Η «μάχη της Σουηδίας» χάθηκε για τις δημοκρατικές δυνάμεις. Και χάθηκε με τρόπο που ακόμα και συμβολικά ανοίγει ένα τεράστιο τραύμα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το ακροδεξιό κόμμα των «Σουηδών Δημοκρατών» όχι μόνο νομιμοποιήθηκε πολιτικά συμμετέχοντας στον συνασπισμό των συντηρητικών δυνάμεων αλλά πρώτευσε σε ψήφους στον συνασπισμό, διεκδικώντας, για πρώτη φορά και μάλιστα με αξιώσεις, τη συμμετοχή του στη Σουηδική κυβέρνηση.
Ακόμα και αν ο συνασπισμός της απερχόμενης σοσιαλδημοκράτισσας πρωθυπουργού Μαγνταλένας Αντερσον επικρατούσε με βραχεία κεφαλή μιας ή δύο εδρών, η μεγάλη ανακούφιση δεν θα μπορούσε να κρύψει άλλο το ουσιαστικό πρόβλημα της νεοναζιστικής επανάκαμψης κάτω από το χαλί. Πολύ περισσότερο όμως τώρα που ένας - τουλάχιστον - υπουργός της σουηδικής κυβέρνησης θα προέρχεται από ένα κόμμα με χιτλερικές ρίζες και ουρές.
Ήρθε η ώρα να κοιτάξει η Ευρώπη - η ηγεσία της πρώτα απ’ όλα - την πραγματικότητα κατάματα, χωρίς φτιασιδώματα, αναστολές και προσχήματα. Ενωμένη Ευρώπη με αυταρχικά, ρατσιστικά και εθνικιστικά καθεστώτα δεν μπορεί να υπάρξει. Το πραγματικό δίλημμα της νέας εποχής είναι καθαρό και ταυτόχρονα συγκλονιστικό: Ενωμένη δημοκρατική, πολυπολιτισμική Ευρώπη ή Ευρώπη της αναβίωσης των πιο φρικτών στιγμών του 20ου αιώνα.
Δεν φτάνει να στηρίζουμε την Ουκρανία απέναντι στην παράνομη εισβολή του Πούτιν. Ο πόλεμος, ιδεολογικός, αξιακός και οικονομικός έχει ήδη επεκταθεί σε όλη την Ευρώπη και σαν τέτοιος πρέπει να αντιμετωπιστεί. Είναι πόλεμος που αφορά στην ουσία, στο περιεχόμενο και στο μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ενωμένη Ευρώπη και ολοκληρωτισμός δεν μπορεί να συμβιβαστούν. Ο πόλεμος κατά της απειλής της νεοναζιστικής εισβολής πρέπει να δοθεί τώρα, σε κάθε χώρα της Ευρώπης απέναντι σε κάθε εσωτερικό ή εξωτερικό νοσταλγό της νεοναζιστικής θηριωδίας.