Πολιτικές συναινέσεις, κοινωνικές και πολιτισμικές ετερότητες

Νίκος Γκιώνης 05 Οκτ 2013

Διαπιστώθηκε, τόσο με τις προφυλακίσεις των φασιστών, όσο και με τις περιοριστικές αποφυλακίσεις μερικών από αυτούς, η σύμπτυξη ενός μετώπου λογικής των πολιτικών δυνάμεων, στην κατεύθυνση στήριξης της Κυβέρνησης, αφενός, και της Δικαιοσύνης αφετέρου. Αναφέρομαι στους περισσότερους και όχι στους γνωστούς, αλλά λιγότερους, μεμψίμοιρους.

Δυστυχώς, αυτό το μέτωπο, είτε δεν είχε υπάρξει ίσαμε τώρα, είτε είχε συνθλιβεί -ασχημάτιστο ακόμα- σε μικροκομματικές αντιλήψεις και σε επικίνδυνες συνάξεις στις πλατείες, που συγχρώτιζαν τον αστό δημοκράτη με τον εθνολαϊκιστή διαμαρτυρόμενο κι αυτόν με τον κρυμμένο στο πλήθος εκπαιδευμένο και πανούργο φασίστα. Φυσικά, η δημιουργούμενη πολιτική συναίνεση, δεν καταργεί ιδεολογήματα και αντιλήψεις, απλώς επί του παρόντος εδραιώνει το έδαφος της Δημοκρατίας, ώστε αυτές οι πολιτικές διαφορετικότητες να συνεχίσουν την ύπαρξή τους και όχι να στριμωχτούν στο εσωτερικό κάποιας στενής φαιάς μπότας.

Στην φάση της κατασκευής αυτού του μετώπου συνεννόησης και λογικής, είναι φυσικό να αποκαλύπτονται και –ευτυχώς– μειοψηφικές απόψεις, που άλλοτε κομψά, όπως με την απόρριψη των προτάσεων Ρουπακιώτη, άλλοτε βαρύγδουπα, με τις δηλώσεις Φ. Κρανιδιώτη περί εθνικισμού, προσπαθούν δόλια και μικροκομματικά να δοκιμάσουν συνδέσεις με τα όρια του υποκόσμου του πρόσφατου φιλοναζισμού, με αναφορές στον υποτιθέμενο επαναπατρισμό ψηφοφόρων. Ατυχώς, αυτά τα πολιτικά σταγονίδια, είναι περιχαρακωμένα σ? έναν ιδεολογικό και πολιτικό κόσμο προηγουμένων δεκαετιών, που χαρακτηρίζονταν από τους εδραιωμένους μύθους της εθνικοφροσύνης, του αντικομμουνισμού, του ελληνοχριστιανισμού και την απουσία του παραμικρού λογισμού με αναφορά στην Ευρώπη και στα επιτεύγματα του Διαφωτισμού. Αυτά τα σταγονίδια δεν είναι κατ’ ανάγκην ακροβολιστές του φασισμού, αποδεικνύουν όμως την διαχρονικότητα μιας, τουλάχιστον, επικίνδυνης καπηλευτικής αντίληψης ενός αποκλειστικού και στερεοτυπικού πατριωτισμού, που επικίνδυνα εφάπτεται με τα φληναφήματα των εθνικιστών- φασιστών των ημερών μας.

Θυμόμαστε όλοι μας τους γραφικούς αλλά και επικίνδυνους πατριώτες παρακρατικούς των Ιμίων και της υπόθεσης Οτσαλάν. Άλλωστε, τότε δόθηκε και μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να μάθουμε από τηλεοράσεως κάμποσους από τους σημερινούς πρωταγωνιστές των ιδεολογιών του μίσους.

Με την στερεότητα της πολιτικής συναίνεσης και τις ελάχιστες συμφωνίες που θα απορρεύσουν από αυτήν, η κοινωνική και πολιτική ετερότητα του καθενός μας, που είναι εγκατεστημένος σε μια κοινωνία όχι αποκλειστική, αλλά στον κύκλο του συνανήκειν, θα αποκτήσει ίσως κάποια ερείσματα δικαιωμάτων, λίγα ή πολλά, δεν ξέρω. Και η ετερότητα αυτή αφορά όλους μας και μας διαπερνά οριζόντια, διαταξικά και διαφυλετικά.

Ο Μινώταυρος, όμως, που πρέπει να πιαστεί από τα κέρατα, είναι το Σχολείο, θεσμικά και μορφωτικά, που πιθανόν να μπορέσει σε μιαν άλλη του ευρύχωρη λειτουργία να υποκαταστήσει εν μέρει και τις ψυχικές παιδαγωγικές παθογένειες του πρώτου πολιτισμικού περιβάλλοντος, που είναι η οικογένεια.

Βέβαια και άλλα μπορούν να ειπωθούν, όπως ο σταδιακός και φερέγγυος μετασχηματισμός των πολιτικών κομμάτων και των ελίτ τους, σε μία επικαιροποιημένη αντίληψη των αναπτυξιακών και άλλων αναγκών της χώρας και της Ευρώπης.

Η διαχρονία της Ιστορίας, βέβαια, δείχνει πως μετά από διαστήματα κοινωνικών υφέσεων, οι θεωρίες μίσους που οδηγούν στη μη αποδοχή της ετερότητας, επανέρχονται για να πρωταγωνιστήσουν στο παντοτινό σκηνικό της κόντρας πολιτισμού και αμορφωσιάς. Νομίζω όμως πως και η χώρα μας, που πιάστηκε απροετοίμαστη στην επέλαση του νεοναζισμού, μπορεί να ζήσει μια ικανή περίοδο ύφεσης αυτών των φαινομένων και περισσότερου εκπολιτισμού της, με την προϋπόθεση του δραστικού περιορισμού του λαϊκισμού -είναι άλλωστε το πρώτο κινούν όλων των απλουστεύσεων, δεξιών και αριστερών- και που μόνον μικροψυχία, πολιτική και πολιτισμική, αποπνέουν όσοι από δω κι αποκεί τον διακονούν.