Δεν είναι μελλοντολογικό μυθιστόρημα, πολιτική μπροσούρα, σύνθημα σε διαδήλωση περιθωριακής ομάδας ή σε τοίχο «αυτοδιαχειριζόμενης γειτονιάς». Είναι λέξεις-καρφιά γραμμένες στο άσπρο μάρμαρο του περιβόλου της Βουλής Ελλήνων. Που υλοποιούν, με τον πιο συμβολικό τρόπο, αυτό που ευαγγελίζονται, τη στιγμή που τους επιτρέπεται να γραφούν.
Πρώτα η έννοια: πόλεμος στο πολίτευμα της ελευθερίας. Το πολίτευμα που επιτρέπει να εκφράζεται ακόμα και η επιθυμία (ειρηνικής) κατάλυσής του, γνωρίζει ένα μόνο όριο: τη φυσική και φραστική βία. Τη στιγμή που από τον «πόλεμο» των ιδεών περνάμε στον πραγματικό πόλεμο, στο πόλεμο του «δρόμου», η Δημοκρατία –διαρκώς εύθραυστη, περισσότερο από ποτέ στις μέρες μας- δέχεται ένα πλήγμα στον ίδιο τον πυρήνα της. Δεν έχει σημασία που λίγοι ενστερνίζονται τέτοια ακραία λόγια και τέτοιες ακραίες επιδιώξεις. Μόλις τους επιτραπεί να αποκτήσουν εξωτερική υπόσταση, να εμφανιστούν μπροστά στα μάτια μας σα να ήταν κάτι που μπορούσε να εμφανιστεί, «νομιμοποιούνται», κατά κάποιο τρόπο, και από-νομιμοποιούν την ανεκτικότητα, άρα την υπεροχή, της Δημοκρατίας.
Ύστερα το σημείο: πόλεμος διακηρυσσόμενος μέσα στις αίθουσες και πάνω στο σώμα του Κοινοβουλίου. Του υποτιθέμενου «ναού της Δημοκρατίας», συλημένου εκ των έσω χρόνια τώρα, ευρισκόμενου σε ακραίο σημείο απαξίωσης: με υποβαθμισμένες διαδικασίες, χαμένη πολιτικότητα, μηδενική προβολή, ανύπαρκτη κοινωνική σημασία, με «εκπροσώπους» μας που το περιφρονούν ανοιχτά και όλο και πιο ανοιχτά το υπονομεύουν, ακόμα και επικαλούμενοι τα ίδια τα αξιώματά τους. Και που καθίσταται πλέον, με επίσημη αποδοχή, επίκεντρο «ταξικού» πολέμου, αμφισβήτησης της ίδιας του της υπόστασης –ακόμα και της φυσικής του υπόστασης, αφού η Βουλή ανενόχλητα καταλαμβάνεται, χρησιμοποιείται ως χώρος διαδηλώσεων κατά των ίδιων των θεμελιωδών αρχών της (το Κράτος Δικαίου είναι το ακριβές αντίθετο του «μπάτε σκύλοι αλέστε»), γίνεται καμβάς για γκράφιτι, αύριο ίσως αφεθεί και έρμαιο άλλων διαθέσεων.
Τέλος, η στιγμή: πόλεμος στη Δημοκρατία τη στιγμή που στην εξουσία βρίσκεται μια «Αριστερή» κυβέρνηση. Που έτσι δίνει το μέτρο της υποστήριξής της όχι τόσο στο πολίτευμα –που στα λόγια δεν αμφισβητείται- όσο στην ουσία του: την αντιπαράθεση μέσω διαλόγου και όχι τσιτάτων ή απειλών, την προστασία –ανθρώπινη, θεσμική και φραστική- της αξιοπρέπειας του, που απαιτεί απόλυτη απώθηση της βίας. Στη Δημοκρατία δεν υφίσταται ανοχή της βίας, πολύ περισσότερο ανοχή επίσημης εμφάνισης της βίας ως «κανονικής» κατάστασης ή διεκδίκησης. Αφήνοντας να γραφεί αυτό το σύνθημα πάνω σε αυτό το μάρμαρο, η ελληνική κυβερνητική «Αριστερά» το ενέταξε στο βίο και την Πολιτεία της, έπαψε δηλαδή να είναι Αριστερά.