Για πολύ μεγάλο διάστημα απέφευγα να ασχοληθώ με τον δημόσιο διάλογο, κυρίως μέσα από τα ΚΜΔ, καθώς παρακολουθούσα με θλίψη την πανδημία της τοξικότητας που έχει καταλάβει φίλους και «φίλους», χωρίς μάλιστα να βρεθεί το αντίδοτο εμβόλιο.
Αντί επιχειρημάτων αήθεις επιθέσεις με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, αλλά και συστηματική διαστρέβλωση των ισχυρισμών του αντιπάλου, προκειμένου να «ταιριάξει» στο τοξικό αφήγημα του καθένα.
Ο πολιτικός διάλογος, η πολιτική αντιπαράθεση και τα επιχειρήματα αντικαταστάθηκαν από χουλιγκανικά συνθήματα και «αυριανικής» έμπνευσης γλωσσικούς κανιβαλισμούς. Η πολιτική αντιπαράθεση μετετράπη σε αντιπαράθεση οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων, που δεν νοιάζονται για το όποιο δίκιο του αντιπάλου, ή πιθανό λάθος της δικής τους ομάδας. Ισχύει η αρχή: «‘Ο,τι κάνει ο αντίπαλος είναι κατακριτέο – καταδικαστέο, ότι κάνουν ή λένε οι δικοί μας καλώς καμωμένο». Τόσο απλά.
Τα πλοκάμια του τοξικού πολιτικού οπαδισμού μοιάζουν να απλώνονται από τη μία έως την άλλη άκρη του πολιτικού μας συστήματος και μόνο μικρές νησίδες λογικής και ψυχραιμίας συναντά κανείς….
Κύριος εκφραστής αυτής της τοξικότητας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του, ο οποίος όσο πλησιάζουν οι εκλογές και όσο δεν ευνοούν οι δημοσκοπήσεις παρασύρεται σε όλο και πιο ακραίες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς που οδηγούν σε τύφλωση. «Αρπάζονται» από οποιαδήποτε αφορμή, αγνοούν την αυτονομία πχ της δικαιοσύνης ή των ανεξάρτητων αρχών, προκειμένου να αποδώσουν την όποια απόφαση δεν τους αρέσει στην κυβέρνηση και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, προσδοκώντας κάποια κέρδη. Μια μάχη φθοράς με όποιο κόστος για τη δημοκρατία. Μια τακτική που επισκιάζει κάθε απόπειρα σοβαρής κριτικής στην κυβερνητική πολιτική.
Παρακολουθούμε τελευταία και την αλά κάρτ χρήση του «κοινού περί δικαίου αισθήματος», για να αποδοθεί η ευθύνη μίας μη αρεστής δικαστικής απόφασης στην κυβέρνηση, αλλά και σε όσους υποστηρίζουν πως η δικαιοσύνη πρέπει να δικάζει με βάση τους νόμους του κράτους και όχι με βάση τη βούληση των «λαϊκών δικαστηρίων».
Από την επιθετική αυτή κριτική δεν ξέφυγε ούτε η Πρόεδρος της Δηοκρατίας, η οποία ως πρώην δικαστικός, είπε το αυτονόητο: Ότι οι δικαστές πρέπει να δικάζουν με βάση τους νόμους. Κατηγορήθηκε από τους τοξικούς αγορητές των ΜΚΔ ως υπερασπιστής του … Λιγνάδη
Όπως σημειώνει ένας αρθρογράφος, «όσα άκουσε η Κατερίνα Σακελλαροπούλου για την οµιλία της στο Προεδρικό Μέγαρο αποτελούν µια ωραία σούµα της νοσηρότητας των κοινωνικών δικτύων και της άµετρης δύναµης που αυτά έχουν εκχωρήσει σε άτοµα εντυπωσιακής αµάθειας και κακεντρέχειας».
Δυστυχώς, η επιδημία αυτή της τοξικότητας δεν πρόσβαλε μόνον τους γνωστούς χούλιγκανς του διαδικτύου, αλλά και αρκετά άτομα «σοβαρά», τα οποία εδώ και καιρό αποφάσισαν μέσω μιας «γέφυρας» να μετατρέψουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα «σοβαρό κεντροαριστερό κόμμα». Ωστόσο, αποδείχτηκε για άλλη μια φορά, πως σε τέτοιες περιπτώσεις ο κίνδυνος, όταν επιχειρείς να εξημερώσεις το Θηρίο, είναι πολύ μεγάλος να του μοιάσεις….
Φαίνεται πως δεν ξέφυγαν από το ρίσκο αυτό, οι επίδοξοι «γητευτές». Έτσι παρακολουθούμε έκπληκτοι, ισχυρισμούς και επιχειρηματολογία, σοφιστείες και επιλεκτικές εκδοχές, πολύ πιο επικίνδυνες από τον «πολακισμό», καθώς έχουν την ισχυρή επίφαση της σοβαροφάνειας. Μάλιστα, κάποιοι από αυτούς αναπτύσσουν επιχειρηματολογία, ακριβώς αντίθετη από την «προ γέφυρας» εποχή τους.
Δεν θα παραμείνω όμως στην κριτική μου μόνο σε αυτούς, αλλά και στους άλλους φίλους και «φίλους» του διαδικτύου, οι οποίοι φαίνεται επίσης ότι είναι θύματα της πανδημίας της τοξικότητας του «διαλόγου» των ΜΚΔ. Αρνούνται να αναζητήσουν οποιαδήποτε πιθανότητα ορθότητας του ισχυρισμού των αντιπάλων και τους επιτίθενται με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς.
Αρνούνται, επίσης, την δυνατότητα μιας κάποιας διαφοροποίησης από τους «συνομιλητές» του διαδικτύου, κατατάσσοντας τους αυτόματα στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Έτσι, ο χώρος των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης έχει μετατραπεί σε αρένα, όπου κυριαρχούν ο χουλιγκανισμός και οπαδισμός και κατά συνέπεια το καλύτερο φυτώριο για τη δράση των πιο ακραίων και αντιδημοκρατικών δυνάμεων.