Πολίτες της σιωπής

Γιάννης Παπαθεοδώρου 07 Νοε 2018

Στη μετα-μνημονιακή Ελλάδα συμβαίνει το εξής παράδοξο: τα θέματα που, υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες δυνατές συναινέσεις και συνεννοήσεις (εξωτερική πολιτική, συνταγματική αναθεώρηση, παιδεία, υγεία, οικονομία) εξελίσσονται σε πεδία σύγκρουσης και πόλωσης, με φόντο τις επικείμενες εκλογές. Ολοένα και περισσότερο είναι εμφανές πως, στους επόμενους μήνες, η Βουλή θα εξελιχτεί σε μια αρένα, με διαρκείς ψηφοφορίες, προανακριτικές επιτροπές, με μπόλικη σκανδαλολογία και με κορώνες για αποστασίες. Την «ατζέντα», όπως πάντα, τη βάζει η ίδια η κυβέρνηση. Δεν έχει άλλωστε τίποτε να χάσει? ούτε καν τη συνοχή της. Ακόμα και αν αποχωρήσουν οι ψεκασμένοι εταίροι της θα αναζητήσει ενδεχομένως μια νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να παρατείνει τη θητεία της, μέχρι τα προβλεπόμενα όρια. Αλλά ούτε και η αξιωματική αντιπολίτευση έχει να χάσει κάτι.  Οι υψηλοί τόνοι βολεύουν ενίοτε όσους θέλουν να κρυφτούν πίσω από τη λαϊκή δυσαρέσκεια ή τον εθνοκάπηλο στόμφο. Το είδαμε στην πράξη μετά από την ανακοίνωση που έβγαλε η ΝΔ για τον αδόκητο θάνατο του Κωνσταντίνου Κατσίφα στην Αλβανία, επειδή δήθεν «ύψωσε την ελληνική σημαία», στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.

Ας υποθέσουμε πώς όλα αυτά είναι μέρος του πολιτικού παιχνιδιού και της υγιούς πολιτικής αντιπαράθεσης. Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ευτυχώς τα κόμματα διαφωνούν και συγκρούονται, επικρίνοντας συνήθως τους κομματικούς αντιπάλους για έλλειψη πολιτικής αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, όπως σωστά παρατήρησε πρόσφατα ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος, σε αυτή τη φάση διχαζόμαστε ακόμα και «για το ποιος διχάζει».[1]  Και είναι ακριβώς αυτός ο τύπος της πόλωσης που παραπέμπει σε παλαιοκομματικές πρακτικές, οι οποίες υπονομεύουν το μέλλον της χώρας και της δημόσιας διοίκησης. Η πραγματική απάντηση για το τι στα αλήθεια συμβαίνει στη μετα-μνημονιακή Ελλάδα» είναι μία: τίποτα.

Αν υπάρχει ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει τον δρόμο προς τις κάλπες είναι η αναδίπλωση ενός κομματικού συστήματος που έχει παγιδευτεί σε μια λογική στασιμότητας και φτωχοποίησης, με ευκαιριακά επιδόματα, «τακτοποιήσεις» ημετέρων και προβλέψιμη παροχολογία.

Από αυτή την άποψη, ο δρόμος προς τις εκλογές δεν είναι μόνο μια πρόβα εξουσίας για τον επόμενο νικητή των εκλογών αλλά μια συνολικότερη οπισθοδρόμηση για την ποιότητα της ίδιας της Δημοκρατίας. Το γεγονός αυτό έχει τη δική του αυτόνομη σημασία. Τα τελευταία χρόνια, η πόλωση δεν ήταν απλώς το πολιτικό άλλοθι μιας, έτσι κι αλλιώς, ανύπαρκτης συναίνεσης αλλά κεντρικό στοιχείο όξυνσης της κρίσης. Ο έντονα συγκρουσιακός χαρακτήρας της κομματικής αντιπαράθεσης απομάκρυνε το ενδεχόμενο της ανάκαμψης, ενώ η μόνιμη εχθροπάθεια οδήγησε σε μια εργαλειακή χρήση των θεσμών και σε μια γενικευμένη καταγγελτική αντίληψη για την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Η απουσία ενός οργανωμένου «εθνικού σχεδίου» για την υπέρβαση της κρίσης δεν στοίχισε μόνο στα λεγόμενα «κόμματα εξουσίας» που είδαν το ακροατήριό τους να συρρικνώνεται ή να χάνεται στο σκοτάδι της «αδιευκρίνιστης ψήφου»? στοίχισε ακριβά στην ίδια την πολιτική που, παράλληλα με την οικονομική κρίση, γνώρισε τη μεγαλύτερη κρίση της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης, από τη μεταπολίτευση και μετά. Δεν έχει κανείς να δει το πραγματικό ποσοστό των πολιτών που προσήλθαν στην κάλπη στις τελευταίες εκλογές για να καταλάβει πως η αποχή μπορεί να δημιουργήσει υπόγεια και ίσως επιθετικά ρεύματα απονομιμοποίησης της μελλοντικής διακυβέρνησης αλλά και των πολιτικών θεσμών. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ένα πιθανό ερώτημα αρχίζει ολοένα και περισσότερο να σχηματίζεται στο νου του απογοητευμένου πολίτη. «Να φύγουν αυτοί» λοιπόν, αλλά για «να έρθουν οι άλλοι»; Το φαινόμενο το βλέπει κανείς παντού: από τις δημοσκοπήσεις μέχρι το Ευροβαρόμετρο, σταθερά εντοπίζεται η απόσυρση των πολιτών από την πολιτική.

Το πρόβλημα θα μπορούσε ίσως να αντιμετωπιστεί με τη συνταγματική αναβάθμιση της «κοινωνίας των πολιτών». Προξενεί μάλιστα εντύπωση για το πόσο συχνά η σχετική πρόσφατη συζήτηση στρέφεται σε άλλα ζητήματα της συνταγματικής αναθεώρησης (σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, μη κρατικά πανεπιστήμια, θητείες βουλευτών, νόμος περί ευθύνης υπουργών, πρόταση για την απευθείας εκλογή του ΠΤΔ από τους πολίτες κλπ) ενώ δεν γίνεται καθόλου λόγος για νέους υπαρκτούς, αυτόνομους, ανεξάρτητους και δοκιμασμένους θεσμούς που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στην αλληλεπίδραση μεταξύ κομμάτων και νόμιμων κοινωνικών οργανώσεων. Δεν πρόκειται για θεσμούς που υποκαθιστούν τα κόμματα, αλλά για θεσμούς που αναλαμβάνουν τη διαμεσολάβηση της στοιχειώδους συναίνεσης αλλά και τον εκσυγχρονισμό των σχέσεων μεταξύ κράτους, κομμάτων και κοινωνίας. Ας σκεφτεί κανείς ενδεικτικά τη θετική συμβολή του «Συνήγορου του Πολίτη» στην καταπολέμηση κοινωνικών αδικιών και αποκλεισμών.

Ο αντίλογος είναι ήδη γνωστός και εκφρασμένος: στη δημοκρατία, η μόνη δυνατή πολιτική αντιπροσώπευση επιτελείται μέσα από τα πολιτικά κόμματα. Πράγματι, έτσι είναι. Με μια διαφορά? το Σύνταγμα διαπερνάται από μια λογική, η οποία αναφέρεται συνολικά στις δημόσιες πολιτικές που παράγονται ήδη από τη δράση της κοινωνίας των πολιτών και περιγράφει δημόσιες υποθέσεις και σχέσεις που δεν είναι στατικές και παγιωμένες. Η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που δεν στηρίζεται μόνο σε δικαιώματα και υποχρεώσεις αλλά στην πολιτική αίσθηση της συμμετοχής. Αν χαθεί αυτή η αίσθηση, δεν θα οδηγηθούμε απλώς στην αποδυνάμωσή της αλλά στη διαρκή εξάρτηση των πολιτών από ευκαιριακές και συγκυριακές κυβερνητικές επιλογές. Και, επειδή συνήθως στην Ελλάδα η «κοινωνία των κολλητών» είναι ισχυρότερη από την «κοινωνία των πολιτών», ο θεσμικός εκσυγχρονισμός θα παραπεμφθεί για άλλη μια φορά σε εκείνο το μακρινό μέλλον, που δεν θα έρθει ποτέ. Θα ήταν ιδιαίτερα θετικό αν ο χώρος της Κεντροαριστεράς, ένας χώρος που έχει προσφέρει πολλά στις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, αναλάμβανε μια μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία για την υπέρβαση του παλαιοκομματισμού οδηγώντας ξανά τους «πολίτες στην πολιτική». Διαφορετικά,  οι «πολίτες της σιωπής» θα πληθαίνουν.

[1] http://www.ananeotiki.gr/el/articles.asp?tid=10555