Κάθε συνάντηση με τον άλλον είναι και μη συνάντηση. Για να είναι όμως πραγματικά συνάντηση, χρειάζεται να αποκαλύπτει κάτι, να αναδεικνύει κάτι, να ενθαρρύνει έναν βηματισμό προς κάτι. Κανένας δεν μπορεί να βγει από μια τέτοια συνάντηση με καθαρά χέρια. Αν θέλει να κρατήσει τα χέρια του καθαρά, μάλλον δεν θα έχει χέρια.
Ποιος λοιπόν συνάντησε ποιόν στην Τεχνόπολη, στο Γκάζι; Ποιοί είμαστε όλοι εμείς, που μετά από κάποιες δεκαετίες αριστερίζουσας πολιτικής, σχετικής δράσης ή αδράνειας, συναντηθήκαμε; Πέρα από τις διαφορετικές πολιτικές ή κομματικές προελεύσεις, πέρα από τις διαδρομές και τις παρεκκλίσεις, χρειάζεται, νομίζω, να αναλογιστούμε ότι όλοι εμείς σκεφτόμαστε όλο και πιο δύσκολα αυτό το οποίο σκεφτόμαστε. Γιατί, τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς, απλώς εφαρμόζαμε μια κωδικοποιημένη πολιτική, αριστερίζουσα γνώση, αλλά δεν σκεφτόμασταν.
Συναντιόμασταν αλλά δεν συναντούσαμε κάτι. Αλλάζαμε, μετατοπιζόμασταν, διολισθαίναμε προς κάτι πολιτικά γειτονικό, που όμως ήταν μόνο παράπλευρο. Μεταλλασσόμασταν στους εαυτούς μας. Απλωνόμασταν και ανακινούμασταν στην επιφάνεια: όπως ανανεώναμε, στην ουσία επιδιδόμασταν στην αναπαλαίωση. Όλες οι συναντήσεις μας είχαν έτσι πάντα κάτι ριζικά αποθαρρυντικό, γιατί στην ουσία ήταν συναντήσεις μεταξύ των ιδίων, συναντήσεις αριστερόφρονων που μετακινούνταν χωρίς να αλλάζουν.
Σε γενικές γραμμές, όλοι προερχόμαστε από την Αριστερά, γιατί Κέντρο δεν υπήρξε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, όπως επίσης δεν υπήρξε και Κεντροαριστερά. Και το ΠΑΣΟΚ ήταν συνολικά μια εκτρωματική Αριστερά. Τι ακριβώς, όμως, είναι αυτή η αριστερή αντίληψη από την οποία θέλουμε – κάποιοι από εμάς – σήμερα, να μετακινηθούμε; Είναι ακριβώς αυτή που σήμερα αντιλαμβάνεται τις ανάγκες των καιρών να επιτάσσουν μια «ρεαλιστική αριστερά». Είναι αυτή που στο αριστερό αλάτι προσθέτει το ρεαλιστικό πιπέρι και δημιουργεί ένα «αριστερό αλατοπίπερο», που ως γνωστό μόνο του δεν τρώγεται. Είναι αυτή που εκλαμβάνει ό,τι αριστερό ως ουτοπικό και θέλει να του προσδώσει μια γερή δόση ρεαλισμού, ώστε χωρίς τύψεις συνειδήσεως να μπορεί να μην λέει «ναι», αλλά να δηλώνει απλώς «παρών», γιατί στην ουσία της, ενστικτωδώς, αυτή η Αριστερά τείνει πάντα να λέει «όχι».
Σήμερα λοιπόν νομίζω ότι δεν θέλουμε να προσθέσουμε λίγο καρύκευμα Κέντρου στην παλαιά Αριστερά, ούτε να γίνουμε κεντρώοι διατηρώντας την αριστερή επίφαση. Ούτε να προτάξουμε το δημοκρατικό σοσιαλισμό, ούτε να επιμείνουμε σε μια πιο «κεντρώα» σοσιαλδημοκρατία. Το πρόβλημα με όλα αυτά είναι ότι είναι κενά νέου, ουσιαστικού περιεχομένου. Είναι απλά συντηρητικά ιδεολογικών πτωμάτων.
Η γνώμη μου είναι ότι η Κεντροαριστερά ή θα είναι κάτι νέο, ή δεν θα υπάρξει. Τα παλαιά υλικά αρκούν ως παροδικά αναχώματα, αλλά δεν θεμελιώνουν το ζητούμενο. Αντιμετωπίζουμε λοιπόν ένα πρόβλημα: Όχι να ανασυγκροτήσουμε την Κεντροαριστερά, αλλά να την συγκροτήσουμε για πρώτη φορά, όχι μόνο πολιτικά και κομματικά, αλλά με αξιακό εύρος και πολιτισμικό βάθος. Με όρους σκέψης και πρακτικής και όχι μόνο με όρους πολιτικής δράσης. Με άλλα λόγια, με πολιτικό ορίζοντα και όχι με πολιτικαντισμούς.
Σήμερα, δυστυχώς, δεν είμαστε έτοιμοι να συνεδριάσουμε. Δεν είμαστε έτοιμοι να ιδρύσουμε κάτι, γι’ αυτό και η άποψη περί ιδρυτικού συνεδρίου θα οδηγούσε μεν σε συνέδριο, το οποίο όμως σε καμιά περίπτωση δεν θα ήταν πραγματικά ιδρυτικό.
Το ερώτημα είναι αν είμαστε έτοιμοι να σκεφτούμε, να στοχαστούμε και να συναντηθούμε. Γρήγορα και όχι βιαστικά. Συμφωνώ και μάλιστα θα πρότεινα αργά και ουσιαστικά, όχι με την έννοια του χρόνου, αλλά με την έννοια του πραγματικού βηματισμού.