Ποιος κέρδισε στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο; H απάντηση δεν φαίνεται σήμερα να είναι τόσο αυτονόητη, όσο στο τέλος του πολέμου.
Σύμφωνα με την τρέχουσα αμερικανική ρητορεία οι Αμερικανοί έσωσαν την Ευρώπη από τους Ναζί, όπως πενήντα χρόνια αργότερα την έσωσαν από τον κομμουνισμό. Μια άλλη απροσδόκητη απάντηση άκουσα στο «Μουσείο Κατοχής της Λεττονίας 1940-1991». Πρόκειται για ένα μουσείο – ως κτίσμα εντελώς αταίριαστο με την κουκλίστικη Ρίγα – το οποίο αναφέρεται στη διαδοχική κατοχή της Λεττονίας. Πρώτα οι Ρώσοι, που την κατέλαβαν με το σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ, σύμφωνα με το οποίο Χίτλερ και Στάλιν διαμέλισαν την Πολωνία και ο δεύτερος κατέλαβε τις Βαλτικές δημοκρατίες. Υστερα οι Γερμανοί όταν επιτέθηκαν στους Ρώσους το 1941. Στη συνέχεια ξανά οι Ρώσοι όταν νίκησαν και απώθησαν τους Γερμανούς. H χώρα έγινε ανεξάρτητη μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που η Λεττονία βρέθηκε ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα. Το ίδιο συνέβη και το 1919. Ενα χρόνο μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας της έγινε θέατρο μαχών ανάμεσα στον εμφύλιο που ακολούθησε τη Ρώσικη Επανάσταση του 1917. Αλλοτε την καταλάμβαναν οι Ερυθρές φρουρές, άλλοτε η Σιδηρά φρουρά. Ο Κόκκινος τρόμος εναλλασσόταν με τον Λευκό τρόμο. Εχασε τότε η Λεττονία το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Εχασε άλλο ένα τρίτο, στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1940 μπήκαν οι Ρώσοι. Μαζική μεταφορά των ελίτ στη Σιβηρία, σοβιετοποίηση της κοινωνίας, κρατικοποίηση των επιχειρήσεων και της αγροτικής γης, κλείσιμο των εκκλησιών. Οταν εισέβαλαν οι Ναζί, οι Λεττονοί τούς υποδέχθηκαν με λουλούδια, θεωρώντας τους απελευθερωτές. Υπάρχει μια μεγάλη φωτογραφία στο Μουσείο. Αλλά σε λίγο άρχισε η ναζιστικοποίηση της κοινωνίας. Εξόντωση όσων είχαν συνεργαστεί με τους Σοβιετικούς, εξόντωση των Εβραίων που αποτελούσαν το 7,5% του συνολικού πληθυσμού. Ο πόλεμος όμως είχε και εμφύλια διάσταση. Πριν φύγουν οι Ρώσοι, είχαν κάνει επιστράτευση και τα λεττονικά στρατεύματα εντάχθηκαν στον Κόκκινο στρατό. Νέα επιστράτευση από τους Ναζί. Στο παγωμένο βόρειο μέτωπο πολεμούσαν Λεττονοί εναντίον Λεττονών, πατεράδες εναντίον γιων, αδελφοί εναντίον αδελφών. Νέες εκκαθαρίσεις όταν νίκησαν οι Σοβιετικοί, μαζικές εξορίες στη Σιβηρία όλων εκείνων που συνεργάστηκαν ή που θεωρήθηκε ότι συνεργάστηκαν με τους Ναζί. Αποναζιστικοποίηση και επανασοβιετοποίηση της κοινωνίας με ό,τι σήμαινε σε ανθρώπινο κόστος. Οι Σοβιετικοί κατείχαν τη μικρή βαλτική χώρα ως το 1991.
Σχολιάζοντας αυτή την τροπή της ιστορίας, η ξεναγός του «Μουσείου Κατοχής» είπε ότι οι Σύμμαχοι, εννοώντας τους δυτικούς Συμμάχους, έχασαν τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο γιατί έχασαν την Ανατολική Ευρώπη για πενήντα χρόνια. Τον πόλεμο τον κέρδισε ο Στάλιν, συμπέρανε μελαγχολικά. Παράξενο συμπέρασμα, αλλά αυτή την αντίληψη για την ιστορία έχουν οι Λεττονοί. Κι αυτή η αντίληψη συνοδεύεται με το αίσθημα ότι η Δύση τούς πρόδωσε. Επομένως δίκαια επανόρθωση η αποδοχή τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Από αυτή την ιστορική αντίληψη και τη συνακόλουθη ανασφάλεια προκύπτει και η πρόσδεση στην αμερικανική πολιτική. Και αυτή την ιστορική αντίληψη, περισσότερο ίσως επεξεργασμένη και με αποχρώσεις, και αυτά περίπου τα αισθήματα είναι κοινά όχι μόνο στις Βαλτικές δημοκρατίες αλλά και ανάμεσα στους Πολωνούς και στους Τσέχους, στους Σλοβάκους και στους Ούγγρους. Αυτό τουλάχιστον διαπίστωσα σε μια συνάντηση στη Ρίγα με συναδέλφους από την «παλιά» και τη «νέα» Ευρώπη, για τη σύγκλιση των προγραμμάτων ιστορίας στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.
Τελικά αποδεικνύεται ότι ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι η κοινή πληγή της Ευρώπης. Ο διευρυμένος πολεμικός κύκλος που άνοιξε με τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη σύγκρουση Επανάστασης και Αντεπανάστασης, Κομμουνισμού και Φασισμού, Συμμάχων και Αξονα, ήταν τελικά ένας παρατεταμένος ευρωπαϊκός εμφύλιος. Ευρωπαϊκός εμφύλιος όχι επειδή σήμερα θεωρούμε την Ευρώπη ως ενιαία πολιτική οντότητα, αλλά γιατί αποτελείται από πλήθος μικρούς και μεγάλους εμφύλιους. Ο τρόπος αντίληψης και ερμηνείας αυτού του κύκλου διαφέρει ανάμεσα στην παλιά και στη νέα Ευρώπη. Στην πρώτη, η αντίθεση στον φασισμό αποτέλεσε την κοινή βάση της μεταπολεμικής συναίνεσης (και στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία από τη δεκαετία του ’70) στην οποία συναντιόνταν τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, περιλαμβανομένων και των κομμουνιστικών. Στην Κεντροανατολική Ευρώπη όμως υπάρχει μια εντελώς διαφορετική πολιτική κουλτούρα της οποίας η κοινή βάση είναι η εναντίωση στον σοβιετικό ολοκληρωτισμό. Εμείς θέλουμε να συντηρήσουμε τη μνήμη στο Μακρονήσι και στη Γυάρο. Εκείνοι κάνουν μουσεία για τα Γκούλακ και τα στρατόπεδα στη Σιβηρία. Ομοιες ιστορίες βασάνων και πένθους, με διαφορετικό πολιτικό πρόσημο όμως.
Και δεν είναι χωρίς τρέχουσες πολιτικές συνέπειες αυτές οι ιστορίες. Το πρόβλημα των ρωσικών μειονοτήτων στις βαλτικές δημοκρατίες, που μετρούν ποσοστά της τάξης του 30% και 40%, είναι ένα από αυτά. Οι Ρώσοι είναι πολίτες χωρίς δικαιώματα. Ούτε η γλώσσα τους έχει επίσημο στάτους. H διάκριση άλλωστε σε αυτούς που ήταν εγκατεστημένοι εκεί πριν από το 1940 και σε αυτούς που ήλθαν μετά το 1945 παραπέμπει σε ιδεολογίες που στην υπόλοιπη Ευρώπη θεωρούμε ξεπερασμένες και επικίνδυνες.
Τελικά στις χώρες αυτές καταλαβαίνει κανείς τη διαφορετικότητα αλλά και την ευρυχωρία της Ευρώπης. Οι διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, χωρίς να επιβάλλουν την κυριαρχία της μιας ιστορικής αντίληψης πάνω στις άλλες, μπορούν να γίνουν ένα ενδιαφέρον εργαστήριο ιστορίας για τον χειρισμό των προβλημάτων του παρελθόντος και την ανανέωση της μάθησης της ιστορίας. Γιατί σήμερα το ζήτημα δεν είναι «τι ακριβώς συνέβη στο παρελθόν». Αυτό δεν φτάνει και δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς την προβληματική πώς ερμηνεύουμε, τι κάνουμε με αυτά που συνέβησαν, δηλαδή ο χειρισμός του ιστορικού παρελθόντος. Γι’ αυτό χρειάζεται να μαθαίνουμε την ιστορία των άλλων και να συγκρίνουμε τις εμπειρίες μας. Ας πάρουμε για παράδειγμα την Ελλάδα και τη Λεττονία. Εμείς βρεθήκαμε στο δυτικό, εκείνοι στο ανατολικό στρατόπεδο. Εμείς γνωρίσαμε τον κομμουνισμό ως κίνημα, εκείνοι ως καθεστώς. Αλλη η διάταξη θυτών και θυμάτων σε μας, άλλη σ’ αυτούς. Αν διδάξουμε τις δύο εμπειρίες μαζί, τότε εμείς έχουμε να μάθουμε από τους Λεττονούς και εκείνοι από μας. Εμείς δηλαδή μπορούμε να κατανοήσουμε μέσα από τη σύγκριση καλύτερα την ελληνική εμπειρία, και εκείνοι τη λεττονική. Αλλωστε, η συνάντησή μας εκεί κατέληξε ότι «μέσα από τη σύγκριση και την αλληλόδραση διαφορετικών εθνικών οπτικών, οι σπουδαστές,οι δάσκαλοι και γενικότερα οι πολίτες μπορούν να αποκτήσουν μια κριτική ματιά σε ζητήματα τα οποία προηγουμένως δέχονταν απροβλημάτιστα. Μπορούμε δηλαδή να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο, αν μπορούμε να καταλάβουμε πώς ο καθένας φιλοτέχνησε το ιστορικό του πορτραίτο». Με αυτό τον τρόπο άλλωστε οι ιστορικοί αποτελούν ενεργά υποκείμενα στις τρέχουσες διαδικασίες.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ στις 13/07/2003