Ποιος φοβάται την Κριστίν Λαγκάρντ

Ανδρέας Γιάνναρος 21 Ιαν 2013

Πριν λίγες ημέρες ήρθε στην δημοσιότητα η έκθεση του Δ.Ν.Τ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στην οποία αν και γίνεται λόγος για πρόοδο όσον αφορά την δημιουργία

πρωτογενού πλεονάσματος, επισημαίνονται μια σειρά από αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν ώστε να αποτραπούν νέα μέτρα. Μερικές από αυτές είναι οι ιδιωτικοποιήσεις και μάλιστα με επικεφαλής ξένους τεχνοκράτες, η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος στην προσπάθεια συλλογής φόρων και η αντίθεση στην φορολογική αμνηστία, το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, η άρση των γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων(όπως οι

πολλαπλές άδειες) για την ανάπτυξη, η ορθή μεταφορά μείωσης του μισθολογικού κόστους στις τιμές των προϊόντων, καθώς και οι στοχευμένες απολύσεις στο δημόσιο(όχι όμως με εθελούσια έξοδο και προστατεύοντας τους κομματικούς στρατούς).

Θα περίμενε κανείς από τις πολιτικές δυνάμεις, κυρίως από αυτές που κυβερνάνε να μην υποκύψουν και πάλι σε ερμηνείες ότι απειλείται η κοινωνική συνοχή από την Τρόικα, ότι νέα μέτρα ζητούνται κ.τ.λ.π, αλλά να αξιολογήσουν τις

προτασεις αυτές, διαμορφώνοντας ένα εθνικό σχέδιο διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων στις οποίες θα συνυπάρχει η τεχνογωσία και ο τεχνοκρατισμός των προτάεων του Δ.Ν.Τ.

Και όμως από τις αντιδράσεις τους φανερώνεται για ακόμα μια φορά ζήτημα στρατηγικής και πολιτικής διαχείρισης των εξελίξεων. Έτσι ενώ γίνεται λόγος για διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ακόμα να κλείσουν άχρηστοι δημόσιοι οργανισμοί και να συγχωνευθούν χιλιάδες φορείς του δημοσίου, ενώ ακούμε για αποκρατικοποιήσεις που θα

αποφέρουν έσοδα και θέσεις εργασίας και μελέτη για αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, διαβάζουμε για εναλλαγές διοικητών στις ΔΕΚΟ και για διορισμούς ημετέρων, ενώ γίνεται λόγος για μείωση του δημοσίου και αξιολόγηση των υπαλλήλων, υιοθετήθηκε η κινητικότητα που κανείς δεν ξέρει πως και σε ποιους θα εφαρμοστεί, ενώ οι μισθοί έχουν υποστεί σημαντικές μειώσεις που το ίδιο το Δ.Ν.Τ παραδέχεται, ακόμα να τεθούν σε έλεγχο οι τιμές των προϊόντων και να σπάσουν τα καρτέλ της αγοράς, ενώ γίνεται αναφορά για ένα δίκαιο και απλό φορολογικό

σύστημα όπου θα παταχθεί η παραοικονομία, οι φόροι αυξάνονται, οι συνεπείς φορολογούμενοι τιμωρούνται, οι επιχειρήσεις πνίγονται και αυτοί που την γλιτώνουν είναι ο συνεπείς φοροφυγάδες, ενώ γίνεται λόγος για άρση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς για την προσέλκυση επενδύσεων, ακόμα να θεσπιστεί ένα σύγχρονο πλαίσιο φιλικό προς τις επενδύσεις με αποτέλεσμα να διαβάζουμε για φυγή και όχι είσοδο κεφαλαίων.

Όλα αυτά λοιπόν δείχνουν ότι παρά τις θυσίες των πολιτών και την αυστηρή λιτότητα που μέχρι τώρα εφαρμόζεται,

ακόμα η διέξοδος από την κρίση δεν έχει επιτευχθεί, γι? αυτό και η κυβέρνηση βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, ή θα ξεκόψει μια και καλή με το πελατειακό κράτος και με τις πρακτικές που αυτές το συντηρούν(διορισμοί, προστασία συντεχνιών) και θα στραφεί στην οικονομία της παραγωγής και στην προστασία των κοινωνικά αδυνάτων ή θα επιμείνει σε μια λογική ανακατανομής της κομματικής πίττας, επιδερμικής εφαρμογής του μνημονίου(των περικοπών) και εξόντωσης, λόγω της ακινησίας, χιλιάδων πολιτών.

Μετά το πακέτο διάσωσης και το φιάσκο της λίστας Λαγκάρντ, ένα είναι σίγουρο, ότι η κυβερνητική συνοχή δεν απειλείται από κάνεναν άλλον, πλην της ίδιας της πολιτικής της και το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο και ο λαϊκισμός θα συντηρούνται, όσο αδυνατεί να επεξεργαστεί ένα ηγεμονικό και πειστικό σχέδιο για την κοινωνία. Και όσο δεν το κάνει, η έκθεση Λαγκάρντ θα αυξάνει τις ανησυχίες της, όχι όμως και των πολιτών στο όνομα της οποίας ίσως να βρήκαν τον δικό τους σύμμαχο.