Μπορεί να πάρει κανείς στα σοβαρά κάποιον, μετακλητό κρατικό λειτουργό, που δηλώνει, ως πολιτική ταυτότητα, ότι είναι «αντικομουνιστής». Κι όμως ο κ. Μπαλτάκος ήταν ο στενότερος συνεργάτης του Πρωθυπουργού κ. Σαμαρά, ο βίος και η πολιτεία του ήταν σε όλους πασίγνωστα. Ο Αντώνης Ρουπακιώτης, όταν ήταν Υπουργός Δικαιοσύνης είχε την γνωστή περιπέτεια-υπονόμευση με την κατάθεση του αντιρατσιστικού νομοσχέδιου, που στοιχειώνει ακόμα και δεν έχει κατατεθεί στην Βουλή. Ο Νίκος Τσούκαλης αποκάλυψε, έστω και όψιμα. τις απειλές που εκτόξευε, χωρίς καμιά αρμοδιότητα κατά τα άλλα, ο κύριος αυτός, γιατί, λέει είχε ανοιχτή δίοδο με τους ναζιστές και αποζητούσε την συνεργασία τους, αν η ΔΗΜΑΡ δεν φρόντιζε να φανεί απολύτως συνεργάσιμη με την δική του πολιτική ατζέντα.
Πολλοί είχαν επισημάνει την ύπαρξη ακροδεξιού θύλακα στα υπόγεια και ανώγεια του Μαξίμου. Αλλά ο κ. Μπαλτάκος και κάτι άλλοι, του ιδίου φυράματος εξακολουθούσαν να μεθοδεύουν, ανόητα, όπως αποδείχθηκε και, πάντως προκλητικά, τον εναγκαλισμό της Νέας Δημοκρατίας, (βασικού πυλώνα του δημοκρατικού πολιτεύματος) με την Χρυσή Αυγή (παλαβωμένου υπονομευτή της δημοκρατίας, με ιδεολογικό οπλοστάσιο τον ναζισμό). Ποια σοβαρότητα έχει μια τέτοια μεθόδευση, αλλά και πόσο επικίνδυνη είναι;
Κυρίως όμως πόσο αμέτοχος κι υπεράνω μπορεί να είναι ο Πρωθυπουργός κ. Σαμαράς, όταν έχει δίπλα του κι εμπιστεύεται ένα ανθρωπάκι, που αδειάζει την κυβέρνηση και απαξιώνει και τον ίδιο, διαπραγματεύεται με ναζί και υπόδικους (στο όνομα τίνος;) και, όταν ο Κασηδιάρης τον πετάει σαν χαρτομάντιλο, δηλαδή ως κανονικό αφελή και βλάκα, κλαψουρίζει, ότι όλα ήταν μια σκηνοθεσία γιατί, ο κύριος «πιέζονταν».
Μακάρι όμως το πρόβλημα να ήταν ο Μπαλτάκος. Θα είχαμε να λέμε και να εκτονώνουμε την αποστροφή μας για έναν τυχαίο, που του δόθηκε μια κρίσιμη εξουσία, ζαλίστηκε κι άρχισε με οίηση να κατασκευάζει τον δικό του, παράδεισο. Ούτε ο πρώτος είναι, ούτε ο τελευταίος.
Γιατί ο κ. Σαμαράς επιβιώνει ως πρωθυπουργός και μην τον δούμε να μακροημερεύσει εκεί πάνω, όχι για τις πολυδιαφημισμένες από χειροκροτητές και ιδιοτελείς, ικανότητές του, αλλά γιατί στα αριστερά του υπάρχει πολιτική ανωριμότητα. Ο κύριος αντίπαλός του, ο ΣΥΡΙΖΑ, μοιάζει να μην μπορεί να σοβαρευτεί, ανάμεσα σε έναν πραγματισμό που διατυπώνουν στελέχη όπως ο Δραγασάκης και ο Σταθάκης κι έναν πολιτικό ερασιτεχνισμό, όλο αντιφάσεις και κορώνες, που εκφράζει ο ηγέτης του. Ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την ΝΔ υπάρχει ένα κενό, πολίτες που δεν αντέχουν την δαιμονολογία και την ευκολία του ΣΥΡΙΖΑ και τους λεονταρισμούς ενός πρωθυπουργού που χαϊδεύει και δίνει εξουσία σε μπαλτάκους.
Αυτό το κενό, όλοι ελπίσαμε να τον καλύψει η ΔΗΜΑΡ, οι «58», κάποιοι τέλος πάντων που, μες από τα αποκαΐδια της κρίσης θα βρουν το θάρρος, το σχέδιο και την αποτελεσματικότητα για μια ουσιαστική επανεκκίνηση της χώρας. Αποδείχθηκε ότι η αρρώστια της μικροπολιτικής και της ιδιοτέλειας εμφιλοχωρεί ακόμα και στους χώρους που, υποτίθεται πως είναι υπεράνω υποψίας. Τα καμπανάκια ήδη χτυπάνε, αλλά η μακαριότητα και το πείσμα περισσεύει. Και όπως πάντα, το βράδυ της 25ης Μαΐου κάποιοι θα ξαναπαίξουν το μελόδραμα της κομματικού πατριωτισμού. Μέχρι τότε ο Σαμαράς θα έχει απαλλαγεί, τρόπος του λέγειν από αφελείς μπαλτάκους και ο Τσίπρας θα συνεχίσει τις άνοστες, αλλά στην πράξη, αποτελεσματικές πιρουέτες. Κατά τα άλλα η Ελλάδα θα στείλει στο Ευρωκοινοβούλιο καθαρούς νεοναζί, για να επιβεβαιώσει την ανάπηρη δημοκρατική της συνείδηση.