Ο??λες οι δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν τις τελευταίες εβδομάδες κατέληξαν περίπου στα ίδια συμπεράσματα: ένας στους δύο ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ (λίγο πάνω-λίγο κάτω, είναι χωρίς σημασία για όσους αντιλαμβάνονται τι είναι οι έρευνες κοινής γνώμης) είναι τόσο δυσαρεστημένος από τις κυβερνητικές επιδόσεις ώστε σήμερα δεν είναι σε θέση να δηλώσει πως θα ξαναψήφιζε το κόμμα του εάν γίνονταν εκλογές την επόμενη Κυριακή.
Αυτή είναι η μία πλευρά της είδησης. Η άλλη είναι πως μόνο ένα μικρό τμήμα αυτού του εκλογικού σώματος κατευθύνεται προς άλλα κόμματα. Η πλειονότητα των απογοητευμένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, προς το παρόν, είτε δηλώνει άγνοια για το τι θα ψηφίσει είτε επιλέγει το λευκό, το άκυρο και την αποχή.
Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ του Σεπτεμβρίου αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Παρόλο τον θυμό και την απογοήτευση των περισσοτέρων τους για τη «μνημονιακή στροφή» του καλοκαιριού, θέλησαν να δώσουν –άλλοι με θέρμη και άλλοι με κρύα καρδιά– μια δεύτερη ευκαιρία τόσο στο κόμμα, όσο κυρίως στον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα. Αν και αισθάνονταν πως η στροφή προς τον ρεαλισμό πραγματοποιήθηκε μέσω της εξαπάτησής τους, θεώρησαν πως υπό τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά το δημοψήφισμα δεν υπήρχε καμία άλλη αξιόπιστη λύση για να αντικαταστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Οι μισοί τουλάχιστον από τους παραπάνω πολίτες βρίσκονται σε ένα περίεργο αδιέξοδο. Από τη μια η κυβέρνηση δεν τους ικανοποιεί και από την άλλη δεν είναι έτοιμοι να την εγκαταλείψουν οριστικά.
Αντιμετωπίζουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης με καχυποψία και επιφύλαξη, είτε γιατί τα θεωρούν μέρος του παλιού συστήματος που σχετικά πρόσφατα απέρριψαν είτε γιατί δεν πείθονται πως οι προτάσεις τους είναι ρεαλιστικές και θετικές, έστω και αν συναισθηματικά ή ιδεολογικά τους αγγίζουν (π.χ. ΚΚΕ, ΛΑΕ ή ΑΝΤΑΡΣΥΑ).
Τελικά, οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται σε μια κατάσταση που οι ψυχολόγοι ονομάζουν «γνωστική ασυμφωνία», δηλαδή βιώνουν έντονη απόσταση ανάμεσα στο εξωτερικό περιβάλλον και στις πεποιθήσεις τους. Καθώς η δυσκολία να γεφυρωθεί αυτή η αντίφαση είναι επώδυνη συναισθηματικά (ιδιαίτερα εμείς οι «ξύπνιοι» Ελληνες δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε ότι υπήρξαμε εύπιστοι και αφελείς), κάποιοι από αυτούς τους πολίτες οδηγούνται στον άγονο θυμό, στις θεωρίες συνωμοσίας, στον μηδενισμό και στην πολιτική απάθεια. Σε ορισμένους ίσως να μπαίνουν ιδέες και για ακραίες ή αντισυστημικές επιλογές.
Στο τέλος της διαδρομής, πάντως, κάποιοι από τους παραπάνω ψηφοφόρους θα επιστρέψουν στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται γι’ αυτό που στην καθημερινή ζωή αποκαλούμε «συμβιβασμό» και όλοι οι έλλογοι άνθρωποι, ιδιαίτερα από μια ηλικία και μετά, αντιλαμβανόμαστε πως ο ανθρώπινος βίος είναι διάσπαρτος από δαύτον.
Αλλοι συμπολίτες μας, όμως, θα δυσκολευτούν για αρκετό καιρό να γεφυρώσουν ορθολογικά την αντίφαση ανάμεσα στις απόψεις τους και στην πραγματικότητα, στις υψηλές προσδοκίες που είχαν και στα χαμηλά αποτελέσματα που είδαν. Θα θελήσουν να τιμωρήσουν το κόμμα που είχαν επιλέξει, αλλά δεν θα ξέρουν πώς.
Σε αυτές τις συνθήκες το ερώτημα είναι: ποιος μπορεί να επικοινωνήσει με αυτόν τον κόσμο; Η πρώτη σκέψη είναι πως μια πολιτική δύναμη στον χώρο της Κεντροαριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας ίσως να μπορεί να συνομιλήσει με τμήμα αυτών των απογοητευμένων. Εδώ όμως αρχίζουν τα δύσκολα, καθώς αυτοί οι ψηφοφόροι δεν φαίνεται πως είναι έτοιμοι να δεχτούν οτιδήποτε. Με απλά λόγια: μια σοσιαλδημοκρατία ίσως ναι, αλλά όχι το παλιό ΠΑΣΟΚ απλώς μεταμορφωμένο. Ούτε όμως και μια συγχώνευση ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού, που θεωρείται από αρκετούς ως λύση που θα εξυπηρετούσε μια τέτοια προοπτική. Η βιαστική επιλογή συγχώνευσης των δυνάμεων του Κέντρου, κάτω από την πίεση που προκαλούν οι δημοσκοπήσεις, θα γεννούσε νέα χάσματα τόσο προς τα αριστερά όσο και προς τα δεξιά και θα δημιουργούσε στο εσωτερικό του νέου πολιτικού οργανισμού πεδία ισχυρών αντιθέσεων.
Αυτή τη στιγμή, καλώς ή κακώς, το πολιτικό κέντρο στη χώρα μας έχει δύο πυλώνες αναφοράς: ένα σοσιαλδημοκρατικό που αποτελεί κληρονομιά του χώρου του ΠΑΣΟΚ και έχει αριστερό πρόσημο κι ένα φιλελεύθερο, που στην παρούσα συγκυρία συνομιλεί καλύτερα με την Κεντροδεξιά. Μόνο ο ένας από τους δύο αυτούς πυλώνες, εφόσον μπορέσει να ανασυσταθεί, ίσως καταφέρει να επικοινωνήσει με το «πασοκογενούς» προέλευσης ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το τελευταίο έχει ανάγκη να αναγνωρίσει γνώριμους σε αυτόν ιδεολογικά και πολιτικά προτάγματα και όχι απλώς μια «άλλη πολιτική φωνή».
Υπό αυτήν την έννοια, η δημιουργία ενός κόμματος στο Κέντρο που θα αποτελούσε απλώς τη βιαστική και για στενούς εκλογικούς λόγους συγχώνευση των δυνάμεων που βρίσκονται ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Ν.Δ., είναι εξαιρετικά αβέβαιο αν θα είχε κάποιο αποτέλεσμα. Ελπίζω οι πρωταγωνιστές του εγχειρήματος να το αντιληφθούν έγκαιρα, για να μη χρειαστεί στη συνέχεια να διαβάσουν εγχειρίδια διοίκησης επιχειρήσεων για να καταλάβουν γιατί αποτυγχάνουν πολλές συγχωνεύσεις.