Ο θάνατος της Μάργκαρετ Θάτσερ έφερε στη μνήμη, μεταξύ πολλών άλλων, τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ). Τα προγράμματα αυτά συμφωνήθηκαν από έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Μάρτιο 1985, όταν η Σιδηρά Κυρία της Βρετανίας αντιμετώπισε τον Θόδωρο Πάγκαλο ως διαπραγματευτή, όπου και σημειώθηκε ο πολυσυζητημένος διάλογος μεταξύ τους. Αλλά η υπενθύμιση των ΜΟΠ παραπέμπει σε μια διαπραγματευτική στρατηγική για την Ελλάδα στην τρέχουσα δύσκολη συγκυρία της κρίσης. Τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (Οκτώβριος 1981) η Ελλάδα έθεσε η ίδια στον εαυτό της ένα δίλημμα, που έχει αντιστοιχίες με τα σημερινά διλήμματα που εγείρουν ορισμένες πολιτικές δυνάμεις: έξοδος από την (τότε) Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΚ) όπως προεκλογικά είχε υποσχεθεί το ΠΑΣΟΚ ή αναζήτηση στρατηγικής για την παραμονή της χώρας στην Κοινότητα στη βάση ενός ειδικού καθεστώτος. Επελέγη η δεύτερη στρατηγική καθώς η επιλογή της εξόδου από την Κοινότητα εκτιμήθηκε τελικά ότι θα ήταν καταστροφική και θα οδηγούσε σε πολιτική ανωμαλία στην Ελλάδα, καθώς ο Κ. Καραμανλής ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν θα επέτρεπε ποτέ να ακυρωθεί το μείζον επίτευγμά του, η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Η προώθηση της εναλλακτικής στρατηγικής – συμμετοχή στο πλαίσιο ειδικού καθεστώτος – εκφράστηκε μέσα από ένα Μνημόνιο που η Ελλάδα υπέβαλε στα όργανα της Ενωσης το 1982. Αλλά σύντομα έγινε κατανοητό ότι η επιδίωξη του ειδικού καθεστώτος ήταν ανέφικτη επιλογή. Η Κοινότητα δεν συμφωνούσε με τη δημιουργία ενός τέτοιου καθεστώτος, που θα μπορούσε να αποτελέσει κακό προηγούμενο για το μέλλον. Η Επιτροπή υπέδειξε στην Ελλάδα ότι τα προβλήματα της χώρας θα μπορούσαν να επιλυθούν όχι με ειδικά καθεστώτα, εξαιρέσεις και αποκλίσεις, αλλά με θετική δράση και στρατηγική προσαρμογής στις απαιτήσεις που δημιουργούσε η συμμετοχή στην Κοινότητα. Η Ελλάδα αποδέχτηκε την υπόδειξη της Επιτροπής. Εγκατέλειψε τις επιδιώξεις για ειδικά καθεστώτα, εξαιρέσεις, αποκλίσεις και άλλα παρεμφερή προκρίνοντας την υιοθέτηση ενός προγράμματος προσαρμογής, διαρθρωτικών αλλαγών και σύγκλισης για τις χώρες της Μεσογείου, επιδίωξη που κατέληξε τελικά στην υιοθέτηση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ). Τα ΜΟΠ, εκτός από τη σημαντική αναπτυξιακή συνδρομή που παρείχαν στην Ελλάδα, άνοιξαν και τη διαδικασία που οδήγησε στη θέσπιση της νέας διαρθρωτικής πολιτικής συνοχής από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα λίγα χρόνια μετά (πακέτα Ντελόρ, ΚΠΣ, ΕΣΠΑ).
Η εμπειρία των ΜΟΠ είναι εξόχως διδακτική για τη σημερινή συγκυρία της κρίσης στις χώρες της Μεσογείου. Με άλλα λόγια, αυτό που χρειάζονται οι χώρες αυτές (και πρωτίστως η Ελλάδα) είναι το σημερινό αντίστοιχο των ΜΟΠ: ένα νέο ολοκληρωμένο αναπτυξιακό πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών και σύγκλισης. Θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι το πρόγραμμα αυτό υπάρχει ή, εν πάση περιπτώσει, προβλέπεται από την πολιτική συνοχής της Ευρωπαϊκής Ενωσης και αποτυπώνεται στο ΕΣΠΑ. Αυτό όμως που υπάρχει μπορεί «να πάει» πολύ πιο πέρα, αλλά για κάτι τέτοιο χρειάζεται η στενή συνεργασία των μεσογειακών χωρών. Το εύλογο ερώτημα είναι γιατί ορισμένες πολιτικές δυνάμεις (π.χ. η αντιπολίτευση), αντί να επιδιώκουν ανέφικτες συμμαχίες με τις χώρες του Νότου για να «εκβιάσουν την Ενωση» – εκβιασμός που οποιαδήποτε ορθολογική εκτίμηση λέει ότι δεν πρόκειται να αποδώσει, αλλά μπορεί να καταλήξει σε ολέθρια αποτελέσματα – δεν υιοθετούν μια δυναμικά θετική προσέγγιση στο πρότυπο των ΜΟΠ. Η στρατηγική αυτή μπορεί να οδηγήσει σε συμμαχίες, αλλά υπό προϋποθέσεις να φέρει και θετικά αποτελέσματα.
Μια τέτοια δυναμική στρατηγική μπορεί να συμπεριλάβει ένα πολύ ευρύτερο πακέτο θετικών δράσεων. Θα μπορούσε, π.χ., να καλύψει όλο το φάσμα της ατζέντας για τη συμπλήρωση/ολοκλήρωση της νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) με την προώθηση της τραπεζικής, της δημοσιονομικής, της οικονομικής και τελικά της πολιτικής ένωσης. Μια συμμαχία μεσογειακών (και άλλων) χωρών που θα στόχευε στην εγκαθίδρυση της τραπεζικής ένωσης με όλα τα δομικά στοιχεία της (εποπτεία, εγγύηση καταθέσεων, μηχανισμός επίλυσης τραπεζικών κρίσεων) είναι απόλυτα εφικτή και θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα για την υπέρβαση της κρίσης. Το ίδιο ισχύει και για τη δημοσιονομική και οικονομική ένωση. Αυτό που πρέπει όμως να γίνει κατανοητό (και που διδάσκει και η εμπειρία των ΜΟΠ) είναι ότι στην ΕΕ τα προβλήματα λύνονται και οι στόχοι επιτυγχάνονται μέσα από στρατηγικές θετικής δράσης και «διαπραγματευτικών διασυνδέσεων» – και πολύ λιγότερο από εκβιασμούς και τετελεσμένα γεγονότα. Τούτο ισχύει για όλες τις χώρες-μέλη, μικρές ή μεγάλες – και πάντως πολύ περισσότερο για τις μικρότερες.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών