Είναι πλέον εμφανές, ότι στην ιστορική της διαδρομή η ανθρωπότητα έχει φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο για την πορεία της προς το μέλλον, διότι τώρα αρχίζουν να βιώνονται γενικευμένες ανισορροπίες, οι οποίες οφείλονται στην πολιτική και κοινωνική οπτική διαχείρισης της δυναμικής της εξέλιξης.
Συγκεκριμένα τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο η διαχείριση εξαντλείται στις συνθήκες, που διαμορφώνονται στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας και στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων τους σε αυτό, χωρίς να αναπτύσσεται στρατηγική με μακροπρόθεσμη προοπτική, η οποία στηρίζεται στην απαλλαγή από τα γενεσιουργά αίτια των αρνητικών παρενεργειών της ακολουθούμενης πορείας.
Οι συνθήκες κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας όμως είναι μόνο ένα τμήμα της πραγματικότητας, η οποία έχει ευρύτερες διαστάσεις (π.χ. σε σχέση με την υγεία, το περιβάλλον, το κλίμα κ.λ.π.), που αποκαλύπτονται δυστυχώς από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις, διότι δεν συμπορεύονται με τα όρια αντοχής και ανοχής των λειτουργικών της ισορροπιών.
Αυτό γίνεται εμφανές, αν ληφθούν υπόψη τα στοιχεία, που προκύπτουν από την εμπειρική προσέγγιση και μελέτη των προκαλούμενων ανισορροπιών. Για παράδειγμα ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, την Ιατρική Σχολή Icahn στο Mount Sinai, το Παγκόσμιο Παρατηρητήριο Πλανητικής Υγείας του Boston College, το Centre Scientifique de Monaco, το Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο του Mainz και το Ινστιτούτο Καρδιολογικής Έρευνας Victor Chang επισημαίνουν εμφατικά τον υψηλό βαθμό κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία, που συνεπάγεται η υπερθέρμανση του πλανήτη, η ατμοσφαιρική ρύπανση και η έκθεση στον καπνό πυρκαγιών.
Επίσης αναδεικνύουν τις αιτίες καρδιακών παθήσεων, όπως είναι η ρύπανση του εδάφους, η ηχορύπανση και η έκθεση σε τοξικές ουσίες. Εκτιμάται, ότι στην Ευρώπη 113 εκατομμύρια άνθρωποι επηρεάζονται μακροπρόθεσμα από τα επίπεδα θορύβου της κυκλοφορίας πάνω από 55 ντεσιμπέλ κατά την διάρκεια της ημέρας και της νύχτας. Το ανθρώπινο σώμα βομβαρδίζεται με ρύπους, που επιβαρύνουν την καρδιακή υγεία.
Είναι εμφανές, ότι η αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτίων αυτών των κινδύνων σημαίνει παρέμβαση με βαθιές τομές και αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας, όπως τερματισμό της χρήσης ορυκτών καυσίμων, επενδύσεις στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), τερματισμό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, συρρίκνωση της χρήσης οχημάτων κ.λ.π. Ουσιαστικά θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος ζωής των ανθρώπων. Αυτό βέβαια δεν είναι εύκολο, ενώ ταυτοχρόνως θα έχει μεγάλο οικονομικό και πολιτικό κόστος.
Σε ανάλογο «μήκος κύματος» κινείται και μια άλλη ανισορροπία, η αστική θερμική νησίδα. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Μελά, καθηγητή Φυσικής Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, οι επιστημονικές εκτιμήσεις θεωρούν, ότι στο τέλος του 21ου αιώνα η αύξηση της θνητότητας θα φτάσει στο 10% σε περιπτώσεις, που έχουν σχέση με την καταπόνηση του οργανισμού εξαιτίας των υψηλών νυχτερινών θερμοκρασιών στις πόλεις στις θερμές περιόδους.
Στις πόλεις η υψηλότερη θερμοκρασία οφείλεται στο φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας, το οποίο σχετίζεται με την κυκλοφοριακή επιβάρυνση από τα διερχόμενα αυτοκίνητα, την μεγαλύτερη χρήση κλιματιστικών, τα υλικά των ασφαλτοστρώσεων, την μεγαλύτερη χρήση τσιμέντου για την κατασκευή κτιρίων, την παγίδευση της ηλιακής ακτινοβολίας στις αστικές χαράδρες και την έλλειψη βλάστησης.
Επίσης η υψηλότερη θερμοκρασία κατά την διάρκεια της νύχτας καταπονεί τον ανθρώπινο οργανισμό, με αποτέλεσμα την αύξηση της θνητότητας. Το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας στα σύγχρονα μεγάλα αστικά κέντρα αποτελεί πηγή κινδύνων ακόμη και για την ανθρώπινη ζωή. Και όμως η μαζοποίηση των κοινωνιών στις μεγάλες πόλεις κυριαρχεί και διαμορφώνει την καθημερινότητα των πολιτών, οι οποίοι δεν είναι ενημερωμένοι για τις προκαλούμενες ανισορροπίες ούτε και συνειδητοποιούν τις επιπτώσεις στην ζωή τους.
Οι κίνδυνοι βέβαια, που παράγει η δραστηριοποίηση των κοινωνιών στο πλαίσιο του συστήματος οργάνωσης και λειτουργίας τους, θα εντείνονται περισσότερο στο μέλλον.
Έχει πολύ ενδιαφέρον και είναι αποκαλυπτική η επισήμανση του Γαβριήλ Ξανθόπουλου, δασολόγου και διευθυντή Ερευνών του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, ότι «Οι προβλέψεις της 10ετίας του 2000 για το 2050 γίνονται ήδη πραγματικότητα σήμερα, ενώ με την προβλεπόμενη αύξηση του πληθυσμού της γης στα 9,7 δισεκατομμύρια έως το 2050 αναμένεται, ότι περισσότεροι από τους μισούς ανθρώπους θα αντιμετωπίσουν προβλήματα με την διαθεσιμότητα νερού. Την ίδια ώρα οι αυξημένες ανάγκες διατροφής θα οδηγήσουν σε ελλείψεις».
Παράλληλα θα προκληθεί απώλεια βιοποικιλότητας, ενώ θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για κοινωνικές αναταράξεις και αντιπαραθέσεις, που μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση της τρομοκρατίας και σε πολεμικές συγκρούσεις. Αυτές οι συνθήκες επιβάλλουν την άμεση ενεργοποίηση στον χώρο της πολιτικής για την αλλαγή τρόπου σκέψης και διαχείρισης της πραγματικότητας, η οποία υπερβαίνει τα όρια του συστήματος κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας.
Η επανεκκίνηση του πολιτικού συστήματος προϋποθέτει, ότι η λειτουργία του και ο σχεδιασμός της πορείας προς το μέλλον οριοθετούνται από το κοινωνικό και όχι το συστημικό συμφέρον από το ένα μέρος και από το άλλο ότι η πραγματικότητα εκτείνεται πολύ περισσότερο από τις κοινωνικές συνθήκες και περιλαμβάνει και άλλες παραμέτρους, όπως το φυσικό περιβάλλον και τα διάφορα οικοσυστήματα, που η βιωσιμότητα τους αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανθρώπινη ζωή.
Παράλληλα επειδή η ευρύτερη πραγματικότητα είναι πλέον πολύπλοκη σε υψηλό βαθμό λόγω της συσσώρευσης δεδομένων, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον σχεδιασμό, ενώ ταυτοχρόνως υπερβαίνει τις δυνατότητες προσέγγισης και ανάλυσης τους από πολιτικό προσωπικό, το οποίο δεν διαθέτει τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία και τις γνώσεις, πρέπει να αποκατασταθεί δομικού χαρακτήρα συνεργασία του πολιτικού συστήματος με τους επιστημονικούς θεσμούς.
Επίσης είναι αδήριτη ανάγκη οι πολίτες να ενεργοποιούνται πολιτικά ως ατομικά και συλλογικά υποκείμενα στο πλαίσιο της κοινωνίας πολιτών, χωρίς εξαρτήσεις από κόμματα, με βασικό εργαλείο τον ορθολογισμό, ενώ είναι αυτονόητο, ότι επιβάλλεται να γίνεται διάλογος με το πολιτικό σύστημα στο πλαίσιο θεσμοθετημένων διαδικασιών.
Αυτό βέβαια σημαίνει, ότι πρέπει να προβλέπεται και να είναι διαθέσιμος ο αναγκαίος ελεύθερος χρόνος για την πραγματοποίηση του διαλόγου και να μην εργαλειοποιούνται οι πολίτες για την επίτευξη εκλογικών στόχων με την αξιοποίηση της διαφημιστικής οπτικής στον επικοινωνιακό τομέα.
Τέλος η διαχείριση του χρόνου τόσο από το πολιτικό σύστημα και τους πολιτειακούς θεσμούς όσο και από τους πολίτες στην λειτουργία τους ως συλλογικών υποκειμένων πρέπει να συμπορεύεται και πολύ περισσότερο να προπορεύεται της δυναμικής της εξέλιξης, ώστε η διαχείριση της πραγματικότητας να είναι βιώσιμη και να διασφαλίζεται η αποφυγή επικίνδυνων ανισορροπιών. Ανάλογα μακροπρόθεσμος επιβάλλεται να είναι και ο πολιτικός σχεδιασμός της κοινωνικής πορείας.
Εάν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, τότε θα αποκατασταθεί λειτουργική και βιώσιμη ισορροπία μεταξύ της πολιτικής και της διαχείρισης της πραγματικότητας, στην οποία το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης είναι μια από τις συνιστώσες, που την συνθέτουν. Θα πρέπει όμως να επιταχυνθούν οι απαραίτητες για αυτό διεργασίες τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο, διότι η ταχύτητα της δυναμικής της εξέλιξης είναι πολύ μεγάλη και παράγει επικίνδυνες ανισορροπίες.