Πολιτικά ελλείμματα…

Παναγιώτης Παναγιώτου 29 Οκτ 2012

Ο δρόμος παραμονής της χώρας στο ευρώ μπορεί να είναι αναγκαίος, αλλά δεν είναι ένας εύκολος. Η Ευρώπη είναι ένα πεδίο «πραγματικών» συσχετισμών και όχι η Ευρώπη των λαών ή των ονείρων μας. Θέλουμε προφανώς μια καλύτερη Ευρώπη με περισσότερες αξίες και αρχές, που να αντιστοιχεί στις φιλοδοξίες των οραματιστών της, αλλά αυτό περνάει μέσα από αυτό που σήμερα είναι η Ευρώπη.

Ευρωπαϊκή πορεία όμως έξω από την Ευρώπη που έχουμε αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει. Εξ ου και η «μορφή διαπραγμάτευσης» που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, του τύπου «καταγγέλλω το μνημόνιο και μένω στο ευρώ», είναι εκτός τόπου και χρόνου, γιατί έρχεται σε «μετωπική σύγκρουση» με όλο το υπάρχον ευρωπαϊκό πλαίσιο. Εν πάση περιπτώσει, για την Ευρώπη σε μια τέτοια περίπτωση το «κόστος εξόδου» της Ελλάδας θα ήταν πολύ μικρότερο από το κόστος διάλυσης ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού σχεδίου, που θα έφερνε η αποδοχή της τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Οχι μόνο οι «κακοί» Γερμανοί δεν θα αποδέχονταν κάτι τέτοιο, αλλά ούτε ο Ολάντ, ούτε ο Μόντι, ούτε ο Ραχόι, ούτε οι Βρυξέλλες, ούτε η Φρανκφούρτη. Είναι σχέδιο Grexit.

Ο άλλος δρόμος είναι ο δρόμος αποδοχής της θεσμικής διαπραγμάτευσης. Με δύσκολα, μικρά και επίπονα βήματα «βοήθειας και μέτρων» στο πλαίσιο του ευρώ. Ο δρόμος αυτός λαμβάνει υπ’ όψιν του τους συνεχώς εξελισσόμενους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς και προσπαθεί να τους αξιοποιήσει υπέρ της χώρας, ενώ δεν υποτιμά Κοινοβούλια και κυβερνήσεις διαφορετικών προσεγγίσεων και κοινές γνώμες, όχι κατά πλειοψηφία, ευνοϊκά διακείμενες έναντι του ελληνικού προβλήματος.

Από την άλλη μεριά, είναι εμφανής και ο συστημικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής κρίσης, που η Ευρώπη με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κατανοεί ότι πρέπει να αντιμετωπίσει.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική κρίση από τη στιγμή που εκδηλώθηκε μέχρι σήμερα πέρασε από πολλές φάσεις. Οι δικές μας ευθύνες είναι δεδομένες και για το πώς φθάσαμε στην κρίση αλλά και για το πώς τη διαχειριστήκαμε. Ευθύνες υπάρχουν και στους εταίρους – δανειστές μας, που με «τιμωρητική» διάθεση και οικονομική – ιδεολογική «στενοκεφαλιά», ένα σχετικά αντιμετωπίσιμο πρόβλημα δανεισμού το μετέτρεψαν σε μείζον ευρωπαϊκό ζήτημα. Ο δρόμος όμως της ευρωπαϊκής θεσμικής διαπραγμάτευσης είναι υποχρεωτικός, ακόμα κι αν ένα μέρος της «συνταγής» που μας επιβάλλεται έχει προφανώς αποτύχει και η «δόση λιτότητας» -εάν δεν συντρέξουν άλλα ισχυρά αντίβαρα- εξελίσσεται σε «φονικό όπλο» για την οικονομία και την κοινωνία μας.

Παρ’ όλα αυτά, μια έξοδος από το ευρώ θα οδηγούσε τη χώρα σε πολύ μεγαλύτερη οικονομική τραγωδία και σε ανεξέλεγκτους γεωπολιτικούς κινδύνους.

Δυστυχώς, στις δικές μας ευθύνες είναι η έλλειψη αξιοπιστίας, η ανυπαρξία ενός εθνικού σχεδίου και η απουσία διαπραγματευτικής ικανότητας. Το τελευταίο χαρακτηρίζει τη χώρα όλη την περίοδο της κρίσης, από την αρχή μέχρι σήμερα. Η κυβέρνηση Σαμαρά, δυστυχώς, ακολούθησε την «πεπατημένη» και δεν αξιοποίησε σωστά το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα, την τρικομματική σύνθεση της κυβέρνησης, αλλά και τη «στροφή» της κ. Μέρκελ. Περιθώρια υπήρχαν και υπάρχουν. Η πίεση, λ.χ., του κ. Κουβέλη έφερε ήδη θετικά αποτελέσματα. Θα έπρεπε να είναι ευρύτερα.

Το έλλειμμα έγκαιρης πολιτικής διαπραγμάτευσης στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, είναι εμφανές.

Αυτό έφερε και την «ενδοκυβερνητική» κρίση και εξανάγκασε τον Κουβέλη να «πάρει στην πλάτη του» τη «μείωση του ελλείμματος διαπραγμάτευσης». Σε αυτό το πλαίσιο μια ενδεχόμενη «απομόνωσή του» θα ήταν διαλυτικού χαρακτήρα για την κυβέρνηση.

Ο «δρόμος» της ευρωπαϊκής θεσμικής διαπραγμάτευσης είναι υποχρεωτικός. Η υπέρβαση, όμως, των «ορίων αντοχής» κάθε πλευράς είναι επικίνδυνη για όλους