Το ότι το κομματικό μας σύστημα εμφανίζει «ασυμμετρία» όπως λέγεται δεν σημαίνει ότι ο σχηματισμός ενός «εναλλακτικού πόλου» διακυβέρνησης θα προκύψει αυτομάτως ως αναγκαιότητα. Όπως έδειξε η διαδικασία εκλογής προέδρου του ΠΑΣΟΚ, δεν υπάρχει ήδη μια κοινωνική ζήτηση έτοιμη να επενδυθεί σε οτιδήποτε τής προσφέρεται. Ούτε η φθορά της κυβέρνησης προδικάζει ότι το ιδιότυπο πολιτικό τοπίο του κυρίαρχου κόμματος και των κατακερματισμένων αντιπολιτεύσεων θα τελειώσει στις επόμενες εκλογές. Οι πολίτες δεν ζουν υπό τη χρονική πίεση να αποφασίσουν ποιος θα κυβερνήσει ούτε έχουν λόγους να παθιάζονται πολιτικά όπως σε προηγούμενες φάσεις της Μεταπολίτευσης. Η αποστασιοποίηση, η αδιαφορία και η αποχή «από τα πολιτικά», είναι προφανής και συνιστούν ένα αμμώδες κοινωνικό-πολιτικό υπόστρωμα στο οποίο δύσκολα θεμελιώνονται βεβαιότητες, αντιθέτως ευδοκιμούν οι προβλέψεις ή οι μαντείες. Και οι γελοιότητες όμως, όπως αυτές που συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, αν και εδώ επίσης είναι πρώιμο να συμπεράνουμε το τέλος του. Τελειώνει όμως σίγουρα η υπόθεση ότι η διαμόρφωση ενός πόλου εξουσίας στον χώρο της κεντροαριστεράς μπορεί να προκύψει από τη συγκόλληση των κομματιών που κυκλοφορούν στη σημερινή πολιτική αγορά. Οι ίδιοι οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ την προηγούμενη Κυριακή γύρισαν την πλάτη σε αυτή την πρόταση κρίνοντας ορθώς ότι μόνο η εδραίωση του κόμματός τους στη δεύτερη θέση μπορεί να αποτελέσει αφετηρία αλλαγών.
Η αστάθεια και η «ασυμμετρία» του ελληνικού πολιτικού τοπίου είναι ο ιδιαίτερος τρόπος που εκδηλώνεται στη χώρα μας η αποδόμηση των παραδοσιακών ευρωπαϊκών κομματικών συστημάτων που εξελίσσεται εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Ευτυχώς στη χώρα μας, προσώρας τουλάχιστον, τα συμπτώματα είναι ελαφρότερα είτε γιατί προκαταβάλαμε μεγάλο μέρος του κόστους την περίοδο της χρεοκοπίας, είτε γιατί οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Το ευρωπαϊκό τοπίο είναι γνωστό. Απομάκρυνση από τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, μείωση της εμπιστοσύνης στην πολιτική και στους πολιτικούς, διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτισμικούς λόγους.
Σε τέτοιους σκοτεινούς καιρούς είναι φυσικό οι άνθρωποι και οι κοινωνίες να ανατρέχουν ή να αναπολούν προηγούμενες εποχές. Παλιούς καλύτερους καιρούς μεγαλύτερης ευημερίας, ανοδικής κινητικότητας και αυξημένων προσδοκιών. Ή κόσμους πιο οικείους όπου λίγο-πολύ ξέραμε «πώς λειτουργούν τα πράγματα», γιατί οι συλλογικές και ατομικές ταυτότητες φάνταζαν στέρεες και συμπαγείς, τόσο που έκαναν και τον Κόσμο πιο κατανοητό. Στην σημερινή ευρωπαϊκή συγκυρία μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο «νοσταλγικές» αναδρομές. Η πρώτη είναι εκλογικά επιτυχής και συμβαίνει με τη λεγόμενη Ακροδεξιά. Κοινά χαρακτηριστικά είναι η εθνοκυριαρχική αναδίπλωση και η καταγγελία στα λόγια τουλάχιστον των Βρυξελλών» και της παγκοσμιοποίησης, η δαιμονοποίηση των μεταναστεύσεων ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν μετανάστες, η καταφυγή στον περίκλειστο, αμυντικό και ξενοφοβικό εθνικισμό. Είναι σαν να ανατρέχουν στο Έθνος-Κράτος και να θέλουν με αυτό το εργαλείο να αντιμετωπίσουν τις νέες πραγματικότητες. Οι δημοκρατικές δυνάμεις καταγγέλλουν και δικαίως τον αυταρχισμό της Ακροδεξιάς αλλά παραγνωρίζουν τον λόγο των επιτυχιών της που δεν είναι απλώς «συντηρητικοποίηση» των κοινωνιών, και ακόμα λιγότερο, επάνοδος του φασισμού. Είναι η ψευδής υπόμνηση της Ισχύος που είχε παλαιότερα η Πολιτική να πλαισιώνει τις καθημερινές ζωές των πολιτών, να δίνει νόημα και κατεύθυνση στη χαώδη κοινωνική εξέλιξη. Αυτό έκανε η Πολιτική στην εποχή του Έθνους-Κράτους προσφέροντας ένα στοιχειώδες αλλά αποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής, ψυχολογικής και νοηματικής ασφάλειας στους πολίτες. Αυτό το παρελθόν αναρριπίζει η Ακροδεξιά, απατηλά όμως καθώς η εποχή έχει αλλάξει και το έθνος-κράτος δεν έχει πλέον εκείνη την ισχύ. Όπως ο οικονομικός λαϊκισμός στην περίοδο της χρεοκοπίας, έτσι και ο ακροδεξιός εθνικισμός, ξεκινούν από πραγματικά προβλήματα για να δώσουν λάθος υποσχέσεις που διαψεύδονται όταν βρεθούν στην κυβέρνηση.
Η δεύτερη «νοσταλγική» αναδρομή αφορά τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας. Η δική τους αναπόληση αναπαράγει μια «κανονικότητα» που καταλαβαίνουν μεν ότι έχει διαταραχθεί αλλά όχι τόσο ώστε να πειστούν πως δεν αρκεί πια η business as usual. Μένουν προσκολλημένα στη ρουτίνα ενός διπολικού/δικομματικού ανταγωνισμού που διεξάγεται μεταξύ μιας «κεντροδεξιάς» και μιας «κεντροαριστεράς» σε ειρηνικές συνθήκες χωρίς μείζονα διακυβεύματα και αποκλίσεις. Εδώ η πολιτική έχει συρρικνωθεί σε διαχείριση, σε βελτιωτικά μέτρα, συνήθως στη βάση μιας πελατειακής-συντεχνιακής δοσοληψίας. Αντιθέτως, η Πολιτική Ισχύς ως προσπάθεια ελέγχου, προσανατολισμού και νοηματοδότησης της υπάρχουσας «κατάστασης των πραγμάτων» έχει εγκαταλειφθεί. Σαν η πολιτική να αρκείται στον ρόλο του συνοδού της δυναμικής που επιβάλλουν η «Οικονομία» και ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός των «άλλων» - όπου «άλλοι» είναι οι μεγάλες εξω-ευρωπαϊκές δυνάμεις, τα μεγάλα κράτη-ήπειροι. Αλλά μια τέτοια αντίληψη πολιτικής αδυνατεί να ανταποκριθεί στη ανάγκη κοινωνικής, πολιτισμικής και ψυχολογικής ασφάλειας που αισθάνονται οι πολίτες σε μια εποχή ταχύτατων αλλαγών. Ανάγκη που έχουν ιδίως τα αδύναμα στρώματα που στη βιομηχανική Ευρώπη εκπροσωπούσε σε μεγάλο βαθμό Σοσιαλδημοκρατία, η οποία εξ αυτού είναι το κύριο θύμα αυτής της ρουτινιασμένης πολιτικής.
Έτσι, τα ευρωπαϊκά κράτη και η Ευρώπη ως σύνολο, βρίσκονται μπλοκαρισμένα μεταξύ της παρωχημένης «κανονικότητας» που παρουσιάζουν τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας και της νέας ψεύτικης υπόσχεσης που δίνουν οι εθνικισμοί της ακροδεξιάς - αλλά και της ακροαριστεράς σε κάποιες χώρες. Η υποτονικότητα των μεν αδυνατίζει τη φιλελεύθερη δημοκρατία την οποία ταυτόχρονα πληγώνει ο αυταρχισμός των δε. Κυρίως όμως η εθνική περιχαράκωση που πρεσβεύουν οι εθνικισμοί, κλείνουν τον μόνο δυνατό δρόμο αναζωογόνησης της δημοκρατίας και του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Γιατί τα εθνικά κράτη μόνο ενωμένα στο πλαίσιο της Ευρώπης μπορούν να βγουν από το σημερινό μπλοκάρισμα, Η εκκωφαντική ασημαντότητά τους στην κρίση της Μέσης Ανατολής και όπου αλλού παίζονται οι τύχες του Κόσμου στη νέα εποχή, δείχνει το πρόβλημα και τη λύση του. Ή ένα πραγματικό άλμα πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης ή παρακμή. Οι ρεαλιστές, το είδαμε και στα σχόλια για την Έκθεση Ντράγκι, αποκλείουν το πρώτο. Και ώς τώρα κερδίζουν. Το ερώτημα είναι αν το φάντασμα της παρακμής μπορεί να ενεργοποιήσει τα πολιτικά ανακλαστικά των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Άγνωστο. Το σίγουρο είναι ότι η αντιστροφή της παρακμής δεν μπορεί να γίνει με τις επικρατούσες πολιτικές ρουτίνες, ούτε με αψιμαχίες για την «αναδιανομή» μερικών εκατοστών του ΑΕΠ σε εθνικό επίπεδο ούτε σε μυωπικές εθνικές αντιπαλότητες στο πλαίσιο μιας αργοκίνητης ΕΕ. Οι νοσταλγικές αναπολήσεις ή η καταφυγή σε εργαλεία του παρελθόντος, είναι ο δρόμος της παρακμής.
Η αντιστροφή απαιτεί το είδος της Πολιτικής που προκαλεί τομές και α-συνέχειες, φιλοδοξώντας να προσανατολίσει στον επιθυμητό στόχο την υπάρχουσα δυναμική των πραγμάτων. Απαιτεί Ηγεσίες ικανές να δουν τη μεγάλη εικόνα και τον μακρύ ορίζοντα. Είναι παρήγορο ότι υπάρχουν αρκετά παραδείγματα, τόσο στην ελληνική όσο και στην ευρωπαϊκή ιστορία, που από ανάγκη ή από τύχη, σε σκληρούς καιρούς προέκυψαν τέτοιες Ηγεσίες και τέτοια Πολιτική.
Πηγή: www.tanea.gr