Και ξαφνικά, όλος ο κόσμος ασχολείται με τις εξελίξεις στο Κίνημα Αλλαγής. Στο δρόμο για την εκλογή Προέδρου στις 5 Δεκεμβρίου, η προοδευτική παράταξη έχει την ευκαιρία να συνομιλήσει ξανά με την κοινωνία και να θέσει τις βάσεις για μια εντυπωσιακή επιστροφή.
Πρώτα όμως, μια σύντομη αποτίμηση των τελευταίων ετών. Μετά τις τελευταίες εκλογές, το Κίνημα Αλλαγής κατόρθωσε να σταθεί όρθιο, στις δυσκολότερες πιθανές συνθήκες. Στο επίκεντρο ενός λυσσαλέου ανταγωνισμού μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα μας περιόρισε τις απώλειες προς τα αριστερά και δεξιά και σταθεροποίησε τη θέση του στο πολιτικό σύστημα. Το πέτυχε μάλιστα αυτό χωρίς να καταφύγει στην εύκολη λύση του μηδενισμού και της πολιτικής ισοπέδωσης. Κεκτημένο που πιστώνεται σε όλα τα στελέχη του Κινήματος Αλλαγής, πρωτίστως όμως στη Φώφη Γεννηματά, που υπήρξε η ζωογόνος δύναμη και ο παράγοντας συνοχής του εγχειρήματος. Το συγκινητικό κύμα συμπαράστασης προς την ίδια, λόγω της δοκιμασίας της υγείας της, βλέπουμε πια να συνοδεύεται και από μια αναγνώριση της αποφασιστικής συμβολής της στην ανάκαμψη της παράταξης.
Ήδη η διαδικασία των εσωκομματικών εκλογών έχει προσελκύσει μία ευρεία γκάμα υποψηφίων, με ποικίλα ποιοτικά χαρακτηριστικά, χωρίς πάντως να έχει ακόμη ανοίξει ένας πραγματικός ιδεολογικός και πολιτικός διάλογος μεταξύ τους. ‘Ομως σήμερα το Κίνημα Αλλαγής καλείται προπάντων να αποσαφηνίσει την ιδεολογική και πολιτική του ταυτότητα.
Η γενναία απόφαση του Γιώργου Παπανδρέου να διεκδικήσει την ηγεσία του πολιτικού μας χώρου θα συμβάλει καταλυτικά ώστε να διαμορφωθεί μία σύγχρονη, ολοκληρωμένη και προοδευτική φυσιογνωμία στο Κίνημα Αλλαγής. Αψευδής περί τούτου μαρτυρία είναι το μεταρρυθμιστικό έργο της διετίας Οκτώβριος 2009-Νοέμβριος 2011, το οποίο υλοποιήθηκε στην πιο ζοφερή στιγμή της μεταπολεμικής μας ιστορίας και επέζησε, μολονότι καταψηφίστηκε σχεδόν στο σύνολό του από τον ραγδαία ανερχόμενο τότε ΣΥΡΙΖΑ και εν πολλοίς από τη ΝΔ. Ο Καλλικράτης, η Διαύγεια, το OpenGov, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, η απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων, ο Οικονομικός Εισαγγελέας, η ανεξαρτησία της ΕΛΣΤΑΤ και άλλα πολλά υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Αποτελούν έργο μιας κυβέρνησης που λοιδορήθηκε όσο καμία άλλη· που πολεμήθηκε λυσσαλέα από δεξιούς υπερπατριώτες και δήθεν ασυμβίβαστους αριστερούς, οι οποίοι δεν δίστασαν στη συνέχεια να ψηφίσουν ανερυθρίαστα τα δικά τους Μνημόνια.
Η εμπειρία αποδεικνύει λοιπόν ότι οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις αντέχουν στη δοκιμασία του χρόνου, ακόμη και όταν την εποχή που υιοθετήθηκαν συνάντησαν σκληρή αντιπολίτευση. Σήμερα, ευτυχώς, τα πράγματα είναι καλύτερα. Η ελληνική κοινωνία, μέσα από τις διαδοχικές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας, έχει πια ωριμάσει. Απαιτεί συγκεκριμένες απαντήσεις πάνω στα μεγάλα εθνικά, κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα της χώρας· ζητά από τις πολιτικές δυνάμεις έντιμο διάλογο και ουσιώδη πολιτική αντιπαράθεση· αποστρέφεται την πόλωση και τον διχασμό. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να διαμορφώσουμε και τις αναγκαίες συναινέσεις για τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις, εκείνες δηλαδή που υπερβαίνουν τη θητεία μιας κυβέρνησης.
Ας σκεφτούμε μόνο ποιές είναι οι πιεστικές προκλήσεις για την Ελλάδα των επόμενων δεκαετιών: η θέση της χώρας στην Ευρώπη και τον Κόσμο, το δημογραφικό πρόβλημα, οι σχέσεις με την Τουρκία, η επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση, οι δραματικές αλλαγές που φέρνει η τεχνολογία στην εργασία, η ισότιμη ένταξη μεταναστών και προσφύγων στην ελληνική κοινωνία, η ανάγκη να εκσυγχρονιστεί ριζικά το κράτος, η μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης ώστε να αντιμετωπιστούν οι ανισότητες και να καταστεί εκ νέου όχημα κοινωνικής κινητικότητας.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η υποψηφιότητα του Γ. Παπανδρέου, με τα μεταρρυθμιστικά χαρακτηριστικά που της προσδίδει η πολιτική διαδρομή του ίδιου, μπορεί να λειτουργήσει ως ο αποφασιστικός καταλύτης όχι μόνο για τη δική μας παράταξη αλλά για ολόκληρο το κομματικό σύστημα. Εκ των πραγμάτων θα ενισχύσει τη φωνή των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων που υπάρχουν και στα άλλα πολιτικά κόμματα αναβαθμίζοντας το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Συγχρόνως εμείς, στο Κίνημα Αλλαγής, θα έχουμε πια καταστήσει σαφές το ποιοί είμαστε και το κενό περιεχομένου ερώτημα “με ποιόν θα πάτε” θα έχει χάσει πλέον κάθε σημασία.
Πηγή: www.tanea.gr