Το δεύτερο μισό του 2024 επιφύλασσε, με αφετηρία τις ευρωεκλογές, σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα της χώρας οι οποίες φάνταζαν αδιανόητες με βάση τα δεδομένα που είχαν προκύψει από το αποτέλεσμα της τελευταίας εθνικής κάλπης. Η χρονιά ξεκίνησε με την αυτοδύναμη ΝΔ να φαντάζει σχεδόν άτρωτη, το ΠΑΣΟΚ να διεκδικεί το όνειρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον ΣΥΡΙΖΑ να ψάχνει τα μετά Τσίπρα πατήματά του, με τον Κασσελάκη στο τιμόνι του κόμματος. Το τέλος του χρόνου βρίσκει τη ΝΔ να αγωνίζεται να διατηρήσει τα ποσοστά των ευρωεκλογών, το ΠΑΣΟΚ να φιγουράρει στην αξιωματική αντιπολίτευση και τον ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρεί την ανασυγκρότησή του μετά από δύο διαδοχικές διασπάσεις. Η ενίσχυση των δυνάμεων του ακροδεξιού τόξου με προσβασιμότητα και στη ΝΔ είναι η πιο ανησυχητική κληρονομιά του χρόνου που φεύγει.
Η πρώτη θεσμική πρόκληση του 2025 αφορά στην εκλογή του/της ενοίκου του Προεδρικού Μεγάρου για την επόμενη πενταετία. Η συζήτηση άνοιξε πρόωρα με πρωτοβουλία στελεχών από διαφορετικές πολιτικές πλευρές τα οποία επέλεξαν να αξιοποιήσουν τη διαδικασία εκλογής ΠτΔ για την προώθηση μικροκομματικών και προσωπικών πολιτικών σχεδιασμών. Μια τέτοια συμπεριφορά είναι προσβλητική όχι μόνο για τον κορυφαίο πολιτειακό θεσμό αλλά και για την προσωπικότητα της σημερινής ΠτΔ η οποία ανταποκρίνεται με αξιοπρέπεια, ευθύνη και πληρότητα στα θεσμικά της καθήκοντα. Το πρόσωπο του/της ΠτΔ συμβόλιζε παραδοσιακά, στα χρόνια της μεταπολίτευσης, τη θέληση των πολιτικών δυνάμεων να αφήσουν πίσω τους επώδυνους διχασμούς του παρελθόντος, ξεφεύγοντας από στενόμυαλες παραταξιακές επιλογές. Η ίδια υπεύθυνη συναινετική στάση επιβάλλεται να τηρηθεί κι αυτή τη φορά.
Μια ακόμα πολύ σοβαρή και κρίσιμη θεσμική πρόκληση περιλαμβάνεται στην ατζέντα του 2025. Πρόκειται για την έναρξη της συζήτησης για τη νέα αναθεώρηση του συντάγματος η οποία θα ολοκληρωθεί και θα ψηφιστεί από την επόμενη Βουλή. Η εσωτερική και διεθνής συγκυρία αλλά και η ραγδαία πρόοδος στον τεχνολογικό τομέα έχουν διαμορφώσει νέες συνθήκες στις οποίες θα πρέπει να ανταποκρίνεται ο καταστατικός χάρτης της χώρας. Δεν υπάρχουν τα περιθώρια για ακόμα μια «χαμένη» αναθεώρηση. Το νέο σύνταγμα θα πρέπει να άρει τα βαρίδια που κρατούν τη ζωή της χώρας δέσμια συντηρητικών προκαταλήψεων και «προοδευτικών» ιδεοληψιών, να θωρακίζει το κύρος και τη λειτουργία των θεσμών καθώς και να διασφαλίζει τα δικαιώματα των μειοψηφιών από κάθε είδους διακρίσεις, αναχρονιστικές αντιλήψεις και «επικρατούσες» θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Δύο είναι οι πιο σημαντικές πολιτικές προκλήσεις που τις παραδίδει ανοιχτές, η χρονιά που τελειώνει, στην επόμενη. Η πρώτη είναι η ανταπόκριση στις οξυμένες ανάγκες της καθημερινότητας των πολιτών. Η αποτυχία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την ακρίβεια οφείλεται στην «ιδεολογική» της αδυναμία να υπερασπίσει τις αρχές του ελεύθερου και υγειούς ανταγωνισμού απέναντι στη συντονισμένη δράση των ολιγάριθμων καρτέλ στον τραπεζικό, τον ενεργειακό, τον καταναλωτικό τομέα όπως και αυτόν της υγείας.
Η δεύτερη ανοιχτή πρόκληση είναι η ενίσχυση του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας ως παράγοντα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή. Από την άποψη αυτή είναι αναγκαία η απομόνωση των κάθε λογής ακροδεξιών εθνικιστικών φωνών που απειλούν να εμπλέξουν την Ελλάδα σε επικίνδυνες περιπέτειες. Κοινό τόπο των φιλειρηνικών δυνάμεων αποτελεί η εδραίωση κλίματος συνεργασίας και αλληλοκατανόησης, η ασφάλεια και η διαφύλαξη των συνόρων από αναθεωρητικές επιβουλές.
Το άρθρο δημοσιεύεται στα ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 07/12/2024
Πηγή: www.tanea.gr