Αυτή τη στιγμή που γράφω είναι σε εξέλιξη ως παγκόσμιο real time media event η προσπάθεια σύλληψης του Tζοχάρ Τσαρνάεφ, υπόπτου για τις εκρήξεις βομβών στον Μαραθώνιο της Βοστώνης, ενώ ο αδελφός του Ταμερλάνος έχει ήδη σκοτωθεί. Για τα κίνητρά τους, για το πώς δύο νέοι τσετσενικής καταγωγής που ζούσαν πάνω από 10 χρόνια στη Βοστώνη, που ο ένας σπούδαζε με υποτροφία και ο άλλος προσπαθούσε να γίνει επιτυχημένος μποξέρ ώστε να αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα, πώς αυτοί οι δύο νέοι κατάντησαν να γίνουν δολοφόνοι, ίσως μάθουμε κάποια στιγμή. Πάντως φαίνεται πως λειτούργησαν αυτόνομα, δεν υπήρξαν ως τώρα στοιχεία που να τους συνδέουν με διεθνείς τρομοκρατικές ισλαμιστικές οργανώσεις.
Πριν από λίγους μήνες η Βοστώνη είχε ξανά θρηνήσει θύματα, αυτά της επίθεσης του επίσης νεαρού Ανταμ Λάνζα στο προάστιο Νιουτάουν: 20 μικρά παιδιά και 6 ενηλίκους πρόλαβε να σκοτώσει προτού αυτοκτονήσει. Με θλίψη διαπιστώνει κανείς πως οι αμερικανοί νομοθέτες ενδιαφέρονται να προστατεύσουν τους συμπατριώτες τους από δολοφονικές επιθέσεις ξένων κρατών ή οργανώσεων που έχουν πολιτικά κίνητρα και όχι από παράφρονες – γιατί βέβαια, όταν η πρόσβαση σε όπλα είναι εύκολη, οι πιθανότητες για μακελειό αυξάνονται, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι στις ΗΠΑ είναι περισσότερες από οπουδήποτε αλλού μαζικές δολοφονίες από σκοτεινές ψυχές εφήβων ή ενηλίκων. Και ενώ το Κογκρέσο εξουσιοδότησε το 2011 (μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους) τους προέδρους να πολεμούν τους τρομοκράτες σε όποιο σημείο της γης και αν βρίσκονται, η Γερουσία προχθές απέρριψε τις νομοθετικές ρυθμίσεις του Ομπάμα για περιορισμό της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ. Υποθέτω ότι οι νεκροί αντιμετωπίζονται κάπως σαν τα θύματα τροχαίων, αφού είναι εξίσου νόμιμο να κατέχεις αυτοκίνητο και όπλα.
Φυσικά, όλες οι χώρες προσπαθούν να προστατεύσουν πολίτες και πολιτικούς από την τρομοκρατία, εγχώρια ή εισαγόμενη. Το τίμημα όμως είναι βαρύ: οι κυβερνήσεις έχουν δημιουργήσει τεράστιους αντιτρομοκρατικούς μηχανισμούς που έχουν υπέρμετρο κόστος, όχι τόσο οικονομικό όσο κυρίως θεσμικό: οι υπηρεσίες συχνά υπερβαίνουν τα όρια που είναι ανεκτά σε φιλελεύθερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ως προληπτική ή κατασταλτική δράση απέναντι σε ομάδες που απειλούν το κράτος.
Οι ΗΠΑ έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες από την τρομοκρατία, έχουν απαντήσει με «παγκόσμιο πόλεμο» εναντίον της και ταυτόχρονα διαπρέπουν στις παραβιάσεις, με το στρατόπεδο του Γκουαντάναμο, με τους βασανισμούς αιχμαλώτων και ακόμα πιο πρόσφατα με τη χρήση μη επανδρωμένων αεροπλάνων (drones programme) εκτός των πεδίων μαχών του Αφγανιστάν για την εξόντωση τρομοκρατών στο Βόρειο Πακιστάν, στην Υεμένη, στη Σομαλία. Το θέμα των drones είναι και το σοβαρότερο γιατί αφορά την εκτέλεση ανθρώπων επειδή η CIA (στην αρμοδιότητά της είναι το πρόγραμμα drones) τους έχει εντάξει σε καταλόγους επικίνδυνων μελών της Αλ Κάιντα (targetted killing). Αλλά χωρίς δίκη, χωρίς κάποιον να υπερασπιστεί τον ύποπτο και να αμφισβητήσει τα στοιχεία των μυστικών υπηρεσιών, πώς είναι δυνατόν να αποφασίζεται η αφαίρεση ζωής; – αναρωτιέται ο Kenneth Roth, γενικός διευθυντής του Human Rights Watch, σε πρόσφατο τεύχος της New York Review of Books. Και δικαιούται η Αμερική, στο όνομα του global war που έχει κηρύξει, να σκοτώνει στόχους στους δρόμους του Παρισιού ή του Λονδίνου;
Και δεν είναι μόνο αυτό: οι χειριστές των drones έχουν το δικαίωμα να σκοτώσουν από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά κάποιους που δεν έχουν εμπλακεί σε μάχη και δεν γνωρίζουν ποιοι είναι, αν κρίνουν από τις κινήσεις τους ότι είναι «πολεμιστές» (signature killing). Επιπλέον, μαζί με «πολεμιστές» ή και από λάθος έχουν σκοτωθεί άοπλοι πολίτες – οι εκτιμήσεις για τα θύματα των drones, ανάλογα με την πηγή, κυμαίνονται από 750 ως 3.500 θανάτους συνολικά. Αυτή η πρακτική παραβιάζει το δίκαιο του πολέμου που επιτρέπει φόνους μόνο τη στιγμή των μαχών και μόνο οπλισμένων στρατιωτών που εμπλέκονται στη σύγκρουση, με ελαχιστοποίηση των «παράπλευρων απωλειών» αμάχων. Ακόμη, ο νέος διευθυντής της CIA Τζον Μπρέναν είχε δηλώσει ρητά, όταν ακόμη ήταν σύμβουλος του Ομπάμα, πως η τακτική της Αμερικής είναι πλέον «θάνατοι και όχι αιχμάλωτοι». Ητοι, πλήρη περιφρόνηση των κανόνων του πολέμου, έστω και αν αυτός είναι ιδιότυπος πόλεμος.
Οσο και αν ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία είναι δικαιολογημένος, «κάθε πρόγραμμα που σκοτώνει στη βάση πληροφοριών μυστικών υπηρεσιών προσφέρεται για αυθαιρεσίες» καταλήγει στο άρθρο του ο Kenneth Roth. Και έχω προσωπικούς λόγους να συμμερίζομαι την άποψή του περί «αυθαιρεσίας» – ευτυχώς για θέμα που δεν αφορά την αφαίρεση ζωής αλλά την αφαίρεση βίζας: οι ΗΠΑ με θεωρούν επικίνδυνο τρομοκράτη και ακύρωσαν τη βίζα που μου είχαν δώσει το 2006 για να ταξιδέψω στην Αμερική· όχι μόνο τη δική μου αλλά και όλων των μελών της οικογένειάς μου που είχαν ταξιδέψει τότε. Η επικινδυνότητά μου προκύπτει, υποθέτω, από το γεγονός ότι επί χούντας ανήκα σε αντιστασιακή οργάνωση που τοποθετούσε βόμβες. Η επικινδυνότητα της οικογένειάς μου προκύπτει μάλλον από θεωρίες συλλογικής ευθύνης και τιμωρίας που δεν περίμενε κανείς να τις εφαρμόζει η Αμερική. Οταν λοιπόν οι υπηρεσίες των ΗΠΑ λειτουργούν έτσι, ανησυχεί κανείς πάρα πολύ για το πόσο τεκμηριωμένα είναι τα στοιχεία με τα οποία αποφασίζουν ότι θα σκοτώσουν τον άλφα ή βήτα «τρομοκράτη» στην Υεμένη ή τη Σομαλία.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η αντιτρομοκρατική πολιτική της Αμερικής, και πρωτίστως το πρόγραμμα drones, δημιουργεί στις ισλαμικές χώρες περισσότερους τρομοκράτες από όσους εξοντώνει. Μπορεί και να έχουν άδικο – φίλους πάντως δεν της προσπορίζει: η ανάμνηση της 11ης Σεπτεμβρίου ξεθωριάζει σιγά-σιγά και οι κινήσεις των ΗΠΑ δεν υπηρετούν πάντα αντιτρομοκρατικούς στόχους, έστω και αν τους επικαλούνται – με κορυφαίο παράδειγμα την επέμβαση στο Ιράκ. Αλλά αυτό φαίνεται δεν ενδιαφέρει τους πολιτικούς της, ίσως επειδή πιστεύουν ότι η ισχύς της χώρας τους τούς επιτρέπει να λύνουν προβλήματα αδιαφορώντας για λογική, ηθική και διεθνείς κανόνες.