Δύο συζητήσεις γίνονται αυτή τη στιγμή στη χώρα μας. Η μία αφορά την προσπάθεια διευθέτησης της εκκρεμότητας με την FYROM σε ότι αφορά την ονομασία της γειτονικής χώρας και την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους δύο λαούς με στόχο την ομαλή μελλοντική συνύπαρξή τους στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικογένειας. Η συζήτηση αυτή που απαιτεί ειλικρινή διάθεση, θέληση και αποφασιστικότητα γίνεται δυστυχώς από πολύ λίγους πολιτικούς και μη παράγοντες. Είναι στην ουσία η δευτερεύουσα συζήτηση.
Η άλλη, η κύρια συζήτηση, αφορά την ποιότητα της δημοκρατίας μας κι αναζητεί την απάντηση στο ίδιο ερώτημα που είχε θέσει από τότε ο Κώστας Σημίτης για το θέμα των ταυτοτήτων. Ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο; Η «πρώτη φορά αριστερά» πέραν των αρνητικών συνεπειών της διακυβέρνησής της είχε και μια άλλη, ακόμα πιο σημαντική ίσως παρενέργεια. Την πλήρη απομυθοποίηση της Αριστεράς και του υποτιθέμενου ηθικού της πλεονεκτήματος. Ολοκλήρωσε ουσιαστικά την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, ανοίγοντας το δρόμο στους κάθε λογής εθνολαϊκιστές εχθρούς της δημοκρατίας να σηκώσουν κεφάλι με πρόσχημα το Μακεδονικό αυτή τη φορά.
Κάνουν μεγάλο κι επικίνδυνο λάθος οι πολιτικές ηγεσίες που δεν βλέπουν -ή δεν θέλουν να δουν – τον μεγάλο κίνδυνο και προσπαθούν να αξιοποιήσουν καιροσκοπικά την κατάσταση για να παραμείνουν ή να έρθουν στην εξουσία. Οι «πλατείες» οδήγησαν ιστορικά – και όχι μόνο στην Ελλάδα – σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις κι όσοι επωφελήθηκαν από κάποιες, τις βρήκαν απέναντί τους στη συνέχεια.
Το θέμα δεν είναι η σύνθετη ονομασία των Σκοπίων αλλά η σύνθετη ονομασία που επιδιώκουν κάποιοι να δώσουν στη δημοκρατία μας, μετονομάζοντάς την σε «Δημοκρατία της πλατείας».