Η περίπτωση Ντιεντονέ (του γάλλου κωμικού-πολιτικού, οι ρατσιστικές απόψεις του οποίου απασχολούν εκ νέου τη Γαλλία, καθώς εξετάζεται το ενδεχόμενο απαγόρευσης των παραστάσεων αυτού του αμφιλεγόμενου καλλιτέχνη) είναι πολύ ιδιαίτερη και πολύ ευαίσθητη στον χειρισμό της – παρακολουθείστε περί τίνος πρόκειται.
Ο Ντιεντονέ Μ’Μπαλά Μ’Μπαλά είναι ο γιος ενός ζωγράφου απ΄ τη Βρετάνη και μιας λογίστριας απ΄ το Καμερούν, η οποία (όταν χώρισε απ΄ τον άντρα της) έδωσε στον γιο της Καθολική ανατροφή, μολονότι η ίδια ήταν νέο-βουδίστρια. Όταν τέλειωσε το σχολείο, ο Ντιεντονέ μαζί με τον παιδικό του φίλο (τον εβραίο Ηλί Σεμούν) οργάνωσαν μια τουρνέ παραστάσεων σε καφέ και μπαρ, ενώ το πρωί ο Ντιεντονέ ασχολιόταν με το εμπόριο – πουλούσε αυτοκίνητα, φωτοτυπικά, τηλέφωνα. Το ΄ 90 το ντουέτο ανέβηκε τα σκαλιά του θεάτρου κι όταν οι δύο κωμικοί άρχισαν να γίνονται γνωστοί, η συνεργασία έσπασε κι ο καθένας ακολούθησε μια σόλο καριέρα.
Στην εξέλιξη της δημόσιας παρουσίας του, ο Ντιεντονέ έκανε τον εύκολο λαϊκισμό επάγγελμα – ρητορείες με εξυπνακισμούς, αντισυστημικές δημαγωγίες κι επιθέσεις στους εβραίους σε συνδυασμό με μια σταδιακή διολίσθηση από τα άκρα αριστερά στα άκρα δεξιά, αυτή ήταν η πορεία του Ντιεντονέ.
Ετσι, ενώ το 2004 κατέβηκε στις ευρωεκλογές με το ακροαριστερό κόμμα «Ευρω-Παλαιστίνη», λίγους μήνες αργότερα απεχώρησε απ΄ αυτό λόγω διαφωνιών. Σταδιακά αποκτούσε στενές σχέσεις με τους μουλάδες του Ιράν, ταυτόχρονα κλιμάκωνε τις επιθέσεις του κατά των εβραίων και άρχισε να εμφανίζεται με στελέχη του ακροδεξιού κόμματος Λεπέν.
Ο Ντιεντονέ πλέον έφτυνε κατά πάντων. Καταρχάς κατά των εβραίων – το Κεντρικό Συμβούλιο Εβραίων της Γαλλίας ήταν «μια μαφία που ελέγχει απολύτως τη γαλλική πολιτική», το Ολοκαύτωμα ήταν ένα «μνημείο πορνογραφίας», ενώ όταν ακούει τον (εβραίο δημοσιογράφο) Πατρίκ Κοέν σκέφτεται «κρίμα που έκλεισαν οι θάλαμοι αερίων». Στη συνέχεια κατά του συστήματος, προσπαθώντας να αναλάβει ρόλο ηγέτη των μαύρων της Γαλλίας. Όταν ατύχησε σε τούτη την προσπάθειά του στράφηκε προς τα ακροδεξιά. Φίλοι του έγιναν στελέχη του Εθνικού Μετώπου, ταξίδεψε στο Καμερούν με τη γυναίκα του Λεπέν, πήγαινε στις συγκεντρώσεις του (ευρωβουλευτή) Μπρ. Γκέλνις. Αίφνης στις εκλογές του 2007 στράφηκε κατά της παγκοσμιοποίησης στηρίζοντας δημοσίως τον Ζοζέ Μποβέ – προκαλώντας μέγιστο εκνευρισμό στον τελευταίο, ο οποίος δήλωσε πως δεν ήθελε την υποστήριξή του…
Ο Ντιεντονέ πλέον καλπάζει χωρίς χαλινάρια, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του τον ρόλο του αξιολογητή της δημοκρατίας. Η φωνή του είναι «μια εγγύηση της ελευθερίας της έκφρασης, πιο αυθεντική από την παλαιά πόρνη της δημοκρατίας», δηλώνει πως «προτιμά τον χαρισματικό Μπιν Λάντεν από τον Μπους», ενώ όταν ο Κάρλος το Τσακάλι δικάζεται στο Παρίσι, ο Ντιεντονέ σπεύδει στη δίκη δηλώνοντας πως στηρίζει το «επαναστατικό πνεύμα» του κατηγορούμενου.
Το 2009 η κυβέρνηση Σαρκοζί (στη συνέχεια δικαστικής καταδίκης του) εξετάζει το ενδεχόμενο απαγόρευσης της λειτουργίας του κόμματός του, εγκαταλείπει όμως την προσπάθεια, θεωρώντας πως δεν υπάρχει νομική βάση στο εγχείρημα.
Το θέμα επανήλθε όμως στους προβληματισμούς της κυβέρνησης Ολάντ, καθώς ο Ντιεντονέ πλέον καθιέρωσε στους οπαδούς τους και τον «χαιρετισμό» – που παραπέμπει στην τεντωμένη παλάμη των Ναζιστών.
Ο υπουργός Εσωτερικών Μανουέλ Βαλς επεσήμανε σχετικά πως «παρά την καταδίκη για τη δημόσια δυσφήμηση, τη ρητορική μίσους και φυλετικών διακρίσεων, ο Ντιεντονέ μοιάζει να μην αναγνωρίζει όρια» και ως εκ τούτου, ο υπουργός «αποφάσισε να εξετάσει διεξοδικά όλες τις νομικές επιλογές που θα επιτρέψουν την απαγόρευση των δημόσιων εκδηλώσεων του Ντιεντονέ, οι οποίες δεν ανήκουν πλέον στο καλλιτεχνικό πεδίο, αλλά αναγορεύονται σε κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια».
Ο Ντιεντονέ χαιρέτισε την «εξαιρετική διαφήμιση» που του γίνεται και τοποθετώντας τον εαυτό του στη θέση του παρία (αυτός ο εκατομμυριούχος) κηρύσσει την «αντίσταση» στη «συνωμοσία» και υπόσχεται ότι θα «προκαλεί το σύστημα».
Το θέμα διχάζει τη Γαλλία, διότι πλέον υπάρχει το κοινό του Ντιεντονέ – που είναι όσοι βρίσκονται στο περιθώριο, όσοι αισθάνονται αποκλεισμένοι και ιδιαίτερα ευπαθείς στην ανασφάλεια. Ο Ντιεντονέ εξάλλου άρδευσε τη δύναμή του από το ίντερνετ, από τα κοινωνικά δίκτυα και τα blogs και άρα, το πρόβλημα είναι πιο βαθύ, δεν λύνεται με διοικητικά μέτρα. Ο Ντιεντονέ (όπως σημειώνεται στη Monde) προκαλεί τη γαλλική κοινωνία – «θα δώσει ή όχι χώρο στην καλλιέργεια ενός αρχαϊκού ρατσισμού ή ενός ανανεωμένου αντισημιτισμού;».
(Η υπόθεση Ντιεντονέ είναι ένα ακόμη σύμπτωμα της πολυπλοκότητας που εμφανίζεται στα όρια της δημοκρατίας, που δοκιμάζει την ουσία της δημοκρατίας και που γεννά διλήμματα. Η προστασία της δημοκρατίας αποτελεί την αυτο-αναίρεσή της ή εξυπακούεται και τελικά, πώς ορίζεται;).