Ποιος θα κρεμάσει την κουδούνα στον γάτο;- Άρθρο στην EL PAIS, 4 Ιουνίου 2011

SANTIAGO CARRILLO 26 Σεπ 2012

* Άρθρο του SANTIAGO CARRILLO στην EL PAIS, στις 4 Ιουνίου 2011 (Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ, τεύχος 113)

Πριν από μερικές εβδομάδες η ΕL Pais δημοσίευσε μια διαυγή επιφυλλίδα του καθηγητή Santos Julia, με τίτλο: «De- selmado capital» (Άκαρδο κεφάλαιο). Το κείμενο άρχιζε με τη διαπίστωση της κατάστασης που βιώνουμε σήμερα στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, επισημαίνοντας ότι οι κυβερνήσεις δεν είναι πια θεματοφύλακες της εθνικής κυριαρχίας, αλλά απλοί εκτελεστές εντολών που πηγάζουν από τα κέντρα της χρηματιστικής εξουσίας. [και] ότι οι πολιτικοί έχουν υποκύψει στις απαιτήσεις του κεφαλαίου που τώρα αποκαλείται «οι αγορές». Υπενθύμιζε δε τις θέσεις του Μαρξ για το κράτος, που διατυπωμένες τον δέκατο ένατο αιώνα, διέτρεξαν όλον τον εικοστό, και μοιάζει τώρα να αποκτούν τη μέγιστη επικαιρότητα.

Ο Julia διατυπώνει μια πολύ ενδιαφέρουσα σκέψη: η αστική τάξη της περιόδου που προηγήθηκε της διαμόρφωσης αυτού του «άκαρδου κεφαλαίου» αποδείχθηκε ικανή να συνομολογήσει με τη σοσιαλδημοκρατία το κράτος κοινωνικής πρόνοιας, καθιστώντας έτσι δυνατές σημαντικότατες κοινωνικές και πολιτικές προόδους.

Ιδίως μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, επιτεύχθηκαν στην Ευρώπη δημοκρατικές αλλαγές, ριζωμένες εν πολλοίς στην αντιφασιστική αντίσταση, οι οποίες κατάφεραν να τροποποιήσουν ακόμη και το περιεχόμενο του κράτους που ο Μαρξ είχε γνωρίσει στην εποχή του. Το κράτος πρόνοιας, τα διακριτικά γνωρίσματα του οποίου δεν ήταν πλέον αποκλειστικά η αστυνομία, οι δικαστές και ο στρατός, το οποίο είχε αναλάβει πραγματικά την ανακατανομή του εισοδήματος μεταξύ των διαφόρων στρωμάτων του πληθυσμού, και το οποίο διηύθυνε ακόμη και τομείς της οικονομίας οι οποίοι είχαν μετατραπεί σε δημόσια ιδιοκτησία, συμπύκνωνε αλλαγές που έκαναν έναν βορειοαμερικανό μαρξιστή, τον Χέρμπερτ Μαρκούζε-πολύ της μόδας τα χρόνια εκείνα- να σκεφτεί ότι αυτός ο τύπος κράτους σηματοδοτούσε τη μεταβατική περίοδο μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού.

Η «συντηρητική επανάσταση», της οποίας ηγήθηκαν οι Μάργκαρετ Θάτσερ και Ρόναλντ Ρήγκαν, και η εξάπλωση του νεοφιλελευθερισμού, μας οδήγησαν σε μια βάναυση οπισθοδρόμηση. Το σύνθημα «λιγότερο κράτος» έχει επιβληθεί παντού. Οι αγορές έχουν αντικαταστήσει τη διατεθειμένη να συνδιαλλαγεί αστική τάξη, και αναπτύσσονται σαν καρκινική νεοπλασία, επιβάλλοντας τη δικτατορία τους στις κυβερνήσεις και την πολιτική. Η χρηματιστική εξουσία έχει μετατραπεί σε ένα είδος παντοδύναμου θεού, ενώπιον της αυθεντίας του οποίου υποκύπτουν κυβερνήσεις και ιστορικά πολιτικά κόμματα, που σε άλλους καιρούς έμοιαζαν να είναι δημοκρατική εγγύηση. «Ένα είδος θεού», διότι η εξουσία αυτή δεν φαίνεται, αλλά γίνεται αισθητή και βρίσκεται παντού.

Εκείνοι που εμφανίζονται δημοσίως να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις δικές της αποφάσεις είναι οι πολιτικοί, οι οποίοι στα μάτια του κόσμου που υποφέρει από την κρίση φαντάζουν σαν τους δαίμονες της επιδημίας που μας έχει επιβληθεί τόσο καθαρά και τόσο απροσδόκητα. Η απώλεια εμπιστοσύνης στους πολιτικούς και τα παραδοσιακά κόμματα ενέχει τον κίνδυνο μιας μαζικής απώλειας εμπιστοσύνης στη δημοκρατία. Εμφανίζονται ήδη χαρακτηριστικά συμπτώματα, όπως η ανάπτυξη των ακροδεξιών ομάδων και η τάση εκλογικής αποχής στους κόλπους της αριστεράς.

Η δική μου γενιά βίωσε την κρίση της δεκαετίας του τριάντα-κρίση που εμφανίζει ορισμένες ομοιότητες με ό,τι συμβαίνει σήμερα- και έχασε για πολλά χρόνια την εμπιστοσύνη της στη δημοκρατία. Οι προοδευτικοί που παρακολουθούσαμε την επέκταση της τάσης συνθηκολόγησης και στις θεωρούμενες δημοκρατικές χώρες, αρχίσαμε να σκεφτόμαστε ότι η λύση θα ήταν μια δικτατορία των δυνάμεων της αριστεράς. Οι συντηρητικοί έγιναν φασίστες και κατέληξαν να εξαπολύσουν τον εμφύλιο πόλεμο και να φέρουν τη δικτατορία του Φράνκο, με τη βοήθεια του Χίτλερ και του Μουσολίνι.

Έπρεπε να δούμε το ρεπουμπλικανικό καθεστώς να κινδυνεύει για να εκτιμήσουμε τη δημοκρατία και να μάθουμε ότι για να την υπερασπιστούμε πρέπει να προχωρούμε στο έδαφος των ελευθεριών, διευρύνοντάς τες στις οικονομικές και κοινωνικές δομές.

Το γεγονός ότι ζήσαμε την εμπειρία αυτή μας έχει κάνει, ίσως, πιο ευαίσθητους στους κινδύνους που εμφανίζονται σήμερα.

Μας εκπλήσσει η ευκολία με την οποία η σοσιαλδημοκρατία και γενικότερα οι πολιτικοί στην Ευρώπη έχουν υποταχθεί στις επιταγές του χρηματιστικού συστήματος και έχουν δεχθεί να τις εφαρμόζουν μοιρολατρικά. Για το λόγο αυτό αποδίδουμε μεγάλη σημασία στα λόγια του Santos Julia: «Η νέα χρηματιστική τάξη είναι, ωστόσο, άκαρδη: δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που το κράτος έσπευσε να τη διασώσει και ήδη εν μέσω των ερειπίων που η ίδια προκάλεσε, επιχειρεί να επανιδιοποιηθεί τα εκατομμύρια δολλάρια σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Και εάν η παλαιά αστική τάξη είχε υποχρεωθεί σε έναν συμβιβασμό, είναι προφανές ότι το κράτος σήμερα ούτε ξέρει ούτε μπορεί να προστατεύσει τη νέα αυτή τάξη από την ίδια της την απληστία. Δεν έχει άλλη επιλογή από το να την καταστρέψει» Και ο συγγραφέας του άρθρου θέτει το ερώτημα κλειδί: Ποιος θα κρεμάσει την κουδούνα στο γάτο; Με άλλα λόγια από πού θα προκύψουν οι δυνάμεις που θα καθυποτάξουν αυτή την άκαρδη εξουσία;

Ίσως θα πρέπει να προκαλέσουμε ένα μπουρίνι που θα βγάλει από το λήθαργό τους τις κυβερνήσεις που δεν αντιδρούν στις επιταγές της ανεύθυνης αυτής εξουσίας. Επιτρέψτε μου δε να πω ότι, δεδομένης της απογοήτευσης με τους πολιτικούς, η διανόηση οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της, κατευθύνοντας το λαό, όπως έκαναν ο γάλλος Stephane Hessel, o Jose Luis Sampedro και τώρα ο Santos Julia. Ως αντίδοτο στα μάγια που μοιάζει να έχουν ρίξει τις κυβερνήσεις και τους πολιτικούς ηγέτες σε έναν ύπνο βαθύ, οφείλει η προοδευτική διανόηση μια νέα πολιτική σκέψη ικανή να κινητοποιήσει το λαό.

Ενωμένοι, η διανόηση, ο κόσμος της εργασίας και η νεολαία, θα είχαν αρκετή δύναμη για να λύσουν τα μάγια. Πρέπει σήμερα να αναλάβουν το ρόλο του πόντικα του παλιού μύθου. Αντιμετωπίζουμε κατά βάθος μια νέα εποχή που απαιτεί να βγουν οι διανοούμενοι στο προσκήνιο, καθότι πιο ευαίσθητοι από τους πολιτικούς της ρουτίνας. Απαιτεί, επίσης, τη συμμαχία των πιο δημιουργικών στρωμάτων της κοινωνίας: των δυνάμεων του πολιτισμού και του κόσμου της εργασίας.

.

* Από το αρχείο του Τάκη Κατσαρού