Το προσφυγικό πρόβλημα βρίσκεται με διαφορά στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας, ενσωματώνοντας όλες τις προβληματικές που απασχόλησαν την ελληνική κοινωνία την προηγούμενη χρονιά: σχέσεις με την Ε.Ε., οικονομική κατάσταση, διπλωματικές επαφές, ανάγκη πολιτικής συναίνεσης, άνοδος της ξενοφοβίας και της ακροδεξιάς, αδυναμία πολιτικών λύσεων. Όσο τα παραπάνω παρέμεναν «μεμονωμένα» γεγονότα, φάνηκε η έλλειψη σχεδίου από μέρους της ελληνικής πολιτείας, καθώς και η πολυδιάσπαση της κοινωνίας. Αδυνατώντας όμως η χώρα να δράσει απέναντι σε όλα αυτά, έφτασε η στιγμή που το πρόβλημα απέκτησε σταθερό σχήμα, λειτουργώντας ως μια ξεκάθαρη πια απειλή.
Η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας, όπου στηρίχθηκε η ριζοσπαστική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, πριν νικήσει στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, έγινε εντονότερη λόγω της κακής διαπραγματευτικής πολιτικής της κυβέρνησης κατά τους επόμενους μήνες. Φταίχτης για τα γεγονότα του καλοκαιριού: η Ευρώπη που ώθησε την κατάσταση στα άκρα. Καθώς οξυνόταν η σχέση αυτή το πρώτο εξάμηνο του 2015, η χώρα βρέθηκε να «φλερτάρει» διπλωματικά με την αυταρχική Ρωσία του Πούτιν, δημιουργώντας έντονες αντιδράσεις εντός και εκτός χώρας. Στόχος της κυβέρνησης ήταν η συμφωνία με την Ρωσία για παροχή οικονομικής υποστήριξης, μια προσπάθεια δηλαδή απομάκρυνσης της χώρας από την ευρωπαϊκή οικογένεια, για αμφιβόλου ποιότητας και κέρδους συμμαχίες. Φτάνοντας στο καλοκαίρι του ίδιου έτους, η οικονομία τορπιλίστηκε από τις εμμονές της κυβέρνησης και η όποια δυνατότητα πολιτικής συναίνεσης πέταξε μακριά. Το δημοψήφισμα που προκηρύχτηκε για τον Ιούλιο του 2015, διαίρεσε την κοινωνία σε ευρωπαϊστές και αντί – ευρωπαϊστές, και η ευθύνη ήταν πρώτα απ’ όλα κυβερνητική. Και πάλι όμως, υπαίτιοι της κατάστασης αυτής θεωρήθηκαν Ευρωπαίοι και ένα κομμάτι της κοινωνίας που στοχοποιήθηκε ως «γερμανοτσολιάδες» και «μνημονιακοί». Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση προτίμησε την διγλωσσία εντός και εκτός χώρας, αποφεύγοντας να ψάξει για ρεαλιστικές πολιτικές. Καθώς όλα αυτά λάμβαναν χώρα, άμεσος κερδισμένος της αβεβαιότητας και της αντί – ευρωπαϊκής ρητορικής βρέθηκε να είναι η ακροδεξιά. Ο λόγος για αυτό πολύ απλός, αλλά σταθερά προσπελάσιμος: οι αγανακτισμένοι των μνημονίων και φοβισμένοι από τις ευρωπαϊκές πολιτικές αναζήτησαν νέες πολιτικές διεξόδους, τις οποίες για αρκετούς έδωσε η Χρυσή Αυγή και οι ΑΝ.ΕΛ. Πλήρης αποτυχία του πολιτικού σκηνικού γενικά και του κυβερνώντος κόμματος ειδικά.
Όλα τα παραπάνω, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, άρχισαν να υποστασιοποιούνται με απίστευτη ταχύτητα. Και πάντα έβρισκαν απέναντί τους την ευθυνοφοβία και την έλλειψη αυτογνωσίας. Πιο συγκεκριμένα, οι συνωμοσιολογικές θεωρίες εξακολουθούν να κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο και να στοχεύουν στην «κακή» Ευρώπη που τορπίλισε τις δυνατότητες της χώρας για αλλαγή, την ίδια ώρα που ο λαός της «δεν φέρει ευθύνη» για τα Μνημόνια που του επιβλήθηκαν. Η διγλωσσία μπορεί να μην είναι τόσο εμφανής πια, όμως ακόμα αναζητείται η ανάληψη ευθυνών για τα κυβερνητικά πεπραγμένα του προηγούμενου έτους. Αντί αυτού, εξακολουθούμε και «παίζουμε» με τα πολιτικά γεγονότα της τελευταίας εικοσαετίας (στην καλύτερη). Το περίφημο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης που δημιούργησε υποσχέσεις και συνέβαλε στην εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα δεν έχει σχολιαστεί από τον Πρωθυπουργό στο ζήτημα των ευθυνών του και στο κατά πόσο το κόμμα του έχει καταλάβει τι προξένησε στην χώρα.
Ωστόσο, φαίνεται πως η πιο κρίσιμη στιγμή της χώρας φτάνει τώρα. Καθώς η διεθνής εικόνα της χώρας περιστρέφεται γύρω από το αν θα αποπεμφθεί από την Συνθήκη Σένγκεν και πότε, αλλά και από τον τρόπο που υποδέχεται τους πρόσφυγες, η επίσημη θέση της εξακολουθεί να αφορά τις ευθύνες μόνο της υπόλοιπης Ευρώπης. Σίγουρα η Ευρώπη δεν λειτούργησε όσο συνεκτικά και αποφασιστικά θα έπρεπε και οι λόγοι μπορούν να αναζητηθούν στις διχογνωμίες σε επίπεδο Ε.Ε. και την άνοδο της ακροδεξιάς και της ξενοφοβίας σε επίπεδο χωρών. Ωστόσο, αυτό απέχει αρκετά από το να κάνουμε λόγο για «μη πρόσκληση των μεταναστών στην χώρα μας», λες και δεν έχουμε ευθύνη να τους φερθούμε ισότιμα από την στιγμή που βρίσκονται στην επικράτειά μας. Δεν μπορούμε να λέμε πως «δεν πνίγαμε ανθρώπους στην θάλασσα», όταν ο Έβρος έχει γίνει απροσπέλαστος, από το τείχος που κάποτε καταδίκαζε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν μπορούμε να θεωρούμε πως ένα διεθνές σποτ, όπου θα γίνεται λόγος για την κλειστή Ειδομένη, θα κρατήσει τους πρόσφυγες μακριά από τον στόχο για καλύτερη ζωή. Το τελευταίο ειδικά, δείχνει αδυναμία κατανόησης των διεθνών εξελίξεων. Στο μεταξύ, όσο αυτά λαμβάνουν χώρα, οι εικόνες της καθημερινότητας των προσφύγων είναι πρωτόγνωρες και η ακροδεξιά μπορεί και κινητοποιεί τα ξενοφοβικά στοιχεία της κοινωνίας αρκετά επιτυχημένα όπως φάνηκε στην περίπτωση των Γιαννιτσών.
Το προσφυγικό δεν είναι μόνο τα παραπάνω, όπως και οι κυβερνητικές παλινωδίες. Το ζήτημα όμως είναι πως η ανάγκη συναίνεσης επείγει περισσότερο από ποτέ και η συναίνεση αυτή συνεπάγεται ταχύτατες πολιτικές δράσεις. Όχι μόνο δεν υπάρχουν αυτές και η επαφή με την πραγματικότητα φαντάζει όνειρο θερινής νυκτός – «δεν είναι τραγικό το να κηρυχθεί η χώρα σε έκτακτη ανάγκη γιατί αυτό μπορεί να σου λύσει τα χέρια σε προσλήψεις», δήλωσε ο αρμόδιος υπουργός – αλλά ούτε τώρα φαίνεται να έχει διάθεση έστω ένα μέλος του κυβερνητικού συνασπισμού να αναλάβει τις ευθύνες του και να πει έστω πως «σφάλλαμε, το καταλάβαμε αργά, αλλά ξέρουμε τι θα κάνουμε». Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει σταθερά εδώ και ένα χρόνο να αποτάσσει την εικόνα που έχτισε ως μετεξέλιξη του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ – νωρίτερα των προοδευτικών αριστερών ρευμάτων – και ως αντιπολίτευση. Το ζητούμενο δεν είναι πια αν αυτό θα καταστρέψει τις μελλοντικές πολιτικές του προοπτικές και την υστεροφημία του, αλλά πως θα επηρεάσει την πορεία της χώρας. Χαρακτηριστικό άλλωστε είναι πως ενώ έχει γίνει η έκκληση για σύγκλιση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών εδώ και μέρες, με πρωτοβουλία της προέδρου του ΠΑΣΟΚ και επικεφαλούς της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, κίνηση που βρήκε υποστήριξη τόσο από τον πρόεδρο της ΝΔ, όσο και από τον πρόεδρο του ΠΟΤΑΜΙ – με την συμφωνία για κοινή στάση τους στο επικείμενο αυτό Συμβούλιο – η «σιγή ιχθύος» είναι παραπάνω από εμφανής στο κυβερνητικό περιβάλλον.