στάση θα διευρύνεται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την δημοκρατία, για την οποία όλοι «κόπτονται».
Υπάρχει βέβαια και η δυνατότητα αξιοποίησης της τεχνολογίας στον τομέα της μαζικής επικοινωνίας για την υποκατάσταση της ελεύθερης βούλησης των πολιτών με στόχο την χειραγώγηση τους και την πλήρη καταναλωτική μαζοποίηση τους. Σε αυτή την περίπτωση το ερώτημα σε σχέση με την κοινωνική αναφορά της πολιτικής χάνει το νόημα του.