Τα τελευταία χρόνια το κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα είναι η αστάθεια, η οποία τείνει να αποκτήσει μόνιμη παρουσία υποσκάπτοντας την προοπτική του τόπου. Επικρατεί μια κατάσταση, στην οποία υπάρχει μεγάλη πολιτική ρευστότητα ως προς τις πιθανές εξελίξεις και τις δυνατότητες διαχείρισης τους. Βέβαια τα κόμματα, ανεξαρτήτως εάν ασκούν κυβερνητική εξουσία ή κινούνται στο χώρο της αντιπολίτευσης, προσπαθούν να την αξιοποιήσουν με στόχο το πολιτικό όφελος. Αρκεί να παρακολουθήσει κάποιος τον όποιο «διάλογο» γίνεται στις ενημερωτικές εκπομπές των διάφορων τηλεοπτικών σταθμών και θα το διαπιστώσει. Πρέπει μόνο να έχει αρκετή υπομονή και επιμονή για να αντέξει την κυριαρχία του κενού πολιτικού λόγου, ο οποίος εκφέρεται από το πολιτικό προσωπικό. Με γενικεύσεις, λαϊκισμούς και υψηλούς τόνους ουσιαστικά διαγκωνίζονται οι διάφοροι πολιτικοί για την άνοδο του δείκτη ανασφάλειας των πολιτών. Με άλλα λόγια η πολιτική αστάθεια τροφοδοτεί την κοινωνική ρευστότητα και δρομολογεί επιπλέον τάσεις απορρύθμισης της κοινωνικής συνοχής.
Αυτό κάνει την κοινωνία ακόμη πιο ευάλωτη, διότι η Ελλάδα είναι μια περιφερειακή χώρα, στην οποία οι τοπικές κοινωνίες δεν παράγουν πλέον πολιτισμικές αξίες, οι οποίες ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους και έχουν ρυθμιστικό ρόλο στις κοινωνικές σχέσεις. Αυτή η λειτουργία πραγματώνεται στις χώρες, οι οποίες κινούνται στον πυρήνα και ανταποκρίνεται στο μέγιστο βαθμό στις καταναλωτικές ανάγκες της πλανητικής κοινωνίας του θεάματος και των κοινωνικών συστημάτων, στα οποία βασίζεται το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Αυτή η πραγματικότητα όμως δεν εγγίζει το πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως τα κόμματα εξουσίας. Οι περιφερειακές κοινωνίες καταναλώνουν τις εισαγόμενες αξίες με τη μορφή προτύπων της κοινωνίας του θεάματος. Με αυτό τον τρόπο προωθείται μια άλλη συνοχή, η συστημική, η οποία υπηρετεί τις ανάγκες των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων, από το οικονομικό μέχρι το εργασιακό. Οι ανθρώπινες ανάγκες ικανοποιούνται στο μέτρο που ισορροπούν με τις προδιαγραφές των συστημάτων, στα οποία δραστηριοποιείται το άτομο πραγματώνοντας διάφορους κοινωνικούς ρόλους, όπως είναι του εργαζόμενου, του καταναλωτή, του/της συζύγου και πολλών άλλων. Με αυτή την έννοια η κοινωνική συνοχή στο πλαίσιο του ανθρωπισμού είναι τουλάχιστον δύσκολο να υπάρξει, διότι το άτομο δεν ενδιαφέρει ως ανθρώπινη οντότητα, αλλά ως φορέας ρόλων, οι οποίοι υπηρετούν συστημικές λειτουργίες. Ιδιαιτέρως εμφανές γίνεται αυτό, εάν λάβουμε υπόψη μας τις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους εκπροσώπους των θεσμών (όπως έχει μετονομαστεί η Τρόϊκα) και δανειστές. Η συζήτηση των διαπραγματευόμενων εξαντλείται στα ποσοτικά μεγέθη και στις συστημικές ισορροπίες. Για παράδειγμα δεν ενδιαφέρει τόσο η ποιότητα ζωής του εργαζόμενου όσο η ανταγωνιστικότητα μιας επιχείρησης, η οποία βέβαια βασίζεται στη μείωση του κόστους εργασίας και όχι του κέρδους. Η ίδια λογική διαπερνά το σύνολο των συστημάτων, τα οποία γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης και όχι μόνο το εργασιακό. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το ασφαλιστικό σύστημα. Το ζητούμενο είναι η μείωση των συντάξεων, διότι από το ένα μέρος η κοινωνία είναι γηράσκουσα και η ανεργία χτυπάει κόκκινο με παρενέργεια τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ενώ από το άλλο η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής αυξάνει. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2013 ένας στους πέντε πολίτες της χώρας ήταν ηλικίας 65 ετών και άνω, το 2030 θα αντιστοιχεί ένας στους τέσσερις, ενώ το 2060 θα είναι ένας στους τρείς Έλληνες άνω των 65 ετών. Οι προοπτικές είναι δυσοίωνες. Ουδείς ενδιαφέρεται, εάν με 400 ή 500 ευρώ μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις μιας λιτοδίαιτης πορείας ο μέσος συνταξιούχος, όταν με το πέρασμα του χρόνου έρχονται και προβλήματα υγείας, ενώ τα νοσοκομεία δεν διαθέτουν πολλές φορές ακόμη και γάζες. Αυτό τουλάχιστον καταγγέλλουν πολλές διοικήσεις νοσοκομείων. Δυστυχώς δεν τίθεται θέμα για το μοντέλο οργάνωσης και τη λειτουργικότητα του με βάση τον ανθρωπισμό.
Η αστάθεια, η οποία προκαλείται στο κοινωνικό επίπεδο από την οπτική του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίζει τους πολίτες ως φορείς ρόλων, επιστρέφει και στο χώρο της πολιτικής, διότι αυτοί είτε επιδοκιμάζουν είτε αποδοκιμάζουν εκλογικά τα πεπραγμένα των κομμάτων. Όταν αυτά τα πεπραγμένα ουσιαστικά προσπαθούν να βελτιώσουν την λειτουργικότητα των ρόλων σε σχέση με το σύστημα αναφοράς τους με παράλληλη ισοπέδωση της ανθρώπινης υπόστασης, τότε διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική και την απονομιμοποίηση της. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται προβλήματα αστάθειας, διότι το πολιτικό σύστημα επιβαρύνεται με διακυμάνσεις και ανισορροπίες σε σχέση με την αποδοχή των πεπραγμένων του από την κοινωνία. Το πρόβλημα αποκτά μεγαλύτερη οξύτητα, όταν δεν βασίζει την λειτουργία του στο διάλογο και στις συναινέσεις μεταξύ των κομμάτων, τα οποία το συγκροτούν. Αυτό ισχύει στην Ελλάδα σε επικίνδυνο βαθμό. Αρκεί να προσεγγίσει κάποιος την οξύτητα της πολιτικής αντιπαράθεσης τόσο στη Βουλή όσο και στα διάφορα ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Δεν διστάζουν να αποκαλούν αλλήλους «προδότες» και «πουλημένους» χωρίς να ενδιαφέρονται για τις αναταράξεις, οι οποίες προκαλούνται όχι μόνο σε πολιτικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Αυτό οφείλεται στην λειτουργία της κοινωνίας πολιτών ως προέκτασης των κομμάτων, οπότε το κλίμα ρευστότητας μεταφέρεται στους πολίτες. Η πολιτική αστάθεια επεκτείνεται και πέραν του πολιτικού συστήματος και εγγίζει την κοινωνία, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο δύσκολη η διαχείριση της.
Βεβαίως αυτή την πολύ κρίσιμη περίοδο για το μέλλον αυτής της χώρας η πολιτική αστάθεια τροφοδοτείται και από τις εσωτερικές ανισορροπίες του μεγαλύτερου κυβερνητικού κόμματος, του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολυφωνία των στελεχών του σε συνδυασμό με την συχνή αλλαγή της κυβερνητικής «στρατηγικής», όχι μόνο πλήττουν την πολιτική σταθερότητα στο εσωτερικό, αλλά δημιουργούν και πρόβλημα στις σχέσεις της χώρας με τους εταίρους της. Ταυτοχρόνως δυσχεραίνουν την διαπραγματευτική θέση της χώρας, ενώ διαμορφώνουν κλίμα ανασφάλειας στους πολίτες. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός εκρηκτικού μίγματος, το οποίο δεν θα είναι ελεγχόμενο στις αντιδράσεις του, σε περίπτωση μη θετικής έκβασης της διαπραγμάτευσης. Την ευθύνη θα την έχει το πολιτικό σύστημα και κυρίως τα κυβερνητικά κόμματα, διότι τόσο ο πολιτικός λόγος όσο και οι κοινωνικές αντιδράσεις δεν στηρίζονται στον ορθολογισμό και στην ρεαλιστική προσέγγιση της πραγματικότητας, αλλά στις ιδεοληψίες, στο θυμικό και στις φαντασιώσεις, οι οποίες καλλιεργήθηκαν σε σχέση με το μέλλον. Αυτή την αρνητική εικόνα της πραγματικότητας έρχεται να συμπληρώσει και η ανυπαρξία σοβαρής και αξιόπιστης αντιπολίτευσης. Δυστυχώς η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Καλύπτει όλους τους τομείς δραστηριοποίησης της ελληνικής κοινωνίας και έχει χαρακτηριστικά πολυδιάστατης και βαθύτατης παρακμής. Το κακό δε είναι, ότι για αυτή την κατάσταση ουδείς θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο έστω και σε πολύ μικρό βαθμό. Βέβαια εάν λάβουμε υπόψη, ότι η μια πλευρά χρεώνει στην άλλη τις ευθύνες, τότε γίνεται αντιληπτή η συνευθύνη όλων.
Την πολιτική αστάθεια τροφοδοτούν ακόμη δύο παράγοντες, η έλλειψη συνέχειας στο επίπεδο της διακυβέρνησης της χώρας και η ταχύτητα της ροής του χρόνου στο εσωτερικό σε αντιδιαστολή με την αντίστοιχη σε ευρωπαϊκό επίπεδο και γενικότερα στο επίπεδο των ανεπτυγμένων χωρών.
Η έλλειψη συνέχειας οφείλεται από το ένα μέρος στην μη στήριξη του πολιτικού σχεδιασμού των κομμάτων σε ολοκληρωμένες αναλύσεις της πραγματικότητας σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο σε συνδυασμό με τις ιδεοληπτικές πολιτικές αφετηρίες της καθημερινής αντιπαράθεσης και από το άλλο στην επιφανειακή δημοκρατική λειτουργία. Δεν είναι τυχαίο, ότι μέχρι πριν λίγα χρόνια η συνεργασία των κομμάτων σε κυβερνητικό επίπεδο δεν ήταν νοητή. Και αυτή, που γίνεται τα τελευταία χρόνια της κρίσης, έχει ως αφετηρία την ύπαρξη της απαραίτητης τυπικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ώστε να είναι εφικτή η ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας. Η συνεργασία δεν βασίζεται σε ουσιαστικές συγκλίσεις προγραμμάτων, τα οποία εκφράζουν κοινωνικές ομάδες και δυναμικές. Βασικό κριτήριο είναι η διαχείριση της εξουσίας και όχι η έκφραση όσο γίνεται ευρύτερου πλειοψηφικού κοινωνικού τμήματος στην διαμορφούμενη κυβερνητική πολιτική. Εξάλλου η ανυπαρξία στρατηγικής και μακροπρόθεσμου πολιτικού σχεδιασμού δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αδυναμία διαχείρισης της εξέλιξης σε βάθος χρόνου και εξάρτηση των πολιτικών αποφάσεων από εξωγενείς παράγοντες π.χ. δανειστές, διότι οι επιπτώσεις τους δεν είναι προβλέψιμες. Όταν το πολιτικό σύστημα λειτουργεί με αυτό τον τρόπο δρομολογούνται συνθήκες πολιτικής αστάθειας.
Σε σχέση με την διαχείριση του χρόνου η κατάσταση είναι τραγική. Δεν συνδέεται με την ανάπτυξη δυναμικής στην κοινωνία, αλλά εξαντλείται στην ακινησία. Αρκεί να λάβουμε υπόψη τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δεν έγιναν στο παρελθόν, με αποτέλεσμα την συσσώρευση προβλημάτων στο παρόν. Και είναι πολλά, από το πελατειακό σύστημα και τη συντεχνιακή λογική μέχρι τον άκρατο κομματισμό και τη διαφθορά στο σύνολο των κοινωνικών συστημάτων.
Πρόσφατο παράδειγμα είναι η κυβερνητική πρακτική κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης από τις 20 Φεβρουαρίου με τους «θεσμούς» (Τρόϊκα). Επί 2,5 μήνες αφέθηκε η κυβέρνηση στη λογική της «δημιουργικής ασάφειας», με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος. Τώρα αναγκάζεται να διαπραγματεύεται κάτω από ασφυκτική πίεση, διότι ο χρόνος εξαντλείται. Ταυτοχρόνως η διαπραγματευτική της θέση χειροτερεύει. Υπάρχει βέβαια και η εύκολη δικαιολογία, ότι πάντα φταίνε οι άλλοι, οι οποίοι «θέλουν το κακό μας».
Με αυτά τα δεδομένα όμως η αστάθεια σε πολιτικό επίπεδο θα διευρύνεται, διότι τις αρνητικές της επιπτώσεις εισπράττει η κοινωνία με αποτέλεσμα την διαμόρφωση φυγόκεντρης δυναμικής, η οποία οδηγεί στην απορρύθμιση της συνοχής της. Και αυτό είναι επικίνδυνο, όταν δεν υπάρχουν οι δομικές κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για λειτουργικές υπερβάσεις και μετάβαση σε σύγχρονες μορφές οργάνωσης. Για κάτι τέτοιο όμως «χρειαζόμαστε λόγο αυτή την εποχή και όχι λόγια», όπως είπε και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος με κριτική διάθεση για τους πολιτικούς.