Ποιος είπε φούντο; Ψέματα!

dimart 11 Ιαν 2017

Σαν σήμερα, στις 11 Ιανουαρίου 1910, γεννήθηκε ο αγαπημένος ποιητής των ναυτικών, Νίκος Καββαδίας.

Στο αφιέρωμα του dim/art, ο Γιώργος Ζεβελάκης γράφει για τη Fata Morgana· επίσης, ανθολογεί και παρουσιάζει κείμενα του ποιητή στο Πειραϊκόν Βήμα το 1932, για τα πρώτα του ταξίδια στη Μεσόγειο· ακόμα, η Άννα Χατζηγιαννάκη παίρνει μια (σχεδόν) φανταστική συνέντευξη του Νίκου Καββαδία (μέσα από τα γραπτά του), η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Ε» στις 23 Φεβρουαρίου 1992. Τέλος, αναδημοσιεύουμε αναλυτικό χρονολόγιο για τη ζωή και το έργο του Καββαδία από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και ηχητικό ντοκουμέντο με τον ποιητή να διαβάζει τη Fata Morgana.

Fata Morgana, ένα ερωτικόν ποίημα

—του Γιώργου Ζεβελάκη—

Συνέδεσα τη σημερινή επέτειο της γέννησης του Νίκου Καββαδία στο μακρινό Χαρμπίν της Μαντζουρίας το 1910 με το αφιερωμένο στη Θεανώ Σουνά ποίημα. Γράφτηκε πάνω στο m/s Aquarius, σε ένα από τα τελευταία ταξίδια του ποιητή στη Μεσόγειο, το καλοκαίρι του 1974.

Το οπτικό φαινόμενο Fata Morgana, ένα είδος αντικατοπτρισμού, είδα να περιγράφεται στο αριστουργηματικό διήγημα του Ιακώβου Πολυλά «Ένα μικρό λάθος», 1891. Σχηματίζεται «από τις ετοιμόσβυστες ακτίνες του ηλίου» σημειώνει ο μαθητής και εκδότης του έργου του Σολωμού, ο οποίος έτυχε να το παρατηρήσει «από το βουνό του Αγίου Θεοδώρου (Γαρούνας) εις το δυτικόν μέρος της νήσου (Ζακύνθου) όθεν φαίνεται η Αδριατική θάλασσα».

Το σχετικό απόσπασμα από το διήγημα:

«…Και τότε έξαφνα εις τον ασυννέφιαστον γύρον, όπου ανταμώνονται θάλασσα και ουρανός, εφανερώθηκαν σπίτια, εκκλησίες, κωδωνοστάσια, πύργοι όλα λεπτότατα, ως να είχε αυτού σηκωθεί θεόπλαστη παραθαλάσσια πολιτεία, να δώσει ζωή και όρια εις εκείνα τα έρημα και ατελεύτητα πλάτη της θαλάσσης».

Η Fata Morgana ως οπτικό φαινόμενο παρατηρείται συχνά στη Σικελία, στα στενά που χωρίζουν το νησί από την απέναντι ακτή της Καλαβρίας· μυθολογικά επίσης συνδέεται με την περιοχή: Η Fata Morgana είναι η ιταλική εκδοχή της Morgan La Fey, της ετεροθαλούς αδελφής του Βασιλιά Αρθούρου, μάγισσας και «βασίλισσας των νεραϊδών της θάλασσας» (la mestresse des fees de la mer salee). Το φαινόμενο της οφθαλμαπάτης και του αντικατοπτρισμού ενέπνευσε και τον Henry Wadsworth Longfellow, ο οποίος το 1873 δημοσίευσε ένα ποίημα με τον τίτλο Fata Morgana, αν και αναφέρεται μάλλον στο αντίστοιχο αλλά πιο περιορισμένο σε έκταση φαινόμενο των αντικατοπτρισμών στην έρημο:

Fata Morgana

O sweet illusions of song
That tempt me everywhere,
In the lonely fields, and the throng
Of the crowded thoroughfare!

I approach and ye vanish away,
I grasp you, and ye are gone;
But ever by night and by day,
The melody soundeth on.

As the weary traveler sees
In desert or prairie vast,
Blue lakes, overhung with trees
That a pleasant shadow cast;

Fair towns with turrets high,
And shining roofs of gold,
That vanish as he draws nigh,
Like mists together rolled —

So I wander and wander along,
And forever before me gleams
The shining city of song,
In the beautiful land of dreams.

But when I would enter the gate
Of that golden atmosphere,
It is gone, and I wonder and wait
For the vision to reappear.

https://www.youtube.com/watch?v=g9iiK7q2RC4

Πριν πετάξουν τα μαραμπού

—Επιμέλεια-Αρχείο: Γιώργος Ζεβελάκης—

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 10 Φεβρουαρίου 1975, πέθανε στη στεριά, στα εξήντα πέντε του χρόνια, ο Νίκος Καββαδίας. Ολιγογράφος ποιητής, αναγνωρίστηκε αμέσως με την πρώτη του κιόλας συλλογή «Μαραμπού», το 1933. Τον προηγούμενο χρόνο, το 1932, είχε μια αξιόλογη δημοσιογραφική δραστηριότητα με ταξιδιωτικά κείμενα στην εφημερίδα «Πειραϊκόν Βήμα», που παρέμεναν μέχρι πριν λίγα χρόνια αθησαύριστα. Από αυτά επιλέξαμε αυτοτελή αποσπάσματα που μπορούν να θεωρηθούν και πρώτη ύλη των ποιημάτων του. Ολόκληρα τα κείμενα περιλήφθηκαν στο βιβλίο: Νίκος Καββαδίας, Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, Εκδόσεις Άγρα, 2005.

ΠΟΡΤ-ΣΑΪΤ

Είναι μερικές πολιτείες που βλέποντάς τες από το καράβι μονάχα τις καταλαβαίνεις και τις αγαπάς τόσο, σαν να ‘χες ζήσει χρόνια σε δαύτες και θυμάσαι πάντα κάτι μικρολεπτομέρειες που όπου αλλού κι αν σου τύχαιναν δεν θα ‘δινες καμιά σημασία… Στο Πορτ-Σάιτ δεν εβγήκα έξω καθόλου. Έμεινα πολλές ώρες κοιτάζοντας το βάθος του Καναλιού, προς το μέρος της Ερυθράς, οραματιζόμενος με θαμπωμένα τα μάτια, απ’ τον ήλιο, λιμάνια. Κι όταν εβράδιασε κι άκουσα το βίρα της άγκυρας, μου φάνηκε πως ήμουνα ο ταπεινός ήρωας του παραμυθιού, που έμεινε μέρες μπροστά στην ανοικτή πόρτα ενός μαγεμένου περιβολιού οσφραινόμενος μόνο το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών κι ακούγοντας το κελάδημα πουλιών που δεν έβλεπε μη μπορώντας να μπει, γιατί τον είχαν δεμένο.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Πηγαίνοντας στην Αλεξάνδρεια ήθελα να πραγματοποιήσω κι ένα παλιό όνειρό μου, που πολλές φορές με βασάνισε. Να γνωρίσω τον ποιητή που έχει συνδέσει το μυστήριό του με το μυστήριο της ηδονικής πόλεως, τον ΚΠ. Καβάφη. Πέρασα πολλές φορές από το σπίτι που μου είπαν πως κάθεται και τον οραματίστηκα σκυμμένον να γράφει στο σκοτεινό του δωμάτιο. Όμως δεν πήγα. Πρέπει ν’ αφήνει κανείς μιαν επιθυμία του ανεκπλήρωτη. Πρέπει κανείς να αφήνει κάτι τι να τον βασανίζει…

ΜΑΡΣΙΛΙΑ

Οι ζητιάνοι της Μασσαλίας είναι οι πιο αξιοπρεπείς επαγγελματίαι του είδους αυτού απ’ όσους είδα. Γέροι σχεδόν όλοι φορούν καπέλο πομπέ, ρενδικότα κατακίτρινη από την πολυκαιρία και φοκόλ με αμφίβολο χρώμα. Δεν  απλώνουν το χέρι ποτέ. Έχουνε δίπλα τους ένα μικρό ντενεκεδένιο κουτάκι, και μόλις ηχήσει μέσα του κάτι, υποκλίνονται με μια φινέτσα που την έχουν μόνον οι Γάλλοι. Η Μασσαλία δεν έχει καμιά συγγένεια με το Παρίσι. Είναι  μια πολιτεία γιομάτη ναυτικούς, απαλλαγμένη από μάταιες επιδείξεις και παραδοξότητες. Είναι μια εύθυμη πολιτεία, χωρίς μυστικά, που αφήνοντάς την κανείς, αισθάνεται μέσα του κάτι κενό, που μπορεί να τον κάνει να κλάψει, σαν όταν εγκαταλείπει άθελά του μια αγαπημένη γυναίκα.

ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ

Υπάρχουνε μερικές μικρές πολιτείες μέσα στην Αδριατική ή σε βορειότερα μέρη, χωρίς καμιά κίνηση και δίχως ζωή. Είναι ως επί το πλείστον χτισμένες στο βάθος μακριών κόλπων και βλέπουν απέναντί τους μονάχα βουνά, να υψώνονται πένθιμα ή απειλητικά. Οι κάτοικοί τους μοιάζουν πάντα σαν νυσταγμένοι ή σαν υπνοβάτες που ζούνε μια ζωή απελπιστικά ταχτική και μονότονη, ρυθμισμένη, θα ‘λεγε κανείς, με το μεγάλο ρολόι που υψώνει το τετραγωνικό ανάστημά του στη μέση της πόλης τους και προπέμπει το χρόνο που φεύγει με βαριά διακεκομμένα χτυπήματα που μοιάζουν με πένθιμη κωδωνοκρουσία. Μια τέτοια πολιτεία είναι και η πρωτεύουσα της Κεφαλληνίας.

ΣΤΡΟΜΠΟΛΙ

Ο Όμηρος στην Οδύσσειά του αναφέρει περί Αιολίης νήσου πλωτής η οποία ήταν τριγυρισμένη από ένα χάλκινο τείχος μέσα στο οποίο βρίσκονταν όλοι οι αγέρηδες κλεισμένοι σε έναν ασκό. Λένε ότι γράφοντας γι’ αυτό το νησί είχεν υπ’ όψη του το Στρόμπολι, από το οποίο έλαβαν όλες οι άλλες νησίδες τα’ όνομα «Αιολίαι».

ΚΑΠΟ ΝΤΙ ΦΑΡΟ

Το Κάπο ντι Φάρο είναι η Χάρυβδις της Μυθολογίας. Απέναντί του, σε μεγάλη απόσταση, φαίνεται το Καλαβρέζικο χωριό Σκύλλα. Τα ρέματα που είναι μεταξύ αυτών των δύο μεριών είναι χειρότερα του στενού της Μεσσήνης, και γι’ αυτό η Μυθολογία τοποθετεί εκεί ένα από τα ναυάγια του θρυλικού Οδυσσέα. Αυτή τη μικρή πολιτεία, τη γεμάτη άλμη και υγρασία, που την είδα πολλές φορές περνώντας να λιάζεται τα καλοκαίρια και να περιβρέχεται από κύματα το χειμώνα, και που ποτέ σ’ αυτήν δεν εβγήκα, την σκέφτομαι πολλές φορές τα χειμωνιάτικα βράδια όταν πέφτω σ’ ένα κρεβάτι που δεν κλυδωνίζεται.

 ***

Τραβέρσο στην Αχερουσία

—της Άννας Χατζηγιαννάκη—

Πιστεύετε σε κάποιο Θεό;

Ναι, στο φιλότιμο, στην καλοσύνη και στη μπέσα.

Τι σκεφτόσασταν τότε, στο αλβανικό μέτωπο, πλάι στο θάνατο, μέσα στη λάσπη;

Σκεφτόμουνα τη θάλασσα, τη σιγουριά της, το γιατί ποτέ δεν τη φοβήθηκα. Να πνίγεσαι στη θάλασσα, μουρμούριζα, είναι φυσικό. Στη στεριά είναι κάτι που ‘χει μέσα του μπαμπεσιά. Ένιωθα την ατίμωση ενός θανάτου από γλυκό νερό μέσα στη λάσπη.

Τι φοβηθήκατε περισσότερο στη ζωή σας;

Τίποτα δε φοβήθηκα τόσα χρόνια που ταξιδεύω, όσο κείνο το βράχο, που στις μαύρες καταραμένες ρίζες του παίζουνε τα Κεφαλονιτάκια κρυφτό. Σε ηλικία 19 χρονών μπάρκαρε με φορτηγό. Από τότε, δεν σταμάτησε να ταξιδεύει, μέχρι το τέλος, για 46 ολόκληρα χρόνια.

Περιγράψτε την καμπίνα σας, πώς ήταν;

Χαμηλοτάβανη, στενόμακρη. Μια κουκέτα ξέστρωτη. Ένα λαβομάνο λερωμένο κι από κάτω ένα μπουγέλο γιομάτο θολό νερό. Ένα τραπέζι κολλημένο στον μπουλμέ φορτωμένο βιβλία, παλιόχαρτα, κουτιά σπίρτα, ένα παλιό πορτοφόλι, μια κινέζικη ταμπακιέρα και σκόρπια τσιγάρα. Από τη μια άκρη ως την άλλη, σ’ ένα τεντωμένο σκοινάκι, κρεμόταν ένα σώβρακο κακοπλυμένο, μια φανέλλα κι ένα ζευγάρι κάλτσες.

Αγαπούσατε πολύ τη ζωγραφική. Πηγαίνατε στα μουσεία;

Είκοσι χρόνια έφαγα για να βρω το μυστικό του Cezzane. Αυγή, μεσημέρι, δειλινό. Στο Aix, στο Vallon des Lauriers, στο Estaque. Μην γελάσεις. Αν τολμήσεις, θα σου σπάσω το κεφάλι με τούτη την πένσα.

Ναυτικός, ποιητής, λάτρης της ζωγραφικής και του βιβλίου. Ξέρατε απέξω όλη την ιταλική όπερα και την τραγουδούσατε, αν και φάλτσος. Πως εξηγείτε αυτό που λέμε «δημιουργία»;

Ένας μέτριος ζωγράφος μπορεί να μας εξηγήσει με λόγια πως δουλεύει. Ένας δημιουργός ποτέ.

Γιατί;

Είναι μεθυσμένος. Τότε μπορεί να πάρει στα χέρια του ένα χαρτί, ένα αδειανό πακέτο τσιγάρα, ένα μαντήλι, να το παιδέψει για λίγη ώρα συζητώντας, να το στραπατσάρει —με τον τρόπο του— και να τ’ αφήσει. Αν αυτός που τα βρει έχει όραση, θα νοιώσει την πνοή, θα χαρεί τη φόρμα. Αν όχι, θα τα πετάξει στα σκουπίδια. Με καταλαβαίνεις; Στο ένα του μπράτσο τατουάζ μια γοργόνα, στο άλλο ένα φανάρι-Hotel. Από ‘κείνα τα φανάρια που ξαγρυπνάνε στα λιμάνια με κόκκινο φως.

Γράψατε για τις γυναίκες των λιμανιών, αλλά και για κάτι κορίτσια αγνά απρόσιτα, σαν εκείνο στο «Μαραμπού», που «άνθος έμοιαζε αλπικό» σαν την ορφανή Μυτιληνιά στη «Βάρδια». Κορίτσια που βρέθηκαν στο τέλος πόρνες στα λιμάνια. Μου φαίνεται ότι θέλετε να εξιλεώσετε τις πόρνες.

Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου, τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες; Βάζουν απάνω τους σακατεμένους, στραβούς, καμπούρηδες, κείνους που βρωμάνε αγιάτρευτα, πούχουν μοτάρια στο κορμί τους, τρελούς, όλους όσους δε βρίσκεται καμιά γυναίκα να τους χαϊδέψει. Ζουν στο μπορντέλο. Τις λέμε δημόσιες. Τις άλλες πού ‘ναι απόξω, πώς πρέπει να τις φωνάζουμε; Βρες μου τη λέξη.

Αλήθεια, τι σημαίνει για σας «γυναίκα»;

Οι γυναίκες. Δεκατεσσάρω χρονώ. Κι αυτές που θα γίνουν κατόπι οι χειρότερες πόρνες, κι αυτές που θα κυλιστούνε σε βρώμικα σεντόνια, στους δρόμους, στα πάρκα… και κείνες που δεν κυλιστήκανε και δεν είναι πια δεκατεσσάρω, που δεν θα πέσουνε ποτέ τους με άντρες, που δεν θα σκεφθούνε τη μοιχεία, το δόλο, την προδοσία, που δεν θα λερωθούνε ποτέ τους, είναι άγιες όλες, ευλογημένες.

Πως ήταν η ζωή στα ταξίδια;

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει, χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει, κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να γυρίζει «ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;»

Είπανε ότι ωραιοποιήσατε τη ζωή του ναυτικού.

Άκου, λοιπόν κυρά μου… Την άλλη μέρα πας στο Σωματείο και μπαίνεις τελευταίος κάτου από διακόσιους που περιμένουνε μπάρκο. Δουλεμένος σου λέει ο άλλος. Σκατά. Σου ‘μειναν τρεις κι εξήντα. Ο ξέμπαρκος είναι ένα σκουπίδι. Γίνεται την άλλη μέρα. Μόλις αλαργέψει ένα μίλι από τη θάλασσα. Κάθεσαι μήνες στο παγκάκι κανενός κήπου και λυώνεις το βρακί σου. Κόβεις το τσιγάρο μισό. Τον καφέ ολάκαιρο. Σου μένει το κομπολόι. Σπάει κι αυτό και χάνεις τις μισές χάντρες. Καλύτερα σε ξένο τόπο χωρίς δουλειά. Να μη σε βλέπουν οι γνωστοί και κουνάνε το κεφάλι. Να μη σε βαρεθούν οι δικοί σου. ‘Ερχεται η μέρα να φύγεις. Έχεις αποκάμει ν’ ανεβοκατεβαίνεις σκάλες. Παίρνεις ένα χαρτί και τότε αρχινάει το μαρτύριο. Σπίτι του Ναύτη, Αποδημία, Ασφάλεια, Γιατρός, Λιμεναρχείο… Θα με βρούνε σε τάξη; Νετάρεις. Παίρνεις την μπροστάντζα και πληρώνεις τα χρέη. Ανεβαίνεις την ανεμόσκαλα κι είσαι ψοφίμι. Σαλπάρεις. Ταξιδεύεις. Και ζεις πάντα με την αγωνία πως θα σε βγάλουνε. Λόξα, θα μου πεις. Μπορεί.

Πολλοί ναυτικοί διαλέγουνε αυτή τη δουλειά γιατί πληρώνονται καλά. Εσείς, τι σχέση είχατε με το χρήμα;

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει, έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά. Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά. Εμούτζωσε τη θάλασσα και τήνε κατουράει.

Γιατί τότε επιμένατε να ταξιδεύετε μέχρι το τέλος;

Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ‘καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια… Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε μ’ ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεββάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως, δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα.

Τι σας πρόσφερε τελικά η θάλασσα;

Άναψε στη γέφυρα το φως. Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος γέρος στραβομύτης και μεγάλος μα γιομάτος πείρα και σοφός. Ήτανε μια φορά που είχε ξεμπαρκάρει για λίγο. Σπίτι του ήταν το σπίτι της μοναδικής αδερφής του, στην Αθήνα. Η μοναχοκόρη της κρεμότανε πάνω του. Ν’ αρχίσει τις ιστορίες, τ’ αστεία. Ποτέ δεν τον θυμούνται θυμωμένο, εκτός από ‘κείνη τη φορά. «Θείε, εγώ θαυμάζω τους ανθρώπους με ταλέντο». «Ταλέντο, για να ξέρεις, είναι να είσαι άνθρωπος. Αυτό λέω εγώ ταλέντο». ήταν η μοναδική φορά που τον είχε δει θυμωμένο. Επειδή είχε χωρίσει στο παιδικό μυαλό της τα ανθρώπινα πλάσματα σε σπουδαία και λιγότερο σπουδαία, σε ταλαντούχα και μη…

Πώς είναι η ζωή στα λιμάνια;

…τη νύχτα μετοικούν οι Συμπληγάδες στα μπαρ του λιμανιού και στα μπορντέλα.

Στους δικούς σας δε γράφατε ποτέ για τις τρικυμίες και τους κινδύνους. Τι σκεφτόσασταν όταν το καράβι κινδύνευε;

Βλέπω συχνά στον ύπνο μου ένα άσπρο καρχαρία με περιμένει νηστικός η εγώ τον περιμένω;

Αλήθεια, φοβηθήκατε το θάνατο στη θάλασσα;

Καβούρια που μυρίζουνε βούρκο. Να ‘ναι τούτη η στερνή γυναίκα που πέφτω μαζί της; Πόσοι τόχουνε φοβηθεί… Δε φοβάμαι μόνον εγώ. Είναι κι άλλοι, μα δεν το μολογάνε. Το ‘χω διαβάσει στα μάτια τους. Άν περιμένεις να σου μιλήσουν οι θαλασσινοί, να σου ανοίξουν την καρδιά τους, πρόκοψες… Η αλήθεια γρουσουζεύει. Τη λέμε που και που μοναχοί, από μέσα μας και πάλι φοβόμαστε.

Και για το χωρισμό, τι λέτε;

Το χωρισμό τον προσωρινό ή τον αιώνιο;

Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός;

Ματώνει, δε σκοτώνει. Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.

Σημείωση: Τα αποσπάσματα-«απαντήσεις» του Ν. Καββαδία είναι από τα έργα του «Mαραμπού (1933), Πούσι (1947), Bάρδια (1954), Tραβέρσο (1975), Tου πολέμου – Στο άλογό μου (1987) και Λι (1988).

***

Χρονολόγιο

1910 

Γεννιέται στις 11 Ιανουαρίου στο παραποτάμιο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη του Χαρμπίν της Μαντζουρίας, ο Νίκος (Κόλιας) Καββαδίας, δευτερότοκος γιος του μεγαλέμπορου Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέας το γένος Αγγελάτου που κατάγονταν από την Κεφαλονιά. Είχε μια μεγαλύτερη αδελφή (Ευγενία-Τζένια) και δυο μικρότερους αδερφούς (Δημήτρη-Μίκια και Αργύρη). Ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο επιχείρηση εισαγωγών-εξαγωγών, με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.

1914
Εξαιτίας της επανάστασης στο Σετσουάν, η οικογένεια Καββαδία εγκαταλείπει την χώρα και με τον υπερσιβηρικό φτάνει μέσω Τουρκίας στην Ελλάδα για να εγκατασταθεί στο Αργοστόλι. Περνώντας από την Αθήνα θα καταλύσουν στο ξενοδοχείο «Διάνα» και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά θα παρακολουθήσουν για πρώτη φορά θέατρο, τα Παναθήναια με την Μαρίκα Κοτοπούλη. Στο Αργοστόλι θα γραφτούν στο νηπιαγωγείο της σχολής Ελένης Μαζαράκη «Παρθεναγωγείον αι Μούσαι».
Ο πατέρας επιστρέφει στη Ρωσία, τα ίχνη του χάνονται λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται αλλά τελικά διαφεύγει ακολουθώντας τα υπολείμματα του αντιμπολσεβίκου στρατηγού Βράνκελ. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1920 οικονομικά κατεστραμμένος και ψυχικά απροσάρμοστος. Αργότερα θα ανοίξει συνεταιρικά ένα μικρό εμπορικό κατάστημα στο Πασαλιμάνι, όπου συγκεντρώνονταν ρώσοι εμιγκρέδες: «Ο πατέρας μου… ο λαθρέμπορος του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίχτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα…», θα γράψει στη Βάρδια.

1921
Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει τον Μάρτιο στον Πειραιά, αρχικά στην οδό Φραγκιαδών (Φρεαττύδα) κι έπειτα στην οδό Βούλγαρη 118 (Πασαλιμάνι), όπου ο Νίκος θα τελειώσει το δημοτικό στη σχολή Saint Paul με συμμαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και τον π. Γιώργη Πηρουνάκη, και το Γυμνάσιο στο Παρθεναγωγείο των αδελφών Μπάρδη. Στο γυμνάσιο συμμαθητής του ήταν και ο γιος του Παύλου Νιρβάνα, Κώστας Αποστολίδης, ο οποίος θα τον φέρει σε επαφή με τον πατέρα του που θα του συμπεριφερθεί σαν ισότιμος φίλος και θα τον ενθαρρύνει στα πρώτα του βήματα. Κατ’ αναλογία προς το ψευδώνυμο του Νιρβάνα θα υιοθετήσει αργότερα και ο ίδιος το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας. Στα μαθητικά του χρόνια ασκείται στην πυγμαχία στο παλιό Γυμναστήριο του Πειραιά, που βρισκόταν απέναντι απ’ το μπακάλικο του πατέρα του, με τον πρωταθλητή Νίκο Μενεξή.

1922
Εκδίδει το μαθητικό τετρασέλιδο φυλλάδιο Σχολικός Σάτυρος (τρία τεύχη), με έμμετρα κείμενα γραμμένα από τον ίδιο. Συνεργάζεται με τη Διάπλαση των παίδων χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Ο μικρός ποιητής».

1927
Δημοσιεύει τους πρώτους στίχους του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας, ψευδώνυμο που θα κρατήσει ώς το 1930.

1928
Τελειώνει το γυμνάσιο και δίνει εξετάσεις για την Ιατρική Σχολή. Την ίδια χρονιά, όμως, ο πατέρας του αρρωσταίνει βαριά, γεγονός που τον υποχρεώνει ν’ αναλάβει τις οικονομικές ευθύνες της οικογένειας. Θα εργαστεί στο ναυτικό γραφείο Ζωγράφου που πρακτόρευε και τα βαπόρια των θείων του Γιαννουλάτων, αδελφών της μητέρας του, συνεχίζοντας, παράλληλα με τις «αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία», τη συνεργασία του με λογοτεχνικά περιοδικά. Γνωρίζεται με τους πνευματικούς ανθρώπους του Πειραιά και δημοσιεύει συνεργασίες στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, στον Διανοούμενο, στον Ρυθμό και στην εφημερίδα Πειραϊκό Βήμα.

1929
Τον Οκτώβριο πεθαίνει ο πατέρας του. Μπαρκάρει ναύτης στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος»: «Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους, εσύ το ίδιο. Εμένα μ’ άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά. Πιάσανε πολλοί πατριώτες μας καπετάνιοι να με συμβουλέψουνε. Άλλοι με κοροϊδεύανε και με δαχτυλοδείχνανε. Με πήρε το φιλότιμο. Ετοιμάστηκα να πάρω του τρίτου. Τότε συνάντησα έναν εφοπλιστή, ξάδελφο της μάνας μου. Ο μόνος άνθρωπος που με καταλάβαινε και με συγχωρούσε. Μου ?δινε πάντα δουλειά, χωρίς να με ρωτάει γιατί ταξιδεύω. Του τα ?πα. Να γίνεις μαρκονιστής, μου ?πε. Απο να σπάσουμε μια πλώρη, καλύτερα να τσακίσουμε έναν ασύρματο. Έπινα… καταλαβαίνεις…» (Βάρδια).

1930
Απ’ τη χρονιά αυτή ξεκινάει μια περίοδος διαρκών ταξιδιών ώς το 1936. Ο κόσμος της θάλασσας γίνεται η κύρια πηγή έμπνευσής του. Ταξιδεύει με το ατμόπλοιο «Πολικός» και στη συνέχεια με τα φορτηγά «Νίκη» (1931), «Ιόνιον» (1934), «Αντζουλέτα» (1934) και «Χαράλαμπος» (1936).

1932
Δημοσιεύεται το πρώτο πεζογράφημά του, «Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη» στο Πειραϊκόν Βήμα (φύλλα 1 και 2, στις 31 Ιανουαρίου και 7 Φεβρουαρίου αντίστοιχα), κείμενο τεχνικά άρτιο, στο οποίο εντοπίζονται πολλά βασικά θέματα της κατοπινής μυθολογίας του Καββαδία.

1933
Η οικογένεια Καββαδία εγκαθίσταται στην Αθήνα, σε μια διώροφη κατοικία στην οδό Κιμώλου 18 (Κυψέλη). Εκδίδεται σε 245 αντίτυπα από τις εκδόσεις «Κύκλος» η ποιητική συλλογή Μαραμπού, με εισαγωγικό σημείωμα του ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ. Η θετική παρουσίασή της στην πρώτη σελίδα της Πρωίας (15/12/1933) από τον δύσκολο στους επαίνους Φώτο Πολίτη θα κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: «Ο νέος αυτός ποιητής έχει πραγματικήν ανθρωπιά μέσα του. Και ξέρει να μεταδίδει και σ’ εμάς τις συγκινήσεις του. Μπορεί να εξελιχτεί ποιητικά, μπορεί να δώσει κι άλλη τροπή στο πνεύμα του. Αυτά δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει η παρατήρησή του, η λαχτάρα του για γνώση και ευρύτερη ζωή. Τέτοιοι νέοι είναι τα πρώτα θεμέλια ενός πολιτισμού μελλοντικού, που θ’ ανανεώσει τις ηθικές ανθρώπινες αξίες», θα γράψει μεταξύ άλλων. Η κριτική (Ν. Καλαμάρης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Άλκης Θρύλος, Κλ. Παράσχος, Γ. Κοτζιούλας, κ.ά.) θα επισημάνει το νεαρό της ηλικίας του ποιητή, την ιδιότυπη θεματική του και τον αγνό ανθρωπισμό που κρύβει κάτω από μια φαινομενική κυνικότητα. Χαρακτηριστική η αποστροφή του Ν. Καλαμάρη: «Τα ποιήματα της συλλογήςΜαραμπού είναι τα μόνα φετινά ποιήματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Δεν τα θεωρώ τέλεια ποιήματα, κάθε άλλο, πρέπει όμως να έχουμε υπ’ όψη μας πως αυτός που τα ?γραψε είναι μόλις είκοσι χρονών» (Νέοι Πρωτοπόροι, τχ. 8-9/1933, σ. 279).

1938
Ως προστάτης οικογένειας, δεν υπηρετεί κανονική στρατιωτική θητεία αλλά καλείται για στρατιωτική εκπαίδευση δύο μηνών στην Ξάνθη.

1939
Καταλαβαίνοντας ότι λόγω των συνεχών περιπλανήσεών του δεν μπορεί να πραγματοποιήσει το αρχικό του όνειρο να γίνει πλοίαρχος, επιλέγει τη συντομότερη λύση: παίρνει δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή Β΄τάξεως, ειδικότητα με την οποία θα ναυτολογείται σε όλα του τα ταξίδια μετά το 1945. Η οικογένειά του μετακομίζει στην οδό Αγίου Μελετίου 10, όπου θα συγκατοικήσουν όλοι για 23 χρόνια.

1940-1945
Στρατεύεται και πολεμάει στην Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Συνεργάζεται με το περιοδικό Η λόγχη που κυκλοφορούσαν οι συμπολεμιστές του στο χωριό Κούδεσι. Οι πολεμικές του εμπειρίες θα μεταφερθούν στα μικρά αφηγήματα «Στο άλογό μου» (1941) και «Του πολέμου» (1969). Μετά την κατάρρευση του μετώπου θα επιστρέψει, όπως και όλοι οι συμπολεμιστές του, πεζός στην Αθήνα. Στη διάρκεια της Κατοχής μένει ξέμπαρκος και συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ ναυτικών στην αρχή κι έπειτα του ΕΑΜ λογοτεχνών. Κατά την περίοδο 1945-46 είναι επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση  για την οποία τον πρότεινε ο έως τότε Γραμματέας της Εταιρείας Λογοτεχνών Θέμος Κορνάρος, ο οποίος είχε φυλακιστεί για το βιβλίο του «Αγύρτες και Κλέφτες στην Εξουσία». Σε αυτή τη θέση, τον Νίκο Καββαδία διαδέχθηκε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, καθώς ο Καββαδίας μπάρκαρε με το πλοίο «Κορινθία» στις 6 Οκτωβρίου 1945.
Μεταφράζει μαζί με τον Βασ. Νικολόπουλο τρία μονόπρακτα του Ευγένιου Ο’ Νηλ, με ήρωες ναυτικούς και ανθρώπους του λιμανιού (Γιουτζίν Ο’ Νηλ, Το ταξίδι του γυρισμού κι άλλα μονόπραχτα, εκδ. Καραβία, Αθήνα, χ.χ. ? εκδόθηκε το 1944). Αυτή την περίοδο θα δημοσιεύσει και τρία πολιτικά ποιήματα που δεν θα ενταχθούν στις μετέπειτα ποιητικές του συλλογές. Πρόκειται για τα ακόλουθα: «Αθήνα 1943» (Πρωτοπόροι, Δεκέμβριος 1943, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός), «Στον τάφο του Επονίτη» (Νέα Γενιά, τχ. 51/1945, σ. 2) και «Αντίσταση» (Ελεύθερα Γράμματα, τχ. 14/1945). Στον τόμο Το θαύμα της Αλβανίας απ’ τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας του Ξένου Ξενίτα δημοσιεύεται και το αφήγημα Στο άλογό μου (Αθήνα 1945, σσ. 136-137).

1947
Κυκλοφορεί το Πούσι και σε δεύτερη έκδοση το Μαραμπού εμπλουτισμένο με τρία ακόμη ποιήματα («Καφάρ», «Coaliers», «Μαύρη λίστα»), και τα δύο από τις εκδόσεις του στενού του φίλου Α. Καραβία. Το Πούσι κοσμείται από ξυλογραφίες επτά χαρακτών, φίλων του ποιητή ( Γ. Βακαλό, Γ. Βελισσαρίδη, Δ. Γιαννουκάκη, Γ. Μόραλη, Γ. Μόσχου, Α. Τάσου, Α. Κορογιαννάκη). Ο Αιμ. Χουρμούζιος, αν και κατά τ’ άλλα θετικός, θα τον κατηγορήσει από τις σελίδες της Νέας Εστίας (τ. 483/1947, σσ. 1018-1019) για «έλλειψη ήθους» γιατί στα ποιήματά του, αν και πολλά από αυτά γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, δεν υπάρχει «μια νύξη, κάποια θύμηση της τραγωδίας της φυλής του, πουθενά… Ή μάλλον δυο στίχοι υπομνηστικοί των εκτελέσεων στην Καισαριανή και της τραγωδίας του Διστόμου, μα κι αυτοί για χάρη του Γκαρθία Λόρκα…». Με την εξαίρεση του «Federico Garcia Lorca», ο Καββαδίας δεν είχε συμπεριλάβει τα προαναφερθέντα πολιτικά ποιήματα της εποχής στη συλλογή, τα οποία φαίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο να αποκηρύσσει, όχι για το ιδεολογικό τους περιεχόμενο αλλά για την ποιητική τους αξία.

1949
Υπεύθυνος ασυρματιστής στο επιβατικό «Κυρήνεια», το οποίο αναφέρεται και στο ποίημά του «Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia».

1953
Δίπλωμα Ασυρματιστή Α΄. Ταξιδεύει με τα ατμόπλοια «Ιωνία», «Κορινθία» (Απρίλιος-Αύγουστος), με το φορτηγό «Πρωτεύς» (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος) και πάλι με το ατμόπλοιο «Κορινθία» (Δεκέμβριος).

1954
Κυκλοφορεί το πεζό Βάρδια (εκδ. Α. Καραβία), σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση της ποίησής του. «Ο καθοριστικός και καθοδηγητικός ρόλος της μνήμης, οι αντιθέσεις ανάμεσα στη ζωή και το όνειρο, τη φαντασίωση και την πραγματικότητα, η πολλαπλότητα των προσώπων –περισσότερο σκίτσων παρά χαρακτήρων– η αναγνώριση του έρωτα και του θανάτου ως κυρίαρχων θεμάτων στη Βάρδια, η ιδιόμορφη κι ελεύθερη γλώσσα των ναυτικών, ο έκδηλος και ειλικρινής ανθρωπισμός του, η ασθματική καταγραφή των εντυπώσεων ή αλλιώς η παραληρηματική γραφή, είναι ζητήματα που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο επανέρχονται στα κριτικά κείμενα που υποδέχτηκαν τη Βάρδια», παρατηρεί η Μαίρη Μικέ.

1957
Στο Κόμπε της Ιαπωνίας αυτοκτονεί μέσα στην καμπίνα του ο μικρότερος αδελφός του, πρώτος πλοίαρχος σε φορτηγά πλοία, γεγονός που συγκλονίζει τον ποιητή, βυθίζοντάς τον στη σιωπή. Θα ξαναγράψει ποίημα μόλις το 1967 (το αυτοβιογραφικό «Κοσμά του Ινδικοπλεύστη»).

1961
Με τη μεσολάβηση του Χουρμούζιου, κυκλοφορούν οι συλλογές Μαραμπού και Πούσι σε κοινή έκδοση από τον «Γαλαξία» της Ελένης Βλάχου.

1964
Μετακομίζει με τη μητέρα του και την αδελφή του στην οδό Γέλωνος 4, στους Αμπελοκήπους.

1965
Τον Μάιο πεθαίνει η μητέρα του. Ο ποιητής και η αδελφή του μετακομίζουν στην οδό Δεινοκράτους 5 (Κολωνάκι), στην ίδια πολυκατοικία που έμενε η αγαπημένη ανιψιά του Έλγκα. Στον γιο της Φίλιππο, που θα γεννηθεί την επόμενη χρονιά, θα αφιερώσει «Τα παραμύθια του Φίλιππου» της συλλογής Τραβέρσο.

1968
Επισκέπτεται με την αδελφή του την Κεφαλονιά μετά από τριάντα πέντε χρόνια απουσίας. Εκεί γράφει και το πεζό Λι (Χριστούγεννα). Θα ξαναεπισκεφτεί το νησί ακόμα δύο φορές, το 1970 και το 1972.

1969
Στις 3 Ιανουαρίου γράφει το μικρό πεζό Του πολέμου. Κυκλοφορεί η Βάρδια στα γαλλικά (N. Kavvadias, En bourlinguant, trad. Michel Saunier, ed. Stock, Paris 1969).

1973
Τα βιβλία του Μαραμπού και Πούσι επανεκδίδονται από τον Κέδρο. Τον Νοέμβριο προσκαλείται από τον καθηγητή Κ. Μητσάκη για να παραστεί σε εκδήλωση προς τιμήν του στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ.

1974
Τον Δεκέμβριο υπογράφει την αντιμοναρχική διακήρυξη ενόψει του σχετικού δημοψηφίσματος (8 Δεκεμβρίου). Η υγεία του έχει κλονιστεί και προαισθάνεται το τέλος του.

1975
Την Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου πεθαίνει στην αθηναϊκή κλινική «Άγιοι Απόστολοι» από εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν θα προλάβει να δει τυπωμένη την ποιητική συλλογή Τραβέρσο που ετοίμαζε. Θα κυκλοφορήσει δύο μήνες μετά τον θάνατό του, με προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη (εκδ. Κέδρος). Στο σημειωματάριό του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο «Τραβέρσο», κάτι που τελικά δεν έγινε…
«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε».

«Έζησα, φίλος του κι εγώ», θα γράψει ο Κόρφης για το Τραβέρσο, «την ιστορία των τελευταίων αυτών ποιημάτων του και ξέρω με τι ένταση γραφήκανε. Αυτός που χρόνια είχε κόψει το σπίρτο και τον καπνό και μπορούσε να περάσει χρόνο ολόκληρο χωρίς να συνθέσει ένα ποίημα, που κι όταν έγραφε τυραννικά τον βασάνιζε η αμφιβολία, μέσα σε λίγα χρόνια συμπλήρωσε τη συλλογή του και την έδωσε στον εκδότη. Ποιήματα καυτά, άμεσα, πάνω στ’ αχνάρια βέβαια του Πούσι, αλλά τόσο διαφορετικά. Ο στίχος κερδίζει σε σκληρότητα, σε δύναμη. Τα περιγραφικά, τα διακοσμητικά στοιχεία λιγοστεύουν».

Την ίδια χρονιά το περιοδικό Αντί αφιερώνει σελίδες στο έργο του (τχ. 18, 3/5/1975, σσ. 49-51). Στην κυριακάτικη Αυγή της 26ης Οκτωβρίου 1975 δημοσιεύεται το αφήγημα Του Πολέμου.

1976
Επανεκδίδεται η Βάρδια από τον Κέδρο.

1977
Κυκλοφορεί δίσκος της Μαρίζας Κωχ με τίτλο το όνομά της, με οχτώ μελοποιημένα ποιήματα του Καββαδία. Με αφορμή τη σειρά της ΕΡΤ «Πορεία 090»  για τη ζωή των ναυτικών σ’ ένα καράβι που πήγαινε προς Ινδίες και Κίνα, ο Θάνος Μικρούτσικος ετοιμάζει έναν κύκλο τραγουδιών που θα κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά με τίτλο Ο Σταυρός του Νότου (ερμηνευτές: Γιάννης Κούτρας, Αιμιλία Σαρρή, Βασίλης Παπακωνσταντίνου) και θα σημειώσει τεράστια επιτυχία. Το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας απονέμει για πρώτη φορά τα βραβεία «Ν. Καββαδία» στη μνήμη του.

1978
Αφιέρωμα στον ποιητή από το περιοδικό Τομές, τχ. 32. Κυκλοφορεί το βιβλίο του Τάσου Κόρφη Νίκος Καββαδίας. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του (εκδ. Κέδρος).

1981
Αφιέρωμα στη διμηνιαία ναυτική επιθεώρηση Κανάλι 14 (τομ. 1, τχ. 2).

1982
Κυκλοφορεί σε επιμέλεια Άντειας Φραντζή το βιβλίο Επτά κείμενα για τον Ν. Καββαδία (εκδ. Πολύτυπο), με κείμενα των Αλέξανδρου Αργυρίου, Γιώργου Ιωάννου, Στρατή Τσίρκα και Ντίνου Χριστιανόπουλου, στην πλειοψηφία τους δημοσιευμένα προηγουμένως στο περιοδικό Αντί. Αφιέρωμα στην Καινούρια Εποχή, τχ. 23-24-25 (Άνοιξη – Καλοκαίρι – Φθινόπωρο 1982). Ο Σταύρος Τορνές σκηνοθετεί ταινία για τον ποιητή που προβάλλεται από την εκπομπή της ΕΡΤ «Παρασκήνιο».

1983
Αφιέρωμα στο έργο του ποιητή από το περιοδικό Η Λέξη τχ. 27 (Σεπτέμβριος 1983).
Κυκλοφορεί η Βιβλιογραφία (1928-1982) Καββαδία από τον Κυριάκο Ντελόπουλο (εκδ. Ε.Λ.Ι.Α.).

1986
Κυκλοφορεί ο δίσκος S/S «IONION» 1934 των Ηλία Αριώτη και Νότη Χασάπη (υπογράφουν ως «Οι Ξέμπαρκοι») με έντεκα μελοποιημένα ποιήματα του Καββαδία.

1987
Κυκλοφορούν σε ένα βιβλίο τα μικρά αφηγήματα Λι και Του πολέμου/Στο άλογό μου από τις εκδόσεις «Άγρα» που αναλαμβάνουν πλέον την επανέκδοση όλου του έργου του.

1988
Κυκλοφορεί το Μαραμπού στα ολλανδικά, σε μετάφραση Hero Hokweda (εκδ. Het Griekse Eiland).

1990
Επανεκδίδεται η γαλλική μετάφραση της Βάρδιας  με νέο τίτλο (Le quart) και περιλαμβάνεται στα 100 καλύτερα βιβλία της χρονιάς, σύμφωνα με τον κατάλογο που παρουσιάζει η Liberation. O A. de Gaudemar, παρουσιάζοντας το βιβλίο, θα χαρακτηρίσει την γραφή του Καββαδία ως «ένα μείγμα μεταξύ Κόνραντ, Μπρεχτ, Σαντράρ, Ζενέ και Ντυράς». Την ίδια χρονιά κυκλοφορούν στα γαλλικά, σε έναν τόμο, τα αφηγήματα ΛιΤου πολέμουΣτο άλογό μου, σε μετάφραση της Michelle Barbe (εκδ. Climats).

1991
Κυκλοφορεί ο δίσκος του Θάνου Μικρούτσικου Γραμμές των Οριζόντων με όλα τα τραγούδια από τον Σταυρό του Νότου σε νέες εκτελέσεις και με την προσθήκη έξι ακόμα μελοποιημένων ποιημάτων (ερμηνευτές: Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Θάνος Μικρούτσικος).
Η Michelle Barbe εκπονεί διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris IV) για το έργο του (Nikos Kavvadias, poete de laseparation).

1992
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Άγρα» το βιβλίο του Γ. Τράπαλη Γλωσσάρι στο έργο του Ν. Καββαδία.

1993
Κυκλοφορεί η Βάρδια στα ολλανδικά, σε μετάφραση Hero Hokwerda (εκδ. Meulenhoff)..

1994
Βιογραφική ταινία για τον ποιητή από τον γάλλο Olivier Guitton. Η Βάρδια κυκλοφορεί στα ισπανικά, σε μετάφραση της Natividad Galvez (Ediciones del Oriente y del Mediterraneo).

1995
Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου. Εισαγωγή και ανθολόγηση: Δημήτρης Καλοκύρης. Αθήνα, Ερμής, 1995.
Το Λι γίνεται ταινία με τον τίτλο «Between the Devil and the Deep Blue Sea» από την Βελγίδα Marion Hansen, σε μουσική Wim Mertens. Παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών.

1997
Αφιέρωμα στο περ. Νέο Επίπεδο (τχ. 27).
Κυκλοφορεί επιλογή από το έργο του στα σερβικά, σε μετάφραση Zoran Mutic.

1998
Αφιέρωμα στο περιοδικό Νέα Εστία (τχ. 1702).
Κυκλοφορεί επιλογή ποιημάτων του στα αγγλικά, σε μετάφραση Simon Darragh (Wireless operator, London Magazine).

1999
Αφιέρωμα στις Επτά ημέρες της Καθημερινής (28/2), σε επιμέλεια Κωστή Γιούργου και στο περιοδικό Ίβυκος, τ. 3 (21).

2001
Κυκλοφορεί η Βάρδια στα γερμανικά, σε μετάφραση της Maria Petersen (εκδ. Alexander Fest Verlag).

2002
Για τη σειρά της ΕΡΤ «Εποχές και κείμενα» ετοιμάζεται ντοκιμαντέρ για τον Νίκο Καββαδία, σε σκηνοθεσία Τάσου Ψαρρά. «Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας», τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ του Ηλία Γιαννακάκη για τη σειρά της ΕΤ 1 «Παρασκήνιο».

2003
Αφιέρωμα του περ. Διαβάζω (τχ. 437) στο έργο του.
Κυκλοφορεί η Βάρδια στα αγγλικά, σε μετάφραση Simon Darragh (First dog, Shoestring Press).

2005
Κυκλοφορεί σε επιμέλεια Guy (Michel) Saunier το βιβλίο Νίκος Καββαδίας, Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη. Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα(εκδ. Άγρα).

Κυκλοφορεί το λεύκωμα του Γιώργου Κόρδη Λένε για μένα οι ναυτικοί… Εικαστικές αναφορές στην ποίηση του Νίκου Καββαδία (εκδ. Αρμός).

2006
Κυκλοφορούν στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε δίγλωσση έκδοση (ελληνικά αγγλικά), τα ποιήματά του, σε μετάφραση Gail Holst-Warhaft. Η Βάρδια κυκλοφορεί στην Εσθονία, σε μετάφραση Kalle Kasemaa.

2007
Επιλογή ποιημάτων του κυκλοφορεί στα ισπανικά, σε δίγλωσση έκδοση, και μετάφραση του Alfonso Lozano.

2010
Κυκλοφορεί αφιέρωμα της Λέξης (τχ. 202/2009). Συνοδεύεται από cd, στο οποίο ο Θάνος Μικρούτσικος διαβάζει 20 ποιήματα του Καββαδία.

Πηγές:
Αρχείο συγγραφέων Ε.ΚΕ.ΒΙ
Τάσος Κόρφης, «Βιοχρονολόγιο Νίκου Καββαδία», Νέα Εστία τ. 1702/1998, σσ. 738-740.
Φίλιππος Φιλίππου, «Νίκος Καββαδίας. «Ταξίδεψε όλη τη ζωή – ως το θάνατο…», Η Καθημερινή/Επτά ημέρες, Κυριακή 28 Φεβρ. 1999, σσ. 2-5.

* * *