Ι. Με την ίδια λέξη - «Δύση» - εκφράζονται δύο ανόμοιες έννοιες. Έτσι γίνεται σύγχυση ανάμεσα αφενός (1) στην πολιτική Δύση (the West), η οποία είναι μια όψιμη, πολύ πρόσφατη πολιτική έννοια που γεννήθηκε στον διπολικό - ψυχροπολεμικό κόσμο μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και αφετέρου (2) στην πολιτισμική και ιστορική Δύση (the Occident), η οποία έχει τις απαρχές της στην κλασική Αθήνα και Ρώμη και έχει πίσω της μια πολύ μακρά και πολύπλοκη πορεία αναζήτησης του αγαθού και λοξοδρομήσεων προς τη βαρβαρότητα, επιτευγμάτων και οπισθοδρομήσεων, βραδυπορειών και επιταχύνσεων, επιστήμης και σκοταδισμού, πολέμου και ειρήνης, αποικιοκρατίας και καταδίκης της αποικιοκρατίας.
Ενδεικτική για τη διαφορά των δύο εννοιών είναι, π.χ. η θέση της Ρωσίας και στη συνέχεια των ευρωπαϊκών χωρών-μελών της ΕΣΣΔ συνολικά. Στον μεταπολεμικό κόσμο ήταν το αντίθετο, ο αντίθετος πόλος της πολιτικής Δύσης: Η ΕΣΣΔ ήταν η πολιτική «Ανατολή». Αντίθετα, η Ρωσία ως αυτοκρατορική δύναμη του 19ου αιώνα, αλλά και η ΕΣΣΔ ως απόπειρα «έμπρακτης εφαρμογής του μαρξισμού», ήταν πάντα βασική συνιστώσα της πολιτισμικής Δύσης σε όλα τα πεδία. Βέβαια, πριν το 1917 η Ρωσική Αυτοκρατορία των Τσάρων ήταν επίσης ο ένας από τους 3-4 ακρογωνιαίους λίθους της πολιτικής Ευρώπης των Αυτοκρατοριών.
Εξ άλλου, αυτό που θεωρείται σήμερα ως ολοκληρωμένη φιλελεύθερη δημοκρατία, δηλαδή η αντιπροσωπευτική δημοκρατία με συνταγματικά εγγυημένες ελευθερίες και δικαιώματα καθολικής ισχύος, είναι στην πραγματικότητα πολύ πρόσφατο, και ακόμη ημιτελές, επίτευγμα. Κατακτήθηκε με αγώνες, με δάκρυα, ιδρώτα και πολύ αίμα. Ενδεικτικό είναι, ότι μέχρι και σε μεταπολεμικά χρόνια υπήρχαν χώρες, και μάλιστα ευρωπαϊκές, χωρίς δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες. Η μορφή που πήρε, εντελώς πρόσφατα, η μακρά πορεία απομάκρυνσης από την απολυταρχία που άρχισε στα μέσα στου 19ου Αιώνα, δεν έχει τόσο να κάνει με την πολιτική Δύση, αλλά κυρίως με έναν πολύ πρόσφατο μετασχηματισμό των ηθικο-πολιτικών αξιών εντός της πολιτισμικής Δύσης και με την αποσπασματική και αβέβαιη εξαγωγή του ακόμη και σε χώρες της πολιτισμικής «μη-Δύσης».
Αξίζει επίσης να προσεχθεί, ότι ο νομικο-πολιτικός πολιτισμός (δηλαδή ο ιδιαίτερος τρόπος έμπρακτης εφαρμογής αυτής της «φιλελεύθερης δημοκρατίας») όπως επικρατεί σήμερα στην Ευρώπη, έχει σημαντικές διαφορές ακόμη και από τον νομικο-πολιτικό πολιτισμό της «άλλης πολιτικής Δύσης», της πέρα από τον Ατλαντικό. Η ελεύθερη οπλοφορία και η ποινή του θανάτου στις ΗΠΑ είναι μόνον ακραία συμπτώματα μιας διαφορετικής διαδρομής που ακολούθησε από το 1775 (Αμερικανική Επανάσταση) μέχρι σήμερα η νεότερη πολιτισμική Δύση, η Αμερικανική, σε σχέση με την παλιά, την ευρωπαϊκή. Σύμφωνα με την σπουδαία πολιτική επιστήμονα στο Χάρβαρντ Τζούντιθ Σκλαρ, ο πολιτικός πολιτισμός των ΗΠΑ στηρίχτηκε εξαρχής σε δύο βάσεις, στη δημοκρατία και στην τυραννία· «η δουλεία είναι το προπατορικό του αμάρτημα», γράφει η Σκλαρ.
ΙΙ.
Στο ζαλισμένο μυαλό όσων «καταπίνουν ωμά, αμάσητα ανεπεξέργαστα» (Ρόμπερτ Χάμπεκ) τα όλο και πιο πυκνά γεγονότα, η εισβολή στην Ουκρανία φαίνεται τώρα ως σύγκρουση «Δύσης-Ανατολής», αλλά χωρίς να αποσαφηνίζεται τί εννοούμε ως Δύση και Ανατολή. Όμως, στην ουσία, είναι προσπάθεια εκ μέρους του σημερινού καθεστώτος στη Ρωσία για επιστροφή σε εκείνη την εποχή των Αυτοκρατοριών, η οποία ήταν τότε μια σαφώς ενδοευρωπαϊκή, δηλαδή ενδο-Δυτική, πολιτική και γεωπολιτική τάξη πραγμάτων. Επρόκειτο εν πρώτοις για συγκρουσιακή συνύπαρξη αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών - με αποικίες είτε στην Αφρική και Ινδία, είτε στην Κεντρική Ασία και στον Καύκασο, είτε αλλού. Ήταν μια συγκρουσιακή συνύπαρξη της Βικτωριανής Αγγλίας με τους εστεμμένους ή ρεπουμπλικανούς άρχοντες της Μεταναπολεόντειας Γαλλίας, με την Τσαρική Ρωσία και με τους φθίνοντες αυτοκρατορικούς οίκους των Αψβούργων και των Οθωμανών. Σ΄ αυτό το πλαίσιο συγκρουσιακής συνύπαρξης, επιχείρησε μετά ανεπιτυχώς να διεκδικήσει «χώρο μεγάλου έθνους» και η Πρωσία - στη συνέχεια και η νεότευκτη Γερμανία του Μπίσμαρκ. Με τα γνωστά αποτελέσματα.
Το πρόβλημα είναι ότι μέσα στο πλαίσιο της πολιτισμικής Δύσης όπως έχει εξελιχθεί σήμερα, μια νεο-αυτοκρατορική πολιτική τάξη πραγμάτων αναγκαστικά θα εμπλέκονταν σε τόσο πολλές νέες και νέου τύπου συγκρούσεις, ώστε καταλήγει να είναι αδιανόητη και μη ρεαλιστική εν έτει 2022. Οι μόνοι δρόμοι για παλινόρθωση του ancient regime είναι ριζικές αναθεωρήσεις του πλαισίου της πολιτισμικής Δύσης. Π.χ. να αποδεχτούμε ιδέες περί αυτοκρατορικών ζωνών επιρροής και ισχύος οιονεί θρησκευτικού - μεταφυσικού τύπου (α λα Σάμιουελ Χάντιγκτον)· να καταφύγουμε σε γεωπολιτικούς και ενδοεθνικούς συνδυασμούς «εχθρών-φίλων» τύπου Καρλ Σμιτ - δηλαδή σε ντε φάκτο νομιμότητες πέραν της πολιτικής νομιμοποίησης· ή να θεωρήσουμε ως βάση ενός νέου τύπου «φυσικού διεθνούς δικαίου» τον «ζωτικό χώρο» των μεγάλων εθνών (Grossraum) α λα Χάιντεγκερ· ή να αποδεχτούμε με τη θέλησή μας ως έγκυρο και οικουμενικό μοντέλο, τον συνδυασμό κλασικής απολυταρχίας μέσα - (όχι και τόσο) soft power έξω, του σημερινού Κινεζικού ΚΚ.
ΙΙΙ.
Όλες αυτές οι κινήσεις παλινδρόμησης και αναχρονισμού γίνονται ακόμη λιγότερο ρεαλιστικές, τελικά ανέφικτες, επειδή ο κόσμος βρίσκεται σε ώρα πίεσης για αναζήτηση νέων δρόμων ως προς τα μείζονα: Εν όψει συσσώρευσης διακινδυνεύσεων, το ίδιο το ισχύον πλαίσιο της πολιτισμικής Δύσης όπως έχει εξελιχθεί σήμερα, είναι καταδικασμένο να δέχεται σφοδρή πολιτική πίεση για πέρασμα σε μια αναστοχαστική «δεύτερη νεωτερικότητα», πίεση για ριζική αλλαγή ενεργειακού μοντέλου και πίεση για αποτελεσματική αντιμετώπιση της μή βιώσιμης μεγένθυσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Όμως, ως προς τη βιωσιμότητα και τον ρεαλισμό των εναλλακτικών λύσεων, μια αυτοκρατορική τάξη πραγμάτων αφενός θα κινούνταν αντίστροφα, θα οπισθοδρομούσε προς την κατάσταση της συγκρουσιακής συνύπαρξης, την ώρα που το διακύβευμα είναι «συνεργασία ή αποτυχία» (Ούλριχ Μπεκ). Αφετέρου, η συγκρουσιακή συνύπαρξη αυτοκρατοριών έχει αποδειχτεί η πιο εύθραυστη εναλλακτική λύση στη νεωτερική ιστορία.
Υπάρχει βέβαια, για μερικές μεμονωμένες κοινωνίες, για τις πολιτικές τάξεις πραγμάτων τους ή για κάποιες πολιτικές δυνάμεις τους, η δυνατότητα να προσπαθήσουν να συνεχίσουν έναν υποτιθέμενο εθνικό «ιδιαίτερο δρόμο» (Sonderweg) ή να δοξολογήσουν και να ενδυναμώσουν μια πραγματική ή υποτιθέμενη «εθνική ιδιομορφία» τους. Θεωρητικά, μπορούν να επιχειρήσουν να εγκαταλείψουν ακόμη και τη νεωτερικότητα, ή υπνοβατώντας να μείνουν πιστοί σε παλιές παραδόσεις παρακμής, όπως π.χ. του δικού μας όψιμου Βυζαντινού τύπου. Μπορούν, π.χ., ακόμη και να προσπαθήσουν να εμβαθύνουν έναν «εξαραβισμό - εκμεσανατολισμό» της πολιτικής παιδείας επί ευρωπαϊκού εδάφους, όπως αυτόν που συστηματικά προωθούν αλληλοσυγκρουόμενες πολιτικές πλευρές μας και αντίστοιχες οικονομικές και πνευματικές ελληνικές ελίτ, εδώ και πολλές πολλές δεκαετίες.
Αντί για σκληρή αυτοεξέταση, είναι βολικό να πετάς στην ευρωπαϊκή ή και παγκόσμια εξέδρα τη μπάλα που παίζεται στον αγωνιστικό χώρο της εσωτερικής πολιτικής· μπορείς επίσης να αποποιείσαι τις δικές σου ευθύνες για τις ταλαιπωρημένες σχέσεις σου με δύσκολους γείτονες που σου έλαχαν, ξεχνώντας ότι και εσύ τις συν-διαμόρφωσες. Είναι πολύ βολικό να πετάμε στη «Δύση» (ό,τι κι άν σημαίνει η λέξη) ή ακόμη πιο μακριά, στην Αμερική, την κύρια ευθύνη για την πολύμορφη και οικεία μας παρακμή. Λες και είναι λογικά και πολιτικά αποδεκτό να μην επιδέχεται κριτική εξέταση μια κοινωνική δομή. Λες και είναι λογικά και πολιτικά αποδεκτό να μη χρειάζεται να λογοδοτούν για τη μακροχρόνια αποτυχία μιας κομματικο-πολιτικής τάξης πραγμάτων ή και για τη μη βιωσιμότητα της ίδιας της οικονομικής και κοινωνικής δομής, οι δρώντες πολιτικοί παράγοντες που τις μορφοποίησαν, κυβερνώντας και αντιπολιτευόμενοι. Είναι και αυτή μια ντροπαλή, στρουθοκαμηλική επιλογή εχθρού και φίλου, σύμφωνα με το αμφιλεγόμενο δόγμα του Καρλ Σμιτ περί πολιτικής.
Οι κορυφαίοι των «ανθενωτικών» - αντιδυτικών παρακμιακών ελίτ στο όψιμο Βυζάντιο, ήταν πιο ευθείς. Έλεγαν «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν». Και έλαβαν αυτό που ήθελαν και αυτό που τους ταίριαζε.