Χθες το πρωί, κοντά μεσημέρι για την ακρίβεια, στο κέντρο της Αθήνας φύσηξε αέρας ελευθερίας. Μη φαντασθείτε καμιά θύελλα ή τίποτε εξαγριωμένα μποφόρ. Ηταν ένα αεράκι, όσο χρειαζόταν για να ανεμίσει για λίγο μόνον, φευ, η σημαία της αναρχίας. Μισή μαύρη και μισή κόκκινη, με το κεφαλαίο Αλφα στην καρδιά της εντός κύκλου, έγνευε από την κορυφή της στέγης του Πανεπιστημίου, σαν βλέμμα που σε προσκαλεί για τα περαιτέρω. Κάτω από τη σημαία, ένα τεράστιο πανό απαιτούσε αγγλιστί την ελευθερία του λόγου για την ιστοσελίδα Indymedia από την οποία προσφάτως οι δυνάμεις κατοχής στέρησαν τη χορηγία δημόσιου server.
Δεν ζούσα στην προηγούμενη κατοχή, όταν ο Γλέζος και ο Σάντας κατέβασαν τη σημαία του Τρίτου Ράιχ από την Ακρόπολη, κατά συνέπεια δεν ξέρω τι έγινε στην Αθήνα. Η μητέρα μου που έζησε τις ημέρες εκείνες, όποτε την ρωτάω, μου λέει ότι δεν θυμάται και να την αφήσω ήσυχη. Υποψιάζομαι ότι το κάνει διότι δεν αντέχει να βλέπει άλλο τον Γλέζο στην τηλεόραση. Οπως όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας της βλέπει πολλή τηλεόραση και μετά παραπονιέται για την πίεσή της.
Αυτό που έζησα χθες, όμως, στο κέντρο της Αθήνας, περαστικός από την οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, με βοήθησε να φανταστώ πώς θα ήσαν τα πράγματα τότε. Πώς, δηλαδή, αισθάνεται ένας άνθρωπος ο οποίος τρέχει να προλάβει την τρίτη δημόσια υπηρεσία της ημέρας και ξαφνικά διαπιστώνει ότι υπάρχει ελπίδα, ότι κάποιοι αγωνίζονται για την ελευθερία του. Να το πω ντροπή; Ας πούμε ότι είναι ντροπή, ότι βλέποντας τα παιδιά αυτά που αγωνίζονται για το καλό σου, ενώ εσύ αγωνίζεσαι για να ρυθμίσεις τις δόσεις σου στην εφορία, οφείλεις να κοκκινίσεις. Ομως πόσο λυτρωτικό είναι μερικές φορές το αίσθημα της ντροπής. Πώς μεταμορφώνεται σε αισιοδοξία, όταν διαπιστώνεις ότι ο διπλανός σου σε κοιτάζει με νόημα. Και ακόμη κι αν δεν τον αφήνει να εκφραστεί η μπότα του κατακτητή, καταλαβαίνεις ότι κατάλαβε και οι δυο μαζί καταλάβατε το ίδιο που κατάλαβαν και οι άλλοι.
Δυστυχώς, η ευφορία δεν κράτησε πολύ. Διότι μέσα σε λίγα λεπτά ο τόπος γύρω είχε γεμίσει από δυνάμεις καταστολής. Ο ανοιξιάτικος ήλιος σκοτείνιασε και ο γδούπος από τις μπότες αντήχησε στην άσφαλτο. Τάχυνα το βήμα μου διότι δεν άντεχα να παρακολουθήσω τη συνέχεια. Λίγο αργότερα, περνώντας από το ίδιο σημείο, κατευθυνόμενος προς την τρίτη δημόσια υπηρεσία της ημέρας, δεν είχε μείνει τίποτε απ’ όλα αυτά. Ο ιστός της σημαίας ήταν γυμνός και οι λογοκριτές της ασφάλειας είχαν κατεβάσει το πανό. Οι περαστικοί είχαν κάτι μούτρα ώς εκεί κάτω. Επειδή φοβήθηκα πως όλα αυτά τα ονειρεύτηκα, φταίει και η αμείλικτη ηλιοφάνεια, τόλμησα να ρωτήσω παρακείμενο φύλακα τραπέζης τι είχε συμβεί. Με κοίταξε αυστηρά και μου είπε: «Σκαρφάλωσαν εκεί πάνω και ανέβασαν τη σημαία της Παναχαϊκής». «Της Παναχαϊκής;», απόρησα. «Ναι, κόκκινη και μαύρη», μου απάντησε κλείνοντάς μου το μάτι. Οταν ζεις στο πετσί σου τη λογοκρισία, εφευρίσκεις χίλια δυο τεχνάσματα για να πεις την αλήθεια, σκέφτηκα, αλλά δεν μου ήρθε κάνας στίχος του Μπρεχτ για να τον βάλω στο σημείο αυτό αναγνώστη. «Επιασαν και καμιά τριανταριά», πρόσθεσε.
Συντετριμμένος, αλλά με το φρόνημά μου υψηλό, αναλογίσθηκα πόσες διαφορές έχει η σημερινή κατοχή από την προηγούμενη. Τώρα έπιασαν τριάντα ολόκληρα παιδιά επειδή τόλμησαν να ζητήσουν ελευθερία του λόγου. Τότε, τους δύο ήρωες δεν κατάφεραν να τους συλλάβουν. Απόδειξη ότι ο Γλέζος εξακολουθεί να δημιουργεί προβλήματα στην πίεση της μητέρας μου και να απαιτεί αποζημιώσεις. Τι από τα δύο είναι χειρότερο; Ποιος Τσολάκογλου είναι πιο Τσολάκογλου; Και πόσο θα αντέξει αυτός ο λαός να του κρατούν φιμωμένο το στόμα;