Αναρωτιέται κανείς ύστερα από μισό και πλέον αιώνα αδιέξοδων εγχειρημάτων να αποκτήσουμε δημόσια τηλεόραση –πώς θα μπορούσαμε άλλωστε σε μια χώρα, όπου η αντίληψη περί «δημοσίου» έχει αναχθεί σε υπαρξιακό της ψυχόδραμα– αν έχει απομείνει η παραμικρή ελπίδα, ότι μπορεί κάτι τέτοιο να συμβεί στο άμεσο μέλλον ή και το απώτερο.
Δυστυχώς, το κλείσιμο της «αμαρτωλής» ΕΡΤ τον Ιούνιο του 2013, συνοδευόμενο από κυβερνητικές εξαγγελίες περί σύστασης ενός ολοκαίνουργιου, υγιούς, δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, ο οποίος θα λειτουργεί περίπου ως πρότυπο δημοκρατίας, το μόνο που κατάφερε ήταν να στερήσει το άλλοθι μέχρι τότε για τις «κακοδαιμονίες» του ΕΡΤικού συστήματος, ότι η κρατική τηλεόραση συστάθηκε επί χούντας, οπότε συντηρεί στρεβλώσεις ενός προπαγανδιστικού μηχανισμού.
Ας είμαστε ειλικρινείς, ουδείς πίστεψε ότι μπορεί μια ΝΕΡΙΤ να φέρει την άνοιξη. Ούτε ο νομοθέτης, ο οποίος πρόβλεψε πολύπλοκους και δυσεφάρμοστους κανόνες επιλογής της διοίκησής της, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει συνθήκες αξιοπιστίας. Πρόβλεψε απλώς μεταβατικό στάδιο, ελάχιστου χρόνου, ενός μόλις, για προσωρινή διοίκηση επιλεγμένη από το κυβερνών σχήμα, αλλά επιφορτισμένη με το κολοσσιαίο έργο να διαμορφώσει το αρχιτεκτονικό σχέδιο λειτουργίας της νέας δημόσιας τηλεόρασης. Που σημαίνει δι’ αυτού να θέσει τα θεμέλια για τη δημιουργία φρέσκων αντιλήψεων σε μια ολόκληρη αγορά επαγγελματιών, από δημοσιογράφους μέχρι παραγωγούς, από σκηνοθέτες μέχρι κλητήρες, απαλλαγμένων ως διά μαγείας από το παρελθόν της «πελατείας», των διασυνδέσεων, των κολλητών, των συγγενών, της «παρέας» κ.λπ., κ.λπ.
Ναι, έγιναν προσπάθειες να εφαρμοστούν αδιάβλητοι κανόνες επιλογής προσώπων. Αποδείχθηκαν και αυτοί ανεδαφικοί σε έναν τόπο, ο οποίος σπαράζει από κρίση αξιών και πλήρη απουσία υγιούς παραδείγματος ειδικώς στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης. Αποτέλεσμα, πλήθος καταγγελίες, υπαναχωρήσεις, προχειρότητες με άλλοθι το «να λειτουργήσει η ΝΕΡΙΤ, και στη συνέχεια θα γίνουν οι καλές διορθώσεις». Αποτέλεσμα, παραιτήσεις μετά καταγγελιών (για παρεμβάσεις στο έργο τους) των δύο κατά σειρά προέδρων, οι οποίοι ανέλαβαν να θέσουν τα θεμέλια του «υγιούς παραδείγματος», που λέγαμε. Προστέθηκαν και αυτοί στον μακρύ κατάλογο των παραιτηθέντων προέδρων της κρατικής τηλεόρασης. Απλή απόδειξη μηδενικής προόδου.
Δυστυχώς η έλλειψη ειλικρίνειας, κληρονομιά της μεταπολιτευτικής θολούρας ως προς τις αξίες της δημοκρατίας και τα μέσα που τις υπηρετούν στα σύγχρονα κράτη, δεν επέτρεψε να μάθουμε ποτέ τι ακριβώς είναι η τηλεόραση. Ούτε «ελευθερία» ευαγγελίζεται ούτε άλλα παρόμοια επικά με τα οποία προαναγγελλόταν η έλευση της ιδιωτικής, αλλά είναι σε κάθε περίπτωση ο καθρέφτης της ποιότητας της δημοκρατίας της.
Τηλεόραση επίσης σημαίνει πρόγραμμα, κυρίως ψυχαγωγικό, του οποίου την αισθητική και την ποιότητα υπαγορεύουν σαφείς προδιαγραφές, διαφορετικές για τη δημόσια από εκείνες της ιδιωτικής, αλλά σε άμεση σχέση με την πραγματικότητα, τη γλώσσα, τις αξίες και τα οράματα προόδου της κοινωνίας στην οποία απευθύνονται.
Οι συγκρίσεις είναι πικρές, αλλά δεν μπορούμε να τις αποφύγουμε προκειμένου να έχουμε ένα παράδειγμα για τον ρόλο μιας δημόσιας τηλεόρασης, και το καλύτερο παραμένει αυτό του BBC, χωρίς να είναι ιδανικό και εφαρμόσιμο ως προς τη δομή του σε μια χώρα όπως η δική μας. Αλλωστε, ούτε αυτό έχει γλιτώσει τους κλυδωνισμούς και τη σκληρή κριτική, με τον βρετανικό Τύπο να το αποθεώνει για παραγωγές όπως το «Sherlock» ή το «The hour» και να το καταγγέλλει για το «Dancing with the stars» ή ακόμη χειρότερα για σκάνδαλα τα οποία απέκρυψε κ.λπ. Ωστόσο, δεν τέθηκε σε αμφισβήτηση η ύπαρξή του από το 1922 οπότε ιδρύθηκε, η οποία τη δεκαετία του ’50 και με την άνοδο των μεσαίων στρωμάτων συμπληρώθηκε με την ίδρυση της εμπορικής ITV, προσανατολισμένης στην ανάπτυξη του καταναλωτισμού. Διαμορφώθηκαν έτσι δύο τηλεοπτικοί πόλοι, ο ένας με κέντρο βάρους τον πολιτισμό και τη συντήρηση των βρετανικών αξιών και ο άλλος τη διεύρυνση της αγοράς, και οι δύο οργανωμένοι να υπακούουν σε μια αντίληψη τηλεόρασης, η οποία υπηρετεί το εθνικό μοντέλο σταθερότητας. Αυτή ακριβώς η σταθερότητα ως προς τον ρόλο και τους στόχους του BBC διαμόρφωσε και κανόνες λειτουργίας, η σπουδαιότερη σημασία των οποίων είναι ότι καθιστούν σαφές στους Βρετανούς πολίτες πότε συμβαίνει και ποια είναι η παράβαση. Με άλλα λόγια, διαμόρφωσε τηλεοπτική παιδεία για τους Βρετανούς.
Για ποια δημόσια τηλεόραση να μιλήσουμε επομένως σε μια χώρα όπου ουδείς νόμος και κανόνας εφαρμόστηκε ούτε καν για τη λειτουργία της ιδιωτικής, ενώ η περίφημη ανεξάρτητη αρχή ελέγχου της, το ΕΣΡ, επίσης λειτουργεί στα ακραία όρια της νομιμότητας, αφού οι θητείες των μελών παίρνουν διαρκείς παρατάσεις. Και όχι μόνον, αλλά ένα εξ αυτών –ποιο άραγε θα έχει την απαραίτητη νομιμοποίηση;– θα συμμετέχει στην τριμελή επιτροπή που θα εισηγείται το όνομα του προέδρου στο Εποπτικό Συμβούλιο, με βάση την τροπολογία για τη ΝΕΡΙΤ, που μόλις ψηφίστηκε.