Ποιος φταίει τελικά;

Δημήτρης Τσιόδρας 09 Ιαν 2018

Για να μπορείς να δώσεις λύση σε ένα πρόβλημα πρέπει να διαγνώσεις σωστά τις αιτίες που το δημιούργησαν. Στην Ελλάδα διανύουμε τον ένατο μνημονιακό χρόνο κι ακόμη αναζητούμε τους λόγους που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία το 2010. Το έγγραφο των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος  με ημερομηνία 6 Οκτωβρίου 2009, δύο μέρες μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ που δημοσίευσε “η Καθημερινή”, δεν αφήνει αμφιβολίες.

«Με βάση τα έως τώρα στοιχεία και τις εξελίξεις, καθώς και τις διαφαινόμενες προοπτικές, ευρισκόμεθα ενώπιον ενός πρωτοφανούς δημοσιονομικού εκτροχιασμού, ο οποίος δεν δικαιολογείται, παρά μόνο σε πολύ μικρό βαθμό, από την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Είναι δε απολύτως βέβαιο ότι η παρούσα δημοσιονομική θέση της χώρας δεν είναι διατηρήσιμη», αναφέρεται ενώ στη συνέχεια διατυπώνεται με σαφήνεια ότι “με βάση τις ως άνω εξελίξεις, το ταμειακό έλλειμμα της κεντρικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι σε ετήσια βάση θα διαμορφωθεί μεταξύ 30 και 35 δισεκ. ευρώ, ή 12,0% με 14,0% του ΑΕΠ».

Το προφανές όμως ακόμη και τώρα αμφισβητείται και ο τότε  επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, Α.Γεωργίου τρέχει ακόμη στα δικαστήρια. Μια διαφορετική ανάγνωση της πραγματικότητας βόλευε και βολεύει πολλούς που ακόμη και σήμερα επιμένουν ότι τα μνημόνια έφεραν την κρίση κι όχι η κρίση έφερε τα μνημόνια. Η κυρίαρχη αντίληψη της “αντιμνημονιακής εποχής” ήταν ότι η είσοδος της χώρας στα μνημόνια οφειλόταν σε σχέδιο προκειμένου η Ελλάδα να παραδοθεί στους ξένους που θέλουν να “μας αγοράσουν τζάμπα”.  

Συμπλήρωμα των παραπάνω ήταν οι θεωρίες περι χρημάτων που μας προσφέρονταν αφειδώς  από την Κίνα και τη Ρωσία αλλά εμείς δεν τα παίρναμε, ότι η κρίση ήταν αμιγώς ευρωπαϊκή κι όχι ελληνική κλπ. Πίσω από την συσκότιση της πραγματικότητας κρύβονταν κάθε είδους σκοπιμότητες. Η ΝΔ ήθελε να αποκρύψει τις τεράστιες ευθύνες της για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό γι΄αυτό έριχνε όλες τις ευθύνες στον Γ.Παπανδρέου. Ακόμη και τώρα στελέχη της προσπαθούν να αναιρέσουν την πραγματικότητα.

Το ΠΑΣΟΚ που κλήθηκε με τεράστιο κόστος να σηκώσει το βάρος της κρίσης και να πάρει επώδυνες αποφάσεις για να μην οδηγηθεί η χώρα σε άτακτη χρεοκοπία, μιλούσε σωστά για τις ευθύνες της ΝΔ, λιγότερο όμως για το σαθρό παραγωγικό μοντέλο της χώρας, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και την ελλιπή προετοιμασία για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της εποχής του ευρώ που είναι διαχρονικά προβλήματα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, άφησε στην άκρη το κοστούμι της ανανεωτικής αριστεράς και φόρεσε εκείνο του εθνικολαϊκισμού σε σημείο που να συναντήσει τον Π.Καμμένο. Λαϊκιστές δημοσιογράφοι παρείχαν απλόχερα βήμα έκφρασης σε κάθε έναν που πουλούσε ελπίδα κι εύκολες λύσεις “με την οκά”. Φωνές ορθολογισμού χάνονταν μέσα στους αλαλαγμούς των υπερπατριωτών και διάφοροι απίθανοι τύποι (κάποιοι σήμερα στο περιθώριο κι άλλοι σε υπουργικές καρέκλες) ύψωναν τη σημαία του αγώνα απέναντι στους ξένους και τους “γερμανοτσολιάδες”. Μέχρι πρόσφατα ο ΣΥΡΙΖΑ μιλούσε για “τρόϊκα εσωτερικού”.

Όλα αυτά φαντάζουν μακρινά. Ο κ.Τσίπρας έγινε ο πιστότερος εφαρμοστής των μνημονίων, ο κόσμος δεν γεμίζει τις πλατείες κι όσοι έχουν απομείνει να φωνάζουν τα συνθήματα της αντιμνημονιακής εποχής έχουν γίνει γραφικές φιγούρες. Μια από τις υπηρεσίες του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι στα χέρια του απαξιώθηκαν όλα τα αντιμνημονιακά συνθήματα και οι διάφορες ανεδαφικές θεωρίες. Αυτό σημαίνει ότι αντιληφθήκαμε και τις αιτίες της κρίσης; Δύσκολο να το πει κανείς. ‘Eρευνα της διαΝΕΟσις που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2017 δείχνει ότι 8 στους 10 Έλληνες πιστεύουν ότι «υπάρχουν μυστικές οργανώσεις που δρουν στο παρασκήνιο και κινούν τα νήματα». Ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι ότι 26,5% των συμπολιτών μας πιστεύουν πως τα ίχνη που αφήνουν τα αεροπλάνα στον ουρανό είναι «αέρια ψεκασμού».  Ενώ ο κ.Τσίπρας έχει γίνει το αγαπημένο παιδί των ευρωπαίων, μόλις πρόσφατα η σύζυγός του σε συνέντευξή της, τους χαρακτήριζε “δυνάστες” και μιλούσε για “φασιστική μπότα”.

Παρά την πολύχρονη ταλαιπωρία τουλάχιστον έχει διαμορφωθεί ένα μίνιμουμ συναίνεσης ότι ο μόνος δρόμος ήταν αυτός που ακολουθήθηκε τελικά από όλους. Για να μπορέσουμε όμως να κάνουμε τις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται η χώρα προκειμένου να ανακτήσει το χαμένο έδαφος,πρέπει τουλάχιστον οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις να συμφωνήσουν και για τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων. Διαφορετικά θα κατευθύνουν τους πολίτες σε λάθος δρόμο και θα στρώνουν το έδαφος για νέες “εθνικές αυταπάτες”.

thetoc.gr