Κάποτε είχε μπει στον κόπο ο Δημήτρης Γληνός να μας πει δυο λόγια σε δύσκολες εποχές, πιο δύσκολες από τις σημερινές. Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι θα πει κάποιος. Άλλες εποχές, ηρωικές, έκαναν τους ανθρώπους να δείχνουν μεγαλύτεροι από το μπόι τους. Σήμερα όμως, οι εποχές δεν έχουν κανένα ηρωισμό, μόνο τον κυνισμό που κρύβεται στην παρακμή μιας κοινωνίας.
Ποιοι είναι λοιπόν, αυτοί που μας κυβερνούν σήμερα, και τι επιδιώκουν; Τους έχετε δει στα πανεπιστήμια, να τα λερώνουν με μπογιές, να κολλάνε αφίσες στους τοίχους, να ζωγραφίζουν πανό χωρίς αισθητική ή μάλλον με μαυροκόκκινη αισθητική. Είναι οι φίλοι μας στις καταλήψεις, στις πορείες, στα κυνηγητά με τους μπάτσους.
Είναι οι επαναστάτες με τις πέτρες στα χέρια που κατεβάζουν βιτρίνες αγνώστων καπιταλιστών, οι αρνητές συνείδησης και καριέρας, οι περιφερόμενοι συναγωνιστές απεργών κάθε είδους, οι σκληροί των social media, οι άνθρωποι που ξεσπαθώνουν κατά του κεφαλαίου.
Ύστερα όμως, πρέπει κι αυτοί κάπως να νοικοκυρευτούν, να βγάλουν λεφτά, και έτσι χρησιμοποιούν τους αγώνες και τους συναγωνιστές για να χωθούν κάπου. Μέσα από τις καλά οργανωμένες κεντρικές επιτροπές, και τους συλλόγους κάθε λογής, κάνουν ένα ντιλ με τον υπουργό ή τον βουλευτή, συνήθως προεκλογικό και τα καταφέρνουν.
Μπαίνουν σε μιαν αργομισθία στο δημόσιο ή σε μια ΔΕΚΟ, φτιάχνουν μια ΜΚΟ ένα ΚΕΚ, τριγυρίζουν στα γραφεία των βουλευτών ως μετακλητοί, στα γραφεία υπουργών ως ΕΣΠΑτζήδες ή, αν είναι απολύτως απαραίτητοι, πληρώνονται από το κόμμα, οποιοδήποτε κόμμα.
Και «τρουπωμένοι» όμως, όπως είναι, δε σταματούν ποτέ τον αγώνα. Πρώτο τους μέλημα ο συνδικαλισμός και πρώτη τους έγνοια η απεργία. Σε κοιτάνε περίεργα πίσω από τον γκισέ, σε μισούν πρόσκαιρα αν τους πεις την αλήθεια, συνασπίζονται σα ρωμαϊκή χελώνα μόλις ένας νέος μπει μέσα από το ΑΣΕΠ και αρχίσει να δουλεύει και να τους χαλάει το ραχάτι.
Η συντριπτική πλειοψηφία, εκτός από τα ιδεολογικά τσιτάτα που έχει χαραγμένα σε ένα ακούνητο κατά γενική ομολογία μυαλό, δελεάζεται και από το μικροαστικό όνειρο. Αυτοκίνητο, Μενεγάκη, εξοχικό, ταξίδι στο Λονδίνο ή το Άμστερνταμ, σπίτι με OLED τηλεόραση.
Ευτυχώς γιατί τόσοι πολλοί που είναι, αν είχαν όνειρα σαν του Βγενόπουλου, δε θα είχε μείνει Ελλάς εδώ και δεκαετίες. Λίγο, λίγο απομυζούν από το σώμα της χώρας, από το αίμα των υπολοίπων.
Μισούν τους εθελοντές, δε θα πρέπει να υπάρχουν εθελοντές, όλοι θα πρέπει να παίρνουν μισθό 2.000 ευρώ, το κράτος να φροντίζει για τη σίτιση, την ένδυση και γενικά την καλοπέρασή των πολιτών. Οι ίδιοι δικαιούνται 5.000 Ευρώ συν τα μπαχτσίσια τους γιατί είναι αγωνιστές μια ζωή και καλά κάνουν. Στα δικαστήρια αποφασίζουν ότι τόση θα είναι και η σύνταξή τους. Ακατέβατη, όσοι κι αν πεινούν τριγύρω.
Θέλουν τα σύνορα ανοιχτά, είναι λόγω ιδεολογίας ανθρωπιστές. Όμως οι μέγιστοι αυτοί οργανολάτρες, οι σμιλεμένοι σε συλλόγους και κόμματα και δ.σ. και γραμματείες κ.τ.λ. κ.τ.λ, δεν μπορούν ούτε ένα συσσίτιο να οργανώσουν για πρόσφυγες. Ούτε μια γραμμή να ναυλώσουν για μετανάστες.
Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες έρχονται, πεινούν, κρυώνουν, διψούν, πολλοί από αυτούς πνίγονται στα νερά του Αιγαίου, αλλά αυτό είναι σφάλμα και κρίμα των Ευρωπαίων, όχι δικό μας… δικό τους. Γιατί αυτοί είναι ανθρωπιστές, και αν στείλουν κονδύλια οι Ευρωπαίοι και εξασφαλίσουν 5.000 μισθό στους ίδιους τότε κι αυτοί θα βάλουν μερικούς Αλβανούς να μοιράσουν κουβέρτες και σάντουιτς.
Αυτό τον ανθρωπισμό, που πνίγει παιδάκια στο Αιγαίο, που βουλιάζει πρόσφυγες στις λάσπες κάποιας Ειδομένης, που στέλνει ανθρώπους στα φανάρια, που κατηγορεί όλους τους άλλους αλλά ποτέ τους ίδιους τους εαυτούς μας, που πατροπαράδοτα τον έχουμε κατοχυρώσει, δεν τον κατάλαβα ποτέ.
Κι εδώ περιμένετε το προφανές, να σας τους ονοματίσω αυτούς τους συμπατριώτες μας, τους ιδεολόγους, τους συνδικαλισμένους και κομματικοποιημένους, να σας πω ότι τους λένε αριστερούς. Σιγά μη τους χαρίσω τέτοιον χαρακτηρισμό. Οι γραικύλοι γκιαούρηδες είναι, κατευθείαν απόγονοι του Χατζηαβάτη, που πότε μολύνουν το σώμα της αριστεράς, πότε της σοσιαλδημοκρατίας, ακόμα και της λεγόμενης κοινωνικής δεξιάς.