Τα αποτελέσματα των εκλογών στη Γαλλία δικαιολογημένα απασχολούν την κοινή γνώμη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οι εξελίξεις στη χώρα αυτή δεν είναι, χωρίς αμφιβολία, ήσσονος σημασίας. Η Γαλλία αποτελεί μία από τις δύο ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης, η οποία συχνά δίνει τον τόνο σε ευρύτερες εξελίξεις. Κυρίως, όμως, αποτελεί την κοιτίδα του διαφωτισμού, της αναγνώρισης της ισότητας και της κοινωνικής απελευθέρωσης. Το στίγμα από το 1789, αλλά και από το Μάη του 1968, όπως και από τα εφαρμοσμένα πειράματα του 1936 (ΛαΪκό Μέτωπο) και του 1981 (Μιττεράν, συμμαχία P.S-P.C.F.), αν και μακρινά, μάλλον, παραμένουν και σήμερα διακριτά.
Η άκρα δεξιά, με τη μια ή την άλλη της ετικέτα, δεν προέκυψε στη Γαλλία μόνο κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Το γεγονός, όμως, ότι αυτή η ακραία πολιτική τάση όχι μόνο διατηρεί τις δυνάμεις της στη διάρκεια του χρόνου, αλλά ισχυροποιείται όλο και περισσότερο, δεν μπορεί να αφήσει κανένα δημοκρατικό πολίτη αδιάφορο ως προς τις αιτίες μιας τέτοιας δυναμικής. Θα προσπαθήσουμε, λοιπόν, να ανιχνεύσουμε τις αιτίες μιας τέτοιας εξέλιξης. Μια τέτοια αναζήτηση έχει αξία ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των γαλλικών εκλογών. Πολύ περισσότερο που αντίστοιχες εξελίξεις δεν εντοπίζονται μόνο στη χώρα αυτή, αλλά εμφανίζουν πανευρωπαϊκό χαρακτήρα.
Πρώτον, μια σημαντική μερίδα της παραδοσιακής γαλλικής κοινωνίας αισθάνεται ότι κλυδωνίζονται τα πρότυπα και οι αξίες της. Έχει, καλώς ή κακώς, την αίσθηση, λόγω της ανεξέλεγκτης πλέον μετανάστευσης, ότι «απειλείται» η καθημερινότητά της, ο τρόπος ζωής της, οι παραδόσεις της. Και αυτό σε μία χώρα που έχει στο παρελθόν δαπανήσει, με τις όποιες αδυναμίες των πολιτικών που υιοθέτησε, σημαντικότατα κονδύλια για την ενσωμάτωση των μεταναστών. Και σε μία χώρα που, παραδοσιακά, υποδεχόταν, χωρίς αντιδράσεις, τους (πραγματικά) διωκόμενους και αναζητούντες άσυλο. Το πρόβλημα της μετανάστευσης φαίνεται ότι δε λύνεται με συνθήματα, όπως «δεν μπορούμε να κλείσουμε τα σύνορα», «είμαστε όλοι αδελφοί» και «όχι στο ρατσισμό», όσο και αν αυτά τα συνθήματα περιέχουν και δόση αλήθειας. Το ζήτημα έχει αποκτήσει, πλέον, πολιτιστικό χαρακτήρα.
Δεύτερον, η θεοποίηση των πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού έχει οδηγήσει στρώματα του γαλλικού πληθυσμού σε απόγνωση. Η υποχώρηση του Κράτους-Πρόνοια σε μια χώρα με παράδοση ισχυρών κοινωνικών πολιτικών αφήνει το πεδίο ελεύθερο σε κάθε είδους λαϊκιστή. Χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται ότι και τα κόμματα της αριστεράς δεν καταφέρνουν να αρθρώσουν ένα πειστικό λόγο για χάραξη νέων κοινωνικών πολιτικών.
Τρίτον, μια άλλη μερίδα ψηφοφόρων, σημαντική και αυτή, αισθάνεται ότι έχει αφεθεί στη μοίρα της από εκείνους που χαράζουν τις πολιτικές. Οι αγρότες αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, που απειλεί την οικονομική τους επιβίωση, θεωρώντας ότι οι πολιτικές των Βρυξελλών αδιαφορούν γι’ αυτούς. Αντίστοιχα, τα αστικά στρώματα βρίσκονται αντιμέτωπα με το φάσμα της ακρίβειας, αλλά και της απώλειας θέσεων εργασίας. Παρατηρείται, τέλος, θεαματική αύξηση των ανισοτήτων και τα μεσαία στρώματα βρίσκονται σε απόγνωση. Το μέλλον από όλους αυτούς θεωρείται ζοφερό, μιας και οι επιπτώσεις μιας ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης είναι ακόμη ανεξερεύνητες, όπως και τα ενδεχόμενα μέτρα προς εξορθολογισμό της.
Τέταρτον, τα παραδοσιακά κόμματα δεν διακρίνονται ούτε για τη χάραξη αξιόπιστων προγραμμάτων ούτε για την πρόταση προσώπων που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν. Η πολιτική, και στη Γαλλία και αλλού, φθίνει. Ούτε Μιττεράν, αλλά ούτε και Ντε Γκώλ ή Πομπιντού υπάρχουν πια… Το πεδίο είναι χωρίς εμπόδια για τους τυχάρπαστους.
Πέμπτο, η μετάλλαξη της Ακροδεξιάς είναι αξιοσημείωτη. Δεν εκφράζεται πλέον από τον αντιπαθή Ζ.Μ. Λεπέν, αλλά από τη συμπαθέστερη, συγκριτικά και μόνο, θυγατέρα του. Και κυρίως προτείνονται όχι φυσιογνωμίες τύπου Λαγού ή Μιχαλολιάκου, αλλά «συμπαθητικά» παιδιά, τύπου Μπαρντελά που χρησιμοποιούν μάλλον ήπιους τόνους και μιλούν με απλά λόγια. Αρκετοί έτσι μετριοπαθείς πολίτες δεν τους αντιμετωπίζουν με απέχθεια ή φόβο. Η ακροδεξιά προσπαθεί λοιπόν να ενταχθεί στην πολιτική κανονικότητα, να πείσει για τις «καλές» της προθέσεις και, ασφαλώς, να αποκρύψει τις αντιδραστικές και επικίνδυνες κοινωνικές και πολιτικές της θέσεις.
Μήπως, όμως, από τις γαλλικές εξελίξεις υπάρχει πεδίο προβληματισμού και για εμάς; Και θα μπορούσαμε εμείς, ως κάτοικοι της Ελλάδας, να είμαστε ήσυχοι; Η Γαλλία είναι μακριά, μπορεί να πει κανείς. Και ίσως να υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία, αλλά υπάρχουν και πολλά μακρινά. Συνεπώς, η εύκολη λύση είναι να κρύψουμε πολλά πράγματα κάτω από το χαλί και να εφησυχάσουμε ακούγοντας αυτάρεσκα τα δικά μας συνθήματα και τις δικές μας φωνές. Είναι, όμως έτσι τα πράγματα; Ή, μήπως, το αποτέλεσμα των γαλλικών εκλογών, και κυρίως η δυναμική τους, και στη Γαλλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη, είναι ο ήχος μιας βαριάς καμπάνας που πρέπει να μας ξυπνήσει, ώστε να χαράξουμε νέες πολιτικές; Μήπως, τέλος, πρέπει να ανασκαλέψουμε, προς προβληματισμό, ιστορικά προηγούμενα στην Ευρώπη πριν εκατό περίπου χρόνια;