Tο βασικό πολιτικό πλαίσιο της κυβέρνησης προσδιορίζεται από το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, είτε λόγω αδυναμίας να ευρεθεί η αναγκαία πλειοψηφία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, ή ενδεχομένως και για άλλους λόγους, που έχουν σχέση με την επανατοποθέτηση του ελληνικού προβλήματος, δεδομένων των δυσκολιών εφαρμογής του προγράμματος.
Αυτό πρακτικά σημαίνει για την κυβέρνηση «προετοιμάζομαι για εκλογές, έστω κι αν ο σκοπός μου είναι να τις αποφύγω» και την οδηγεί σε μια «διπλής κατεύθυνσης» πολιτική. Από τη μία εφαρμογή όλων των δεσμεύσεων και από την άλλη εξαγγελία ευνοϊκών μελλοντικών «διορθωτικών παρεμβάσεων» με τη λογική και «η πίτα ακέραιη και ο σκύλος χορτάτος»…
Βέβαια, η πολιτική αυτή έχει τους κινδύνους της, ως προς την αξιοπιστία της (και μέσα και προς τα έξω) και τα όριά της, που προφανώς γνωρίζουν τόσο ο κ. Σαμαράς όσο και ο κ. Βενιζέλος. Πλην όμως, είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν αυτή την «τεθλασμένη γραμμή» για να «εξισορροπήσουν και να γεφυρώσουν» την κοινωνική δυσαρέσκεια, με τις «δεσμεύσεις» έναντι των εταίρων-δανειστών, κάτι που δυσκολεύονται να κατανοήσουν οι «ακραιφνείς μεταρρυθμιστές» εντός και εκτός της κυβέρνησης. Ομως το «καμπανάκι» των ευρωεκλογών ήχησε δυνατά στα ώτα των δύο αρχηγών…Ο κίνδυνος, με τον τρόπο που έγινε κατανοητή η «διόρθωση των λαθών» από πολλούς νεοεισελθόντες στην κυβέρνηση υπουργούς, βρίσκεται στο ότι οι… πολλές ευνοϊκές εξαγγελίες -ατάκτως ερριμμένες- είναι προφανές ότι στοχεύουν σε επιφανειακή «εσωτερική κατανάλωση». Από την άλλη όμως, παράλληλα, δημιουργούν αρνητικούς αυτοματισμούς και καχυποψίες στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Το κυβερνητικό «στίγμα» δεν είναι σαφές. Χάνει και από τη «φιλολαϊκή» σκοπιά και από τη «μεταρρυθμιστική», δημιουργώντας συνθήκες «αυτοαναίρεσης».
Δυστυχώς, για τη «διορθωτική πολιτική» της κυβέρνησης μεσολαβεί το «πικρό ποτήρι» υλοποίησης των δώδεκα δεσμεύσεων μέσα στο καλοκαίρι που θέτουν οι εταίροι-δανειστές ως προαπαιτούμενο όχι μόνο για την εκταμίευση των 2 δισ. αλλά και για να προχωρήσουν σε νέα αξιολόγηση και κυρίως για να αρχίσουν οποιαδήποτε συζήτηση για μια νέα διευθέτηση του χρέους.
Η κυβέρνηση, φυσικά, θα επικαλεσθεί ότι είναι το τελευταίο «πικρό ποτήρι», πλην όμως επηρεάζει καθοριστικά την κρίσιμη περίοδο μέχρι την προεδρική εκλογή, «αποδυναμώνοντας» τις ευνοϊκές διορθωτικές προαναγγελίες. Από την άλλη, η ΕΕ βρίσκεται σε μια διαδικασία, μετά τις ευρωεκλογές, επιλογής προέδρου και επιτρόπων αλλά και νέων πολιτικών κατευθύνσεων με βάση και τα «μηνύματα» των ευρωεκλογών. Ολοι διαπραγματεύονται με όλους και θέτουν αιτήματα για την τελική διαμόρφωση ενός «νέου πλαισίου».
Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο ότι δύο μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ιταλία (Ρέντσι) και η Γαλλία (Ολάντ), θέτουν θέμα μεγέθυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας (ανάπτυξης), αναγνωρίζοντας την ανάγκη της δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά με «χαλαρότερους» ρυθμούς και μέσα. Με αυτή την άποψη συμπλέουν κάπως και οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες και ο Ντράγκι της ΕΚΤ, παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις Μέρκελ – Σόιμπλε και των ηγετών του ευρωπαϊκού Βορρά.
Προφανώς, δεν πρέπει να περιμένουμε θεαματικές αλλαγές. Ομως περισσότερη ανάπτυξη είναι εφικτή με μια σχετική χαλάρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής, λόγω Ιταλίας και Γαλλίας. Αρα υπάρχουν, έμμεσα, και για την Ελλάδα περισσότερες δυνατότητες.
Δυστυχώς η κυβέρνηση, υπό τον φόβο των πρόωρων εκλογών και του αποτελέσματος των ευρωεκλογών, «ποντάρει πρόωρα» στη διόρθωση «εγκληματικών λαθών» που έγιναν με κοινή υπαιτιότητα τρόικας-κυβέρνησης, χωρίς να έχει διαμορφωθεί ακόμα το κατάλληλο ευρωπαϊκό έδαφος. Τα μηνύματα από τις Βρυξέλλες είναι χαρακτηριστικά…