Ήδη είναι αισθητή σε ευρωπαϊκό επίπεδο η δημογραφική κρίση, η οποία δημιουργεί πολυδιάστατες ανισορροπίες στις κοινωνίες (π.χ κοινωνική ασφάλιση, εργασία κ.λ.π.), διότι ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί η αναζήτηση και ανάδειξη των γενεσιουργών αιτίων, ούτε και το πολιτικό σύστημα έχει επεξεργασθεί μια λειτουργική και αποτελεσματική στρατηγική δημογραφικής πολιτικής.
Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα η δημογραφική κρίση είναι σε υψηλό επίπεδο. Το 2050, δηλαδή σε 25 χρόνια, η χώρα θα έχει 1,5 εκατομμύρια λιγότερους κατοίκους. Όσοι είναι μικρότεροι των 65 ετών θα μειωθούν κατά 2 εκατομμύρια, ενώ θα αυξηθούν κατά 700.000 περίπου, όσοι είναι 65 ετών και άνω.
Μέχρι το 2100 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα υποχωρήσει σε 8.100.000 κατοίκους, δηλαδή μείωση 21% σε σύγκριση με το 2021. Στην Ευρωζώνη ο πληθυσμός θα μειωθεί μόνο 4,2% μέχρι το 2100 (Πηγή: ΙΟΒΕ).
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2022 οι γεννήσεις κατέγραψαν μείωση 10,3%. Έφτασαν μόλις τις 76.541, ενώ το 2021 ήταν 85.346. Ο δείκτης γεννητικότητας είναι 1,2, ενώ προπολεμικά ήταν 3,7. Η υπογεννητικότητα σε πλήρη ακμή.
Παράλληλα η κοινωνική και οικονομική κρίση της 10ετίας του 2010 και η μαζική μετανάστευση οδήγησαν σε μείωση του πληθυσμού. Σε συνδυασμό δε με την μείωση του ποσοστού θνησιμότητας και αύξησης του προσδόκιμου ζωής συνέβαλλαν στην γήρανση του. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη εξάδα των γηρασκουσών χωρών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Και όμως μέχρι τώρα η πολιτική διαχείριση αυτής της κρίσης δεν αντιμετωπίζει ούτε τα αίτια ούτε τις επιπτώσεις της, αν και θα μπορούσε ως ένα βαθμό να αξιοποιήσει την ακολουθούμενη πρακτική ορισμένων άλλων ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι με αυτό τον τρόπο επιλύεται το πρόβλημα, διότι δεν αντιμετωπίζονται ορισμένα δομικού χαρακτήρα αίτια, που σχετίζονται με το κυρίαρχο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας και τις ισχύουσες κοινωνικές αξίες.
Συγκεκριμένα το «σκανδιναβικό μοντέλο» αντιμετώπισης της δημογραφικής κρίσης στηρίζεται στην άμβλυνση των έμφυλων διακρίσεων τόσο στο εσωτερικό των οικογενειών όσο και στην κοινωνική δραστηριοποίηση. Επίσης παρέχονται οικογενειακά επιδόματα, υγειονομική περίθαλψη, στήριξη των εργαζόμενων γονέων, φροντίδα για την εκπαίδευση των παιδιών και σύστημα στέγασης με χαμηλά ενοίκια. Σε αυτή την στρατηγική δημογραφικής πολιτικής πρωτοστατούν η Σουηδία και η Δανία.
Στην Γαλλία η προτεραιότητα είναι η κοινωνική πολιτική για τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, με επικέντρωση σε ευνοϊκό φορολογικό σύστημα για οικογένειες και την στέγαση τους με χαμηλό κόστος. Παράλληλα δίδεται ιδιαίτερο βάρος και στην κοινωνική ενσωμάτωση των μεταναστών.
Αυτή η στάση απέναντι στις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές αποσυμπιέζει και τις επιπτώσεις της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών, η οποία συνεχώς θα εντείνεται στην προοπτική του χρόνου. Ήδη σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών περισσότεροι από 114 εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους λόγω των πολέμων και των εμφύλιων συγκρούσεων σε όλο τον κόσμο (Filippo Grandi, ύπατος αρμοστής του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες).
Μπορεί στον ευρωπαϊκό Βορρά και κυρίως στις Σκανδιναβικές χώρες να ασχολήθηκαν εμπροσθοβαρώς με την αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης και η Γαλλία να αξιοποιεί ως ένα βαθμό και τις προσφυγικές ροές, όμως το πρόβλημα έχει και άλλα γενεσιουργά αίτια, τα οποία είναι ακόμη πιο δύσκολα διαχειρίσιμα, διότι η αντιμετώπιση τους προϋποθέτει βαθιές τομές και αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας και τις αξίες, που οριοθετούν την κοινωνική διάσταση της ζωής των πολιτών.
Για παράδειγμα η συρρίκνωση του διαθέσιμου χρόνου για την διεκπεραίωση κοινωνικών ρόλων, όπως είναι της μητέρας και του πατέρα, σε συνδυασμό με την κυρίαρχη οπτική του υλικού ευδαιμονισμού και την απομάκρυνση από τις συνθήκες ζωής στις τοπικές κοινωνίες και τις διαπροσωπικές σχέσεις στην καθημερινότητα (ακόμη και οι γείτονες στην ίδια πολυκατοικία δεν γνωρίζονται) διαμορφώνουν ένα μίγμα, το οποίο δεν συμβάλλει στην απόκτηση παιδιών.
Αρνητικά λειτουργεί επίσης και η υποκατάσταση των κοινωνικών αξιών από πρότυπα, που προωθούν τον μονοδιάστατο καταναλωτισμό και την οπτική της κοινωνίας του θεάματος ως μέσου πρόσδωσης νοήματος στη ζωή, διότι η απόκτηση παιδιών απαιτεί διαθεσιμότητα χρόνου και αλλαγή προτεραιοτήτων στην προσωπική ζωή των γονέων.
Τέλος η σύγχρονη πραγματικότητα της υψηλού βαθμού κινητικότητας των ανθρώπων στο πλαίσιο της αναζήτησης καλύτερων συνθηκών ζωής σε υπερεθνικό επίπεδο, χωρίς όμως να υπάρχει πολιτικό σχέδιο ενσωμάτωσης στις κοινωνίες υποδοχής, δεν συμβάλλει στην εύκολη προσαρμογή των μετακινούμενων πληθυσμών χωρίς να δημιουργούνται προβλήματα στην κοινωνική συνοχή.
Μπορεί η Ελλάδα να κατατάσσεται στην πρώτη εξάδα των γηρασκουσών χωρών σε παγκόσμιο επίπεδο, ακόμη όμως δεν έχει κατατεθεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για την διαχείριση της δημογραφικής κρίσης και την αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτίων τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Τα όποια μέτρα αναγγέλλει η κυβέρνηση, δεν στηρίζονται στην πολυδιάστατη προσέγγιση της κρίσης και των γενεσιουργών της αιτίων, ούτε λαμβάνουν υπόψη την δυναμική, που αναπτύσσεται σε πλανητικό επίπεδο με την μαζική μετακίνηση πληθυσμών.
Ταυτοχρόνως δεν συνυπολογίζεται, ότι για την αποδοχή και υλοποίηση των μέτρων από την κοινωνία, πρέπει να πληρούνται ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι, ότι οι πολίτες εμπιστεύονται το πολιτικό σύστημα και η δεύτερη, ότι λειτουργούν στηριζόμενοι στον ορθολογισμό και στην οπτική της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της ανθρωπότητας.
Σε σχέση με την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στους πολιτικούς θεσμούς τα ευρήματα του Τακτικού Ευρωβαρόμετρου (άνοιξη 2024) είναι αρνητικά. Συγκεκριμένα το 71% δεν εμπιστεύεται καθόλου την κυβέρνηση, το 70% δεν εμπιστεύεται καθόλου την Βουλή, ενώ την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εμπιστεύεται καθόλου το 52%. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 61%, 57% και 42%. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι το 82% θεωρεί, ότι η κατάσταση στην εθνική οικονομία είναι «εντελώς κακή».
Σε σχέση με την πολιτική στάση και λειτουργία των πολιτών με σημείο αναφοράς τον ορθολογισμό και την οπτική της μακροπρόθεσμης προσέγγισης και διαχείρισης της βιωνόμενης πραγματικότητας, ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα πέρα από τα όρια του ατομικού βιολογικού χρόνου, η αποτύπωση των κυρίαρχων συνθηκών δημιουργεί πολλά ερωτηματικά ως προς την πορεία της ανθρωπότητας προς το μέλλον.
Μπορούν να αλλάξουν αυτά τα δεδομένα σε λειτουργικό χρόνο; Δεν είναι εύκολο, διότι οι σύγχρονες ανισορροπίες είναι πολλές και έχουν πλανητικές διαστάσεις, ενώ η πολιτική τους διαχείριση και αντιμετώπιση εξαντλείται στα εθνικά όρια. Ταυτοχρόνως η οπτική του εθνικού συμφέροντος δεν αφήνει περιθώρια για αποτελεσματική αντιμετώπιση ευρωπαϊκών και παγκοσμίων διαστάσεων ανισορροπιών, όπως είναι οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών σε συνδυασμό με την έλλειψη ολοκληρωμένης πολιτικής κοινωνικής ενσωμάτωσης τους. Ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις έχει και η οπτική της διαχείρισης της πραγματικότητας στο πλαίσιο του συστημικού πραγματισμού και όχι του κοινωνικού και του ανθρώπινου συμφέροντος και άλλες.
Οι συνθήκες όμως επιβάλλουν από το ένα μέρος την άμεση ανάληψη από το πολιτικό σύστημα της ευθύνης για την αναγκαία αλλαγή στην λειτουργία του και την ανάπτυξη σύγχρονης στρατηγικής με ευρωπαϊκό πρόσημο στην πολιτική διαχείριση και αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης.
Από το άλλο μέρος γίνεται συνεχώς πιο ορατή η ανάγκη δρομολόγησης διεργασιών από την κοινωνία πολιτών τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, στις οποίες ο διάλογος θα στηρίζεται στον ορθολογισμό και θα στοχεύει στην ανάδειξη των αιτίων της δημογραφικής κρίσης, ακόμη και αν αυτά έχουν σχέση με τον τρόπο ζωής των πολιτών. Ταυτοχρόνως είναι σκόπιμο να επισημαίνεται, ότι οι αναγκαίες βαθιές τομές και αλλαγές είναι βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης και των ανισορροπιών, που προκαλεί.