Το ελληνικό σύστημα υγείας ταξινομείται μεταξύ των χειρότερων στην ΕΕ και τον ΟΟΣΑ, είτε βάσει της αξιολόγησης των πολιτών (Euro Barometer) είτε βάσει των τυποποιημένων δεικτών για τις υπηρεσίες υγείας (Euro Health Consumer Index).
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα του τομέα της υγείας είναι η υπερβολική επιβάρυνση των πολιτών με τις ιδιωτικές δαπάνες υγείας, οι οποίες στην Ελλάδα ανέρχονται στο 40% των συνολικών δαπανών υγείας, ενώ το μέσο ποσοστό στην Ευρώπη είναι γύρω στο 10%.
Στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς έχουμε εκπονήσει μια συνολική μελέτη για την αναδόμηση του συστήματος υγείας και τον επιχειρησιακό ανασχεδιασμό της λειτουργίας του, με βάση τρεις δέσμες προτάσεων.
Καταρχήν, προτείνεται το Υπουργείο Υγείας να έχει επιτελικό ρόλο στην εκπόνηση και υλοποίηση μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για τον χώρο της υγείας και να μην ασχολείται με την καθημερινή διοίκηση και λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων. Το κύριο έργο του Υπουργείου Υγείας θα είναι στον καθορισμό μιας ορθολογικής κατανομής των συνολικών δαπανών υγείας μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, όπως ακριβώς συμβαίνει σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Επίσης, το Υπουργείο Υγείας θα πρέπει να επιδιώξει μια συστηματική συνεργασία με σχετικούς ευρωπαϊκούς οργανισμούς για την ταχεία και αμερόληπτη πιστοποίηση όλων των παρόχων υγείας: δημόσιων και ιδιωτικών. Επιπλέον, το Υπουργείο Υγείας θα πρέπει να θεσπίσει μόνιμη διαδικασία περιοδικής αξιολόγησης του συνόλου του ιατρικού δυναμικού της χώρας.
Η δεύτερη δέσμη μέτρων αφορά στην αλλαγή της δομής και του τρόπου λειτουργίας του ΕΣΥ. Έχουμε προτείνει την δημιουργία ενός δημόσιου οργανισμού, του ΕΣΥ ΝΠΔΔ, που θα έχει ως θυγατρικές εταιρίες όλα τα νοσοκομεία του ΕΣΥ, ομαδοποιημένα σε 15 Υγειονομικές Περιφέρειες, και κάθε ομάδα θα έχει την μορφή του ΝΠΙΔ Μη Κερδοσκοπικού Χαρακτήρα. Το νέο σχήμα θα πρέπει να στελεχωθεί με λιγότερα από 100 άτομα πολύ υψηλού επιπέδου που θα επιλεγούν από το ΑΣΕΠ, χωρίς καμία ανάμειξη των πολιτικών κομμάτων. Σε όλα τα νοσοκομεία θα εγκατασταθεί το ίδιο σύστημα πληροφορικής, που θα έχει επιλεγεί μεταξύ των καλύτερων διεθνώς. Στα κατά τόπους νοσοκομεία θα υπάγονται τα Κέντρα Υγείας, τα οποία είναι αρκετά για να καλύψουν το σύνολο της χώρας, με ιδιαίτερη έμφαση στην εξυπηρέτηση των Χρονίως Πασχόντων (10 κατηγορίες νοσημάτων απορροφούν το 70% των δαπανών υγείας).
Η τρίτη δέσμη μέτρων αφορά στην πλήρη αναδιοργάνωση του ΕΟΠΥΥ. Η εξαιρετικά θετική εξέλιξη της δημιουργίας του ΕΟΠΥΥ θα πρέπει να ενισχυθεί με σειρά παρεμβάσεων. Πρώτον, σταδιακά θα πρέπει να συγκεντρωθεί η συνολική δημόσια χρηματοδότηση (κρατική επιχορήγηση και ασφαλιστικές εισφορές) στον ΕΟΠΥΥ. Δεύτερον, θα δημιουργηθεί το Εθνικό Σύστημα Ηλεκτρονικής Υγείας (Digital Health), το οποίο θα κατευθύνει σε καθημερινή βάση 20.000 επισκέψεις σε Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών και εισαγωγές στα νοσοκομεία του ΕΣΥ σε όλη την χώρα. Επίσης, θα ρυθμίζει ημερησίως 70.000 επισκέψεις πολιτών σε μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης σε όλη την χώρα. Παρόμοια συστήματα πληροφορικής διαθέτουν όλοι οι μεγάλοι ασφαλιστικοί οργανισμοί που εξυπηρετούν πολλαπλάσιους ασφαλισμένους σε σχέση με τον πληθυσμό της Ελλάδος. Το ηλεκτρονικό σύστημα υγείας θα καταγράφει, σε ημερήσια βάση, όλες τις ιατρικές πράξεις σε όλη την χώρα και τα αποτελέσματά τους, θα αποθηκεύει το ιατρικό ιστορικό των ασθενών (χωρίς να χρειάζονται πλέον κάρτες υγείας), και θα παρακολουθεί την πληρωμή από τον ΕΟΠΠΥ των προσφερόμενων υπηρεσιών προς όλους τους παρόχους υγείας, δημόσιους και ιδιωτικούς.
Ο στρατηγικός στόχος των παραπάνω προτάσεων είναι η δημιουργία μιας «εσωτερικής αγοράς στον τομέα της υγείας» που θα συγκροτείται από τον ΕΟΠΥΥ (από την πλευρά της Ζήτησης) και το ΕΣΥ ΝΠΔΔ (από την πλευρά της Προσφοράς). Μέσα από τις διαδικασίες χρηματοδότησης της αγοράς υπηρεσιών υγείας που θα κάνει ο ΕΟΠΥΥ θα επηρεασθούν και θα προσαρμοστούν οι δράσεις όλων των δημόσιων και ιδιωτικών νοσοκομείων καθώς και των λοιπών προμηθευτών υπηρεσιών υγείας. Παρόμοιες στρατηγικές έχουν υιοθετηθεί από όλα τα αναπτυγμένα συστήματα υγείας από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Εάν πράγματι επιτευχθεί η αναμενόμενη βελτίωση των υπηρεσιών των δημόσιων νοσοκομείων, τότε, εκτός των γενικότερων ωφελειών, θα προκληθεί και μεγάλη προσέλκυση νέων εσόδων στο ΕΣΥ, από δύο πηγές. Η πρώτη πηγή εσόδων θα προέλθει από την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά, η οποία θα σπεύσει ασμένως να αγοράσει υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου με χαμηλότερο κόστος, ώστε να μειώσει τα ασφάλιστρα και να επεκτείνει την ασφαλιστική κάλυψη του πληθυσμού. Αυτή η νέα ροή πρόσθετων πόρων στο ΕΣΥ θα είναι σταθερή διαχρονικά, καθώς οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες θα έχουν βρει μια αξιόπιστη εναλλακτική έναντι των ολιγοπωλιακών καταστάσεων που αντιμετωπίζουν με τα ιδιωτικά νοσοκομεία.
Η δεύτερη πηγή εσόδων θα προέλθει από τον νέο ασφαλιστικό φορέα συμπληρωματικής ασφάλισης των ιδιωτικών δαπανών υγείας, με βάση το αντίστοιχο μοντέλο της Γαλλίας. Ο νέος ασφαλιστικός φορέας θα έχει την μορφή MUTUAL ασφαλιστικής εταιρίας, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Τα συνολικά έσοδα από τις δύο προαναφερόμενες πηγές θα υπερβούν, σε πρώτη φάση, τα 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ και, επομένως, θα επιτρέψουν την αύξηση των αμοιβών των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού του ΕΣΥ κατά τουλάχιστον 50%, χωρίς επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Με την ωρίμαση του συστήματος της συμπληρωματικής ασφάλισης των ιδιωτικών δαπανών υγείας, οι αμοιβές του προσωπικού του ΕΣΥ θα διπλασιαστούν.
Στο προτεινόμενο σχήμα οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στο ΕΣΥ θα έχουν τα κίνητρα να βελτιώνουν συνεχώς το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών και θα είναι υπερήφανοι που θα εργάζονται σε ένα δημόσιο σύστημα υγείας που θα είναι εφάμιλλο ή καλύτερο του ιδιωτικού τομέα, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.
Η προτεινόμενη αναδόμηση και επανασχεδιασμός του ΕΣΥ έχουν καθυστερήσει τουλάχιστον 30 χρόνια, αλλά η ταχεία γήρανση του πληθυσμού στην περίοδο μέχρι το 2050 δεν αφήνει άλλα περιθώρια εφησυχασμού.
Οι ελπίδες για την ανασυγκρότηση του ΕΣΥ βρίσκονται στους συνδικαλιστικούς και επαγγελματικούς φορείς του χώρου της υγείας. Οι παραπάνω προτάσεις έχουν υιοθετηθεί από τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο από το 2020. Χρειάζεται, λοιπόν, μια νέα διαδικασία κοινωνικού διαλόγου, η οποία θα εκθέσει στη κοινή θέα τις απόψεις όλων των ενδιαφερόμενων πλευρών και, ιδιαίτερα, των πολιτικών κομμάτων.