Ελπίζει κανείς ότι δεν θα κυριαρχήσει και στην κοινωνία το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που κυριάρχησε στη συζήτηση στη Βουλή. Γιατί, αν αφεθεί να κυριαρχήσει, παίρνουμε το ρίσκο πυροδότησης επικίνδυνων εξελίξεων που κανείς δεν θα μπορεί να τις ελέγξει – θα είναι αργά για δάκρυα.
Στη συζήτηση του Μακεδονικού επιβάλλεται νηφαλιότητα, μέτρο και σύνεση, ιδιαίτερα επειδή αυτή διεξάγεται σε ένα βομβαρδισμένο κοινωνικό τοπίο, που εύκολα γέρνει προς την υπερβολή και την αποσταθεροποίηση έπειτα από οκτώ χρόνια θυσίες, προσδοκίες που διαρκώς διαψεύδονται και αυτογνωσία που δεν υπάρχει εν αφθονία. Σε μία αίθουσα πλημμυρισμένη από βενζίνη, είναι θέμα χρόνου πότε θα βρεθεί ο ανόητος που θα πετάξει το σπίρτο…
Από μια ισότιμη διαπραγμάτευση, ποτέ δεν προκύπτουν συμφωνίες που να ικανοποιούν απολύτως το ένα από τα δύο μέρη – τέτοιες συμφωνίες προκύπτουν μόνο από την επιβολή ενός επί του άλλου και, συνήθως, αποδεικνύονται βραχύβιες. Με τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν Αθήνα και Σκόπια, η ονομασία της γείτονος από «Μακεδονία» γίνεται «Βόρεια Μακεδονία», θα ισχύει το erga omnes, και απαλείφονται όλες οι γνωστές διεκδικήσεις της, με αλλαγή του συντάγματός της. Ο γειτονικός λαός διατηρεί τη σλαβομακεδονική γλώσσα του και τον προσδιορισμό της εθνικότητάς του, στο πλαίσιο του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας. Αν τελικά συμφωνήσει, θα συμφωνήσουμε κι εμείς. Αν όχι, τότε δεν υπάρχει συμφωνία.
Οσα προβλήματα αφήνονται να σαπίζουν, τελικά λύνονται πιο δύσκολα. Επειτα από 25 χρόνια αδράνεια με τη συνταγή «άσ’ το για αργότερα» (έτσι, 140 κράτη αναγνωρίζουν την πρώην-γιουγκοσλαβική-Δημοκρατία της Μακεδονίας ως Δημοκρατία της Μακεδονίας…) η εκλογή Ζάεφ άνοιξε ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας να αντιμετωπιστεί το θέμα. Θυσιάζουμε κάτι; Οχι. Κερδίζουμε την ευκαιρία να διασφαλιστεί η γειτονική κρατική οντότητα, να ενισχυθεί η συνοχή της περιοχής έναντι ανταγωνιστικών επιρροών, να ανατραπεί η διεθνής αντίληψη ότι τα Βαλκάνια παράγουν μόνο κακά νέα, να πάψουμε να δίνουμε μάχες με ανεμόμυλους και να διεκδικήσουμε αναβαθμισμένο ρόλο στην περιοχή.
Δεν θέλω –καν– να σκεφτώ ποιες θα ήταν οι ευρύτερες συνέπειες για την Ελλάδα, αν εμείς παίρναμε την ευθύνη ακύρωσης της συμφωνίας. Και υποθέτω ότι δεν βρήκαν τον χρόνο να τις αναλογιστούν ούτε όσοι εισηγούνται αυτή την ακύρωση…
Εφόσον, πάντως, η συμφωνία ισχύσει, όσο έωλος είναι ο ισχυρισμός Ιβάνοφ ότι «η Ελλάδα πήρε ό,τι ζήτησε, εμείς τίποτα», τόσο έωλος είναι ο (ταυτόσημος) ισχυρισμός ότι η Ελλάδα ξεπουλά τα συμφέροντά της.
Αν, όπως όλοι ευχόμαστε, δεν πέσει κάποιο σπίρτο στο εύφλεκτο δάπεδο, ίσως σε λίγες εβδομάδες το θέμα να έχει περάσει σε δεύτερο, τρίτο πλάνο – γιατί, ως θέμα, αυτό δεν έχει ψυχή. Αναρωτιέμαι, όμως, τι αποτύπωμα θα μείνει. Εξηγούμαι: Το 2010, τα «Ζάππεια» νομιμοποίησαν το φαινόμενο του λαϊκισμού, βοήθησαν να φουντώσει ένα μόρφωμα που έταζε να σκίσει τα μνημόνια, καταδίκασαν τον ελληνικό λαό σε μια αχρείαστη 8ετή επιμήκυνση της ταλαιπωρίας του. Το 2018, μια ανάλογα μυωπική και ανεύθυνη πολιτική συμπεριφορά μπορεί να τροφοδοτήσει το τέρας του εθνικολαϊκισμού, της πατριδοκαπηλείας και του εθνικισμού. Αυτό, το δεύτερο, έχει ήδη φουντώσει, απειλεί την Ευρώπη και ειδικά τη γειτονιά μας. Γι’ αυτό, θα είναι πολύ ανθεκτικό. Και δεν θα δοκιμάσει τις αντοχές της οικονομίας. Θα δοκιμάσει τις αντοχές της Δημοκρατίας.