Ποιόν θα πάρει το ποτάμι;

Κώστας Μποτόπουλος 05 Μαρ 2014

Αρκετοί το αγνοούν, σαν να μην υπάρχει ή γιατί δεν ξέρουν πού να το κατατάξουν. Άλλοι το λοιδορούν, πριν το δουν, ή το χρησιμοποιούν ως ευκαιρία για ευφυολογήματα. Σπάνια, όμως, μια πολιτική κίνηση, με το που ανακοινώθηκε, άλλαξε τόσο γρήγορα αν όχι τα πολιτικά δεδομένα, πάντως την εικόνα που οφείλουμε να έχουμε όλοι για τα δεδομένα αυτά. Το Ποτάμι είναι νωρίς ακόμη να πούμε αν θα δώσει κάτι στη χώρα, είναι όμως βέβαιο ότι θα έπρεπε να έχει ήδη δώσει κάτι στην «επίσημη» κεντροαριστερά: μια ευκαιρία αυτοκριτικής και πάντως σίγουρα ενδοσκόπησης.

Γιατί, τέσσερις μήνες μετά την αναγγελία της Ελ Ελ (Ελληνικής Ελιάς), ο κόσμος (ίσως και ο κόσμος της) είναι ακόμα τόσο διψασμένος για κάτι διαφορετικό; Μήπως γιατί η Ελ Ελ δεν κάρπισε ή δυσκολεύεται υπερβολικά να καρπίσει ή μοιάζει να δίνει καρπούς που λίγοι έχουν όρεξη να δοκιμάσουν; Γιατί και η ελπίδα μόνο του «νέου» συνεχίζει να συγκινεί, ακόμα και αν αυτό το νέο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από νεφελώδες έως απολίτικο; Μήπως γιατί την Ελ Ελ την κατάπιε το παλιό, όχι τόσο ως πρόσωπα και ιδέες αλλά ως λογική και νοοτροπία; Γιατί ένα «κόμμα-δίκτυο», φτιαγμένο από μη επαγγελματίες της πολιτικής και απευθυνόμενο σε μη φανατικούς της πολιτικής, έχει, πριν ακόμα δώσει δείγματα γραφής, τόση απήχηση, σε ορισμένα τουλάχιστον, αλλά δυναμικά, κοινωνικά στρώματα, όπως οι νέοι, οι ενσυνείδητα ακομμάτιστοι και οι σκεπτόμενοι «έξω από το κουτί»; Μήπως γιατί η Ελ Ελ δεν κατάφερε να γίνει δίκτυο, ούτε παρέα, ούτε καν ομάδα, αλλά υποτάχτηκε –συνειδητά για κάποιους, μοιραία για κάποιους άλλους- σε επαγγελματικούς μηχανισμούς, προσωπικές φιλοδοξίες, έλλειψη τόλμης; Γιατί «πουλάει», ακόμα και με πρόχειρο ή αταίριαστο περιτύλιγμα, η «υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών», ο «λόγος στη βάση», το «δεν τα ξέρουμε όλα», γιατί υπάρχουν ακόμα αυτιά και αισθήσεις ανοιχτά στο «απλό και το διαφορετικό», ακόμα και αν πρόκειται για το απλοϊκό και το δανεισμένο από άλλους χώρους; Μήπως γιατί η Ελ Ελ έχασε το τρένο της απλότητας (την ένωση όλων των φιλελεύθερων φιλευρωπαϊστών μη Δεξιών) και φρέναρε με τις ως τώρα πράξεις της (την επιμονή σε τακτικισμούς, σε παρωχημένα πρόσωπα και συμβολισμούς) την αρχική ορμή της και τις διανοητικές δυνάμεις πολλών αρχικών συντελεστών της;

Η άρνηση συμμετοχής της ΔΗΜΑΡ (που, από μια ειρωνεία της ιστορίας, τώρα σχεδόν δικαιώνεται, χωρίς όμως να προσθέτει κάποια ιδιαίτερη δυναμική σε εκείνους που τη στέρησαν από το κοινό εγχείρημα) και η χρήση του σταυρού ως εργαλείου επιβολής και όχι συνεργασίας, μοιάζουν να αποτελούν τις δυο πιο εμφανείς αιτίες που ξέφτισε τόσο άδοξα η Ελ Ελ. Τα παλαιοκομματικά αντανακλαστικά μεγάλου μέρους του εναπομείναντος ΠΑΣΟΚ (τα ίδια ακριβώς, εξάλλου, που το έφεραν στη σημερινή κοινωνική του θέση και που το κατέστησαν, σε μεγάλο βαθμό άδικα, αποδιοπομπαίο τράγο μιας κρίσης που κάθε άλλο παρά μόνο του εξέθρεψε), καθώς και –πονάω που το λέω- το μίγμα ερασιτεχνισμού και αδυναμίας υπέρβασης που τελικά εξέπεμψαν οι «58», ολοκλήρωσαν το κακό. Επέτρεψαν φαινόμενα σύγχυσης όπως το «συνεργαζόμαστε χωρίς να μετέχουμε» (που σε επίπεδο ατόμων ακούμε τώρα ότι μετατρέπεται σε «μπορούμε να μετάσχουμε χωρίς να χρειαστεί να συνεργαστούμε»), αδυνάτισαν σε βαθμό εξαφάνισης την προγραμματική και την ευρωπαϊκή συζήτηση, πίκραναν όσους είχαν πιστέψει σε μια νέα αρχή. Και άνοιξαν μια τρύπα την οποία έρχονται να γεμίσουν με τον τρόπο τους ρεύματα, ή νεροποντές, σαν το Ποτάμι.

Η Ελ Ελ έχει μια τελευταία –και μάλιστα διπλή- ευκαιρία να ανακαταλάβει ένα κομμάτι από το χώρο της (φοβούμαι πως ολόκληρος ο χώρος χάθηκε, από τη ζωή και από τις εντυπώσεις): είναι το Συνέδριο του Μαρτίου και ιδίως η οριστική λίστα των υποψηφίων ευρωβουλευτών της. Αν σκεφτούμε πως η λίστα αυτή αποτέλεσε το βασικό λόγο του πισωγυρίσματος, η μεγάλη αισιοδοξία μάλλον αποκλείεται. Όχι όμως και η ελπίδα για μια όψιμη έστω συνειδητοποίηση.