Πολιτική αντιπαράθεση κενή περιεχομένου

Χρίστος Αλεξόπουλος 25 Σεπ 2021

Η ιστορική διαδρομή της χώρας έχει φτάσει σε ένα χρονικό σημείο, το οποίο χαρακτηρίζεται από αρνητικά δεδομένα σε αρκετούς τομείς, όπως είναι η πανδημία του κορωνοϊού (Covid-19), η αστάθεια στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου λόγω των τουρκικών φιλοδοξιών για την ανάληψη ενεργού ρόλου περιφερειακής δύναμης και επεκτατικών βλέψεων, καθώς και η διαχείριση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, όπως είναι οι καύσωνες και οι ξηρασίες με κατάληξη τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Εύβοια, στην Αττική, στην Ηλεία, στην Αρκαδία και σε άλλες περιοχές.

Θεωρητικά η πολιτική διαχείριση και αντιμετώπιση αυτών των συνθηκών και των οδυνηρών παρενεργειών τους σε δημοκρατικές χώρες προϋποθέτουν την ανάπτυξη δημόσιου πολιτικού διάλογου και την αντιπαράθεση με την κατάθεση συγκεκριμένων, κοστολογημένων και με μακροπρόθεσμη προοπτική προτάσεων, ώστε να γίνουν οι πιο λειτουργικές επιλογές ανεξάρτητα από τον πολιτικό φορέα, που τις κατέθεσε. Οι πολίτες θα βγάλουν τα συμπεράσματα τους και ανάλογα θα διαμορφώσουν στάσεις και απόψεις. Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται.

Η πολιτική αντιπαράθεση δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο. Οι απόψεις και οι προτάσεις, που κυριαρχούν στον εκφερόμενο «πολιτικό» λόγο, δεν υπηρετούν την κοινωνία, αλλά εξαντλούνται σε λεκτικούς ακροβατισμούς με στόχο την βραχυπρόθεσμη απόκτηση «εκλογικής» επιρροής.

Σε αυτό το πλαίσιο συχνά η πολιτική αντιπαράθεση κινείται στο ηθικολογικό επίπεδο με κατηγορίες, ότι ο αντίπαλος δεν εμφορείται από ηθικές αξίες. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επίκληση της ανθρώπινης ζωής ως ύψιστου αγαθού, το οποίο αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα στην διαχείριση συνθηκών ακραίας κρίσης, όπως οι πυρκαγιές το καλοκαίρι του 2021. Αυτό βέβαια χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση ως ηθικό σημείο υπεροχής σε σύγκριση με την διαχείριση της πυρκαγιάς στο Μάτι από την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και την απώλεια ανθρώπινων ζωών.

Εκείνο, που δεν αναφέρεται, είναι η απώλεια πολλών ειδών ζώων και η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος με αποτέλεσμα την επιβάρυνση των συνθηκών υγείας, την τοπική οικονομική κατάρρευση, την αναγκαστική μετανάστευση των νέων και την φτώχεια.

Η προκαλούμενη πολιτική ανισορροπία συμπληρώνεται με την αντίδραση της αντιπολίτευσης, η οποία τονίζει την μη λειτουργική διαχείριση κρίσεων από την κυβέρνηση, όπως είναι η κλιματική αλλαγή. Εκείνο, που δεν λέγεται από κανένα, είναι η έλλειψη στρατηγικής όχι μόνο για την κατασταλτική αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής αλλά και για την ανακοπή της πορείας αυτής της ανθρωπογενούς κρίσης, πριν είναι αργά.

Και οι δύο οπτικές στην πολιτική αντιπαράθεση στοχεύουν στην ενεργοποίηση του συναισθήματος ή του θυμικού ως βασικών παραμέτρων για την διαμόρφωση άποψης και πολιτικής στάσης.

Εκτός από την ηθικολογική οπτική ευδοκιμεί επίσης η αμφισβήτηση του αντιπάλου ως προς τις ποιοτικές προϋποθέσεις, που πρέπει να πληροί για την ανάληψη ευθυνών διακυβέρνησης. Σε αυτό το πλαίσιο χρεώνεται στον αντίπαλο η επιδίωξη ενασχόλησης με τα «κοινά» μόνο για την διαχείριση της εξουσίας με στόχο την εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων και όχι για την πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος και της ευημερίας των πολιτών.

Ταυτοχρόνως εκείνοι, που εκτοξεύουν αυτές τις κατηγορίες, δεν καταθέτουν ολοκληρωμένες, κοστολογημένες προτάσεις με μακροπρόθεσμη οπτική, οι οποίες εγγυώνται την ευημερία των πολιτών.

Επίσης υπάρχει και η εθνικιστική λογική, η οποία κινείται εξιδανικευτικά ως προς την ταυτότητα της κοινωνίας και με εργαλείο το συναίσθημα αντιπαρατίθεται «πολιτικά» στηριζόμενη στην εσωστρεφή οπτική του έθνους και την δική της «ηθική ανωτερότητα». Αυτό βέβαια συμβαίνει στο επικοινωνιακό πεδίο, διότι η πραγματικότητα οριοθετείται από την παγκοσμιοποίηση και τον συστημικό πραγματισμό (προτεραιότητα η λειτουργικότητα και η οικονομική απόδοση των κοινωνικών συστημάτων).

Επίσης η πολιτική αντιπαράθεση δεν εγγίζει τον τρόπο αξιοποίησης της τεχνολογίας και ιδιαιτέρως της τεχνητής νοημοσύνης στους διάφορους τομείς κοινωνικής και ατομικής δραστηριοποίησης σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις τους στην ανθρώπινη οντότητα και τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά.

Για παράδειγμα δεν προσεγγίζονται οι παρενέργειες της εικονικής παρουσίασης της πραγματικότητας στον τομέα της ενημέρωσης και γενικότερα της επικοινωνίας. Η πολιτική διαχείριση της εξέλιξης δεν ασχολείται με τις αρνητικές επιπτώσεις της αποσπασματικής αποτύπωσης της δυναμικής, που αναπτύσσεται σε πλανητικό επίπεδο, από τα εικονικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (η εικόνα δεν αποτυπώνει την σύνθετη πολυδιάστατη συνολική πραγματικότητα σε συνθήκες αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης των κοινωνιών, που συνθέτουν την παγκόσμια κοινότητα).

Απλά την αξιοποιεί με την ίδια λογική για την αποκόμιση εκλογικού οφέλους. Με αυτό τον τρόπο όμως χειραγωγείται ο πολίτης και συρρικνώνεται η ουσιαστική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δεν είναι τυχαία η αξιοποίηση της εικονικής διαφήμισης των προεκλογικών εξαγγελιών των κομμάτων.

Ανάλογα αποτελέσματα έχει και η εικονική προσέγγιση της φύσης από τον άνθρωπο, διότι εμφορείται από την λογική της αποστασιοποιημένης επαφής με αυτήν, ενώ δεν αναλύει τις αρνητικές επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας και των πολιτικών αποφάσεων σε σχέση με την διατήρηση των ισορροπιών, που διασφαλίζουν την ομαλή της λειτουργία. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο της πολιτικής ευθύνης για το αρνητικό πλαίσιο λειτουργίας των κοινωνικών συστημάτων σε σχέση με την φύση, στα οποία δραστηριοποιείται ο άνθρωπος, χωρίς να διασφαλίζεται ένα βιώσιμο μέλλον.

Τέλος προκαλεί εντύπωση η απουσία από την πολιτική αντιπαράθεση αυτοκριτικής για την μη συμπόρευση της πολιτικής διαχείρισης της πραγματικότητας με την ταχύτητα, που προσδίδει στην δυναμική της εξέλιξης η τεχνολογία και ιδιαιτέρως η ψηφιακή. Αυτό έχει ως παρενέργεια την λήψη πολιτικών αποφάσεων με μεγάλη καθυστέρηση, οι οποίες έρχονται να νομιμοποιήσουν τις εξελίξεις, που δρομολογούνται από την δραστηριότητα των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων.

Με αυτό τον τρόπο βέβαια δεν εκφράζεται ούτε πραγματώνεται το κοινωνικό συμφέρον, ενώ παράλληλα δεν είναι διαχειρίσιμες οι επιπτώσεις των εφαρμοζόμενων ή προτεινόμενων πολιτικών στην δυναμική της εξέλιξης σε βάθος χρόνου (όπως κάλυψη βιολογικού χρόνου τριών γενεών τουλάχιστον).

Ενισχυτικά οδηγεί προς την ίδια κατεύθυνση ο τρόπος σχεδιασμού της πορείας στο μέλλον, ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στην ζωτικής σημασίας ανάγκη για την υλοποίηση πολιτικών, οι οποίες στηρίζονται στην διεπιστημονική προσέγγιση και ανάλυση της πραγματικότητας, διότι έχει πολλές αλληλοεπηρεαζόμενες διαστάσεις (π.χ. στην περίπτωση της πανδημίας οι διαστάσεις είναι πολλές, από την υγεία, την κινητικότητα και την απασχόληση μέχρι την εκπαίδευση, τον ελεύθερο χρόνο και την οικονομία).

Είναι εμφανές, ότι η σύγχρονη πραγματικότητα και η ταχύτητα, με την οποία εξελίσσεται, επιβάλλουν τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος, την οικοδόμηση πνεύματος συνεργασίας και την πρόσδωση ουσιαστικού περιεχομένου στην πολιτική αντιπαράθεση στο πλαίσιο του διαλόγου.

Εάν αυτό δεν γίνει άμεσα το κόστος για την χώρα θα είναι πολυδιάστατο και δύσκολα διαχειρίσιμο, διότι θα συρρικνωθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στην πολιτική και θα πληγεί η κοινωνική συνοχή.