Ταξιδεύω συχνά στην Πολωνία, ακόμη από την εποχή του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Σίγουρα πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Το πνεύμα του καπιταλισμού κυριαρχεί πλέον και εκεί. Υπάρχει όμως στη χώρα ένα ακόμη πνεύμα, το οποίο ενώ εμφανίζεται στις τράπεζες, τους ναούς του καπιταλισμού, δεν έχει σχέση με αυτόν.
Την πρώτη φορά που επισκέφτηκα μια τράπεζα στην καπιταλιστική πλέον Πολωνία, είδα κάτι το ασυνήθιστο. Ουρά μπροστά από τα ταμεία δεν υπήρχε. Όλοι κάθονταν. Οι περισσότεροι δεν κοιτούσαν το κινητό τους, αλλά διάβαζαν μια εφημερίδα ή ένα βιβλίο. Κοίταξα να βρω το μηχάνημα για τα νουμεράκια προτεραιότητας. Πουθενά κάτι τέτοιο. Αγχώθηκα, αφού δεν ήξερα τη σειρά μου. Έβλεπα όμως ότι μόλις άδειαζε ένα ταμείο κάθε φορά σηκώνονταν ένας και πήγαινε σ’ αυτό. Κανείς άλλος δεν κινούνταν. Μετά από λίγο μπήκε ο επόμενος πελάτης. Αυτός ρώτησε ποιος είναι ο τελευταίος. Και αφού του απάντησα, ότι εγώ ήμουν αυτός, εκείνος πήγε ήσυχα και κάθισε κάπου πολύ μακριά από μένα. Τότε κατάλαβα ότι έπρεπε και εγώ να έχω κάνει την ίδια ερώτηση για να ξέρω τη σειρά μου.
Λίγες μέρες πριν επισκεφτώ την Πολωνία, είχα πάει σε μια ελληνική δημόσια υπηρεσία. Εκεί υπήρχε μηχάνημα με νούμερα. Κάθε λίγο και λιγάκι όμως οι απόγονοι αυτών που έχτισαν Παρθενώνες και δεν έτρωγαν βελανίδια έρχονταν, σπρώχνονταν για μια δήθεν ερώτηση και καλόπιαναν τη θεσούλα τους μπροστά στον υπάλληλο. Από πίσω χαμός, βρισιές, φωνές, αλλά ο «κοινοτιστής» έλληνας εκεί. Σιγά μη του στερήσουν το δικαίωμα να εξυπηρετηθεί αδιαφορώντας για την προτεραιότητα. Εδώ στο θέατρο δεν κλείνει το κινητό του, περνάει στα διόδια χωρίς να πληρώσει, λούζει με βενζίνη όσους εργάζονται σε επιχείρηση που δεν του αρέσει, καίει το Αττικό , κυνηγάει τους ελεγκτές του ΣΔΟΕ, στην προτεραιότητα θα σκοντάψει; Από την άλλη ο «ορθολογιστής» φίλος των αγορών, τον μέμφεται γι’ όλα αυτά, αλλά είναι ο ίδιος που βρίζει και περιγελά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όποιον τολμήσει να ισχυριστεί ότι για τα δεινά της ελληνικής κοινωνίας δεν φταίει μόνο αυτή.
Οι παραπάνω συμπεριφορές είναι ιστορικό προϊόν μιας κοινωνίας που ποτέ της δεν κατόρθωσε να ενσωματώσει και να ενσωματωθεί στους δυτικούς πολιτισμικούς μετασχηματισμούς. Στις ουρές των δημόσιων οργανισμών, στα μέσα μεταφοράς, στο σεβασμό της ατομικής ζωής του άλλου, στο σεβασμό του φυσικού περιβάλλοντος, στην ανάγκη προτεραιότητας του δημόσιου συμφέροντος έναντι του ιδιωτικού, αλλά τελευταία και στο βαθύ διαδίκτυο χάθηκαν οι έννοιες της προτεραιότητας και του καθήκοντος.
Όλα αυτά είναι απόρροια μιας ιστορικής διαδρομής του «ελληνορθόδοξου κοινοτισμού» και όχι φυσικά κάποιου DNA. Το συναίσθημα της αιδούς και της αποστροφής για πράξεις αγένειας, ανομίας και βίας εκφράζει μια κοινωνία στην οποία ο νόμος και η κοινωνική ηθική έχουν γίνει συνιστώσα και εσωτερικευμένη ανάγκη της προσωπικής ηθικής του καθενός. Στις δυτικές κοινωνίες, υποστήριζε ο Καντ και όχι μόνο αυτός, είναι θεμελιωμένη η αντίληψη που δηλοί πως ό,τι κανείς πράττει σύμφωνα με τον νόμο είναι χρέος, αλλά ό,τι πράττει σύμφωνα με το καθήκον είναι ηθική.
Μα, θα φέρει την αντίρρησή του ο «φίλος» από το βαθύ διαδίκτυο, στις δυτικές κοινωνίες «μωρέ προσκυνημένε» δεν υπάρχουν φαινόμενα βίας και αγένειας; Βεβαίως και υπάρχουν, πολλές φορές περισσότερα απ’ όσα στην Ελλάδα. Το κακό ως πρακτικός ανορθολογισμός, ως εργαλειακή σκέψη ή ως ηθικός σχετικισμός αποτελεί σημαντική παράμετρο της ζωής στον δυτικό κόσμο. Η διαφορά έγκειται στο ότι στον δυτικό κόσμο η κοινωνία του κακού, της αγένειας και της βίας αντιμετωπίζονται ως αυτό που είναι, ως παρεκκλίσεις από την ηθική του καθήκοντος, ενώ στην Ελλάδα παρουσιάζονται ως πρελούδιο της επανάστασης.
Είναι αυτή η απουσία της ηθικής του καθήκοντος και όχι κάποια εγγενής ροπή προς τον εθνικισμό και τη βία, που διαμορφώνει το τοπίο του ελληνικού «ανοίκειου». Αυτό αντανακλάται σε μια ιστορική κοινωνία στην οποία κανένας δεν παραδέχεται ότι το καθήκον προέχει ακόμη και του νόμου. Άσε που και με τον νόμο δεν τα έχει καλά. Έτσι ελάχιστοι παραδέχονται ότι η ηθική του καθήκοντος επιβάλλει ενίοτε να τοποθετούμαστε μετά κάποιον άλλο, ξεκινώντας από την ουρά στο ΙΚΑ (κοινωνία των «κάτω») και φθάνοντας μέχρι τις υποψηφιότητες για την Ευρωβουλή (κοινωνία των «άνω»).